Τί παράξενο που ήταν τώρα αυτό...
Η μικρή, κόκκινη λιμνούλα που όλο και μεγάλωνε και που πάνω της στραφτάλιζαν οι ακτίνες του ήλιου, ήταν το αίμα του. Κι’ όσο η λιμνούλα μεγάλωνε, τόσο βαραίναν τα βλέφαρά του.
Πού ήταν, λοιπόν, η περίφημη γαλήνη που λένε πως έρχεται όταν πλησιάζει το τέλος; Δεν ένιωθε γαλήνιος. Μια μεγάλη ανησυχία τον κατάτρεχε από την πιό κρύφια γωνιά της ψυχής του μέχρι τ’ ακροδάχτυλα. Μα ήταν ανίκανος να κινηθεί έστω και λίγο. Μέτρησε σιωπηλά. Τέσσερεις, μπορεί και πέντε σφαίρες τον είχαν τρυπήσει. Άκουσε την ριπή και έκανε να καλυφθεί. Μα τα πόδια του δεν τον άντεξαν, λύγισαν στο δέυτερο βήμα και μόνον την στιγμή που έπεφτε, πριν σωριαστεί κάτω, κατάλαβε πως η ριπή είχε χτυπήσει εκείνον. Ο πόνος ήρθε μετά. Μόλις το σοκ άρχισε να υποχωρεί. Ένας πλατύς πόνος, σα να ήταν όλο το σώμα του πλακωμένο από μια μπουλντόζα.
Άκουγε τα σπλάχνα του να γουργουράνε, σαν νάχε περάσει από κάπου που του μύρισε φαΐ και τού ‘ρθε λιγούρα. Φανταζόταν πως αυτός ήταν ο ήχος που έκανε το αίμα αναβλύζοντας απ΄τις πληγές, μα δεν είχε το κουράγιο να κυττάξει.
Σήκωσε το δεξί του χέρι στο πρόσωπό του. Θεέ μου! Ήταν ολόστεγνο και πεντακάθαρο! Σα νάχε μόλις πλυθεί στο στενόχωρο μπάνιο παρέα με τον γιό του λίγο πριν εκείνος φύγει για το σχολείο! Να αυτό που έμεινε καθαρό απ΄τον πόλεμο, λοιπόν! Ένα χέρι. Που ίσα που πρόλαβε να πατήσει την σκανδάλη μερικές φορές στον αναπάντεχο αυτόν πόλεμο.
Τί παράξενο κι΄αυτό... Πέμπτη πρωί οι εκφωνητές ουρλιάζουν στην τηλεόραση, δεν το πιστεύεις, κάποιος, δεν θυμάσαι ποιός, σε είχε πάρει τηλέφωνο, «άνοιξε τηλεόραση αμέσως, άνοιξε, πόλεμος!» Μετά σπρώχνοντας μαζί με άλλους με τρομαγμένα μούτρα αρπάζεις ένα χακί διπλωμένο ύφασμα, ύστερα το καμιόνι τραντάζεται άγρια πάνω σε κάθε λακούβα του δρόμου και μετά ευχαριστείς τον θεό που ο θόρυβος των κινητήρων του μεταγωγικού είναι τόσο δυνατός που δεν μπορείς να μιλήσεις με τους διπλανούς σου. Το παιδί. Η γυναίκα. Μόνοι τους, γαμώτο, τόσο μόνοι τους όταν θα έφτανε η είδηση... Σκέφτηκε τον μικρό να κλαίει για ‘κείνον. Μην κλαίς, σκέφτηκε, κάθε στιγμή σκοτώνονται άνθρωποι στον κόσμο, μην κλαίς.
