Τον Δεκέμβρη του 2017 ο Ευάγγελος μου έριξε την ιδέα να πάμε Ιταλία στο Alpi4000. Είχα γυρίσει την Ιταλία το 2009 και ομολογώ ότι είχα μείνει άναυδος με την ομορφιά της χώρας. Έτσι δεν ήθελα πολύ να πειστώ και δήλωσα συμμετοχή χωρίς να πολυσκεφτώ την δυσκολία του ποδηλατικού εγχειρήματος. Οι μήνες περνούσαν, η προετοιμασία σε υλικό και σε φυσική κατάσταση έβαινε καλώς και φτάνοντας στον Μάιο ετοιμάστηκα για το 1000αρι της Πελοποννήσου το οποία θα ήταν μία κατά κάποιο τρόπο πρόβα τζενεράλε. Δυστυχώς τα προβλήματα υγείας της μητέρας μου, τα οποία όπως γνωρίζουν κάποιοι αποδείχθηκαν τελικά μοιραία, δεν μου επέτρεψαν να λάβω μέρος, ούτε να προπονηθώ καταλλήλως. Φτάνοντας Σάμο αρχές Ιουλίου, είχα μπροστά μου 15 μέρες για να προετοιμαστώ όσο μπορώ για τα 1530 χλμ της Ιταλίας…
Και ξαφνικά βρίσκομαι στο Ελευθέριος Βενιζέλος με Ευάγγελο και Γιάννη να περιμένουμε την πτήση της Ryanair για το Bergamo. Είχαμε ήδη παραδώσει τις κούτες με τα ποδήλατα και κάναμε χαβαλέ στο αεροδρόμιο μέχρι να φτάσουμε στο αεροπλάνο. H περιπέτεια ξεκινά με το που πατήσαμε το πόδι μας στην Ιταλία. Αφού παραλάβαμε τα πράγματα βρήκαμε την Europcar στην οποία ένας πιτσιρικάς μας εξυπηρέτησε άψογα δίνοντας μας ένα ολοκαίνουργιο Renault Clio. Και τώρα; Πως θα μεταφέρουμε 3 ποδήλατα και 3 κούτες με το αυτοκίνητο στο Bormio που είναι 150 χλμ μακριά; Το αρχικό σχέδιο ήταν να αφήσουμε τις κούτες σε αποθήκη στο αεροδρόμιο, αλλά αυτό το σχέδιο δεν λειτούργησε καθώς η αποθήκη είχε κλείσει! Βγήκαμε έξω στο πάρκινγκ των ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων, βρήκαμε το αυτοκίνητο και αρχίσαμε να εξετάζουμε εναλλακτικές. Εν τω μεταξύ άρχισε να βρέχει (δεν σταμάτησε για τις επόμενες δύο μέρες). Βγάλαμε τα πράγματα από τις κούτες στήσαμε τα ποδήλατα μέσα στην βροχή, βάλαμε την σχάρα πάνω στο αμάξι, τα πράγματα τα χώσαμε μέσα, χωρέσαμε στο αμάξι το ποδήλατο του Ευάγγελου, τα άλλα δύο ποδήλατα στη σχάρα πάνω, και μας έμεναν 3 κούτες στο χέρι! Και εκεί δούλεψε το Ελληνικό δαιμόνιο…. Σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσαμε να βάλουμε την μία κούτα μέσα στην άλλη, και προς χάρη δική μας, αυτό τελικά ήταν εφικτό. Μετά έπεσε η ιδέα να τις βάλουμε στην οροφή και να τις δέσουμε με ταινία συσκευασίας και με ιμάντα με σκοπό να τις αφήσουμε σε κάποιο μαγαζί καθώς θεωρούσαμε αδύνατον να μπορέσουν να σταθούν εκεί πάνω σε ένα αυτοκίνητο που θα κινείται με 80-100 χλμ/ώρα. Τελικά όχι μόνο στάθηκαν, τις πήγαμε και μέχρι το Bormio. Εγώ είχα κλείσει ξενοδοχείο 35χλμ πριν το Bormio σε μία ήσυχη πόλη, το Τιράνο. Το πρόβλημα είναι ότι