Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

Η ΘΑΛΑΣΣΑ, ΤΕΛΙΚΩΣ...

«Η θάλασσα ασήμωνε στο πέσιμο του ήλιου και...» Όχι, όχι, κόφτο τώρα που είναι νωρίς.

«Η θάλασσα σάλευε απαλά στο καλοκαιρινό αεράκι...» Άκυρο, χέστο, δεν πάει...

«Η θάλασσα ανατρίχιαζεστην αύρα του μεσημεριού...» Ε, χέσε με δεν μπορώ να γράψω τέτοια αρλεκινιά...

«Η θάλασσα αντανάκλαγε τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, όταν...» Πάρτο αλλιώς, θα βρεις, συγγραφεύ!

Φτου ρε γαμώτη... Τί έκανε η κουφάλα η θάλασσα..; Μπέρδεμα.
'Δω μέσα στην υπόγα στα Κατωπατήσα, πού να δει θάλασσα και πού να θυμηθεί τί στην ευκή έκαναν τα κύματα άμα φύσαγε και τι στο διάολο έκαναν τα χρώματα άμα αντανάκλαγαν στα κύματα...

ΤΣΟΜΠΑΝΗΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ;;;

Τσομπάνης στην Κρήτη; Ο Δημήτρης της; Ο Δημητράκης της, τσομπάνης στην Κρήτη; Από πού κι΄ ως πού; Τόσα λεφτά στην ιδιωτική σχολή για να σπουδάσει σεφ και πώς τσομπάνεψε δηλαδή; Τού ‘στειλες λέει, το ποδήλατο και ξεμωράθηκε!
Τί τόθελες, ρε κουμπάρα, το ποδήλατο στη μέση της ερημιάς;
Για να πηγαινοέρχεται λέει στο ξενοδοχείο και να μην κουράζεται γιατί ο αρχισέφ δεν έστελνε φορτηγάκι για ‘κείνους που έκαναν πρακτική και ας έρχονταν με τα πόδια τα κωλόπαιδα, τί τον ένοιαζε αυτόν, που όταν ήταν μικρός, που να μου κλάσεις τον γκιώνη άμα αυτός ήτανε ποτέ μικρός, άμα ήτουνε μικρός λοιπόν, έκαμνε με τα ποδάρια δέκα χιλιόμετρα για να πάει να πλύνει λαμαρίνες στου Γκαούτσου το μαγαζί, τέρμα Πατησίων κι’ άμα έχει η Πατησίων δέκα χιλιόμετρα για να τα περπατήσεις, σφύρα μου χαβαλιώτικα.

Το φιλί

Προχωρούσε μαζεμένα, σαν φοβισμένο κουτάβι, ανάμεσα από τους θάμνους και τα γέρικα, τεράστια δέντρα του κήπου. Κοιτούσε πότε χαμηλά στη γης, προσέχοντας μην πατήσει κανά ξερόκλαδο, μην σκοντάψει σε καμιά πέτρα, και πότε την πανσέληνο που σκαρφάλωνε αργά στον σκοτεινό θόλο που κρέμουνταν πάνω απ’ την πλάση καρφωμένος με χιλιάδες μικροσκοπικά καρφάκια που λαμπύριζαν σαν κωλοφωτιές. Η πόλη που απλώνουνταν στα ριζά του λόφου πίσω του, ανάσαινε αργά, μισοκοιμισμένη, χολωμένη, λερή και ταλαιπωρημένη σαν δαρμένη πόρνη από την ιστορία, τους βασιλιάδες, τους προφήτες και τους θεούς που τρύγησαν τα κάλλη της. Μια ανάκατη μυρωδιά από ταγκισμένο λάδι, σκόνη, ιδρώτα, ψαρίλα, ελπίδα και φονικό την σκέπαζε σαν ομίχλη, την αγκάλιαζε σαν μεθυσμένος εραστής.

ΤΟΥΡΤΑ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ

«Εγώ, θεία, δε μπορώ να το φάω αυτό! Ούτε και να βγάλω τη φλούδα απ΄το μήλο με το μαχαίρι και το πηρούνι, που μούπε η μάνα μου... Δε πειράζει, μη μου πάρεις ούτε ποδήλατο ούτε τίποτα...»

Η θεία Κονδυλία σήκωσε τα μάτια της απ΄το πιάτο όπου ξεμονάχιζε ένα αχνιστό σουφλέ και κύτταξε με περιέργεια τον ανηψιό της. Όχι πως είχε καμμιά αμφιβολία για το ότι ο δεκατριάχρονος θα ήταν σε θέση να συμπεριφερθεί έστω και στοιχειωδώς με αξιοπρέπεια. Όσο για την νύφη της, την σύζυγο του αδελφού της, είχε σαφή άποψη περί της θέσης που τής έπρεπε, δηλαδή στην κουζίνα, στον κήπο, στο πλυσταριό, στον ακάλυπτο και οπουδήποτε δεν θα ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους της τάξης της.

contact