Θυμήθηκε το όχι που τούχε πει την περασμένη απ΄τον πόλεμο Κυριακή όταν του ζήτησε να πάνε μια βόλτα με τα ποδήλατα. Όμως, πάντα θα υπήρχε κάτι που δεν θα προλάβαινες να κάνεις. Ναι, μα όχι αυτό! Όχι ένα όχι! Το ξεφούσκωτο λάστιχο και τα σκορπισμένα δεξιά κι΄αριστερά εργαλεία, που ποτέ δεν κατάφερνε να μαζέψει σ΄ένα συρτάρι ήταν η πρόφαση. Η μέρα που έπιανε να νυχτώνει γρήγορα και θα τους εβρισκε το σκοτάδι ήταν η δεύτερη πρόφαση. Η Δευτέρα που τον περίμενε αύριο πρωί-πρωί για το σχολείο ήταν η Τρίτη πρόφαση. Αύριο. Παράξενη λέξη... Το αριστερό του χέρι δεν είχε δάχτυλα πλέον. Πώς θα πάταγες το φρένο, και καλά να γινόσουν, πώς θα πάταγες το φρένο, ρε βλάκα; είπε μέσα του και γέλασε άφωνα. Αυτό ήταν το πιό φυσικό γέλιο στην ζωή του όλη. Αταίριαστο, μα αυθόρμητο, χωρίς ξεσκουντήματα από ανέκδοτα ή πειράγματα.
Περίμενε για λίγο κι΄έπειτα έκλεισε τα μάτια, Προσπαθούσε να φέρει το τέλος λίγο πιό γρήγορα; Όχι. Απλώς δεν ήξερε τί να κάνει. Δεν ήθελε να φωνάξει. Είχε τόση ησυχία που του φαινόταν άκαιρο το να φωνάξει. Σήκωσε πάλι το δεξί του χέρι και έξυσε τα γένια στο μάγουλό του. Τού’ ρθε στο μυαλό η φαγούρα στο αξύριστο πηγούνι του σε κάθε Κυριακάτικη ποδηλατοβόλτα απ΄το λουράκι του κράνους.
Πού είχε πέσει το κράνος του, αλήθεια; Κέβλαρ. Πανάλαφρο, σαν ποδηλατικό περίπου. Τί τα κάνουν τα κράνη των στρατιωτών που σκοτώνονται; σκέφτηκε. Άκουσε τη φωνή του γιού του, Μπαμπά, με ενοχλεί το κράνος σού λέω! Μου πέφτει πίσω συνέχεια και μου πονάει το λαιμουδάκι μου! Δάκρυσε. Μα δεν βγήκε δάκρυ. Καινούργια γνώση αυτή, τής τελευταίας στιγμής. Άμα μένεις πεσμένος για δυό ώρες τρυπημένος από πέντε σφαίρες, τα μάτια δεν βρίσκουν δάκρυ να βγάλουν. Άκουσε τον ήχο ενός στρατιωτικού κινητήρα. Νάταν δικό τους; Ο Λοΐζος στο χωριό γνώριζε τον ήχο από κάθε μηχανάκι που ανηφόριζε προς το καφενείο. Θα τον έβρισκαν άραγε; Θα προλάβαιναν; Έκλεισε τα μάτια, αφέθηκε. Ας γινόταν ό,τι ήθελε.
Όφιε, τρομερό το κείμενό σου.
Να ζήσεις
έχω που έχω τις ανασφάλειές μου με τα τρίδυμα, έχω και τις πρωινές σου ορέξεις!
ας είναι...
να είσαι καλά, θαυμάσιο κείμενο!
Να πω ότι είσαι λογοτέχνης;
Να πω οτι είσαι ... ;
Όχι, δεν θα πω τίποτα, δεν έχει αξία.
Που τα μοιράζεσαι μαζί μας, μονάχα, θα πω ένα μεγάλο
Ευχαριστώ!
μόνο το πηλίκιο και το αμπέχωνο βρέθηκαν.. το κράνος ακόμη αγνοείται..
ofios σε βλέπω.... σταμάτα να δοκιμάζεις το αμπέχωνο !
από τα καλύτερα που έχουμε διαβάσει εδώ.
Αίναστρε, πού τη βρήκες αυτη΄την εικόνα;
διαβάζοντας το ένοιωσα, ότι το ζούσα, σαν τον ήρωα σου ...αναβιβασμένο συναίσθημα .ξέρεις εσύ.
Aργησα να το ανακαλυψω, τι να πω.... Τρεξανε δάκρυα πάλι...
Ευχαριστώ!!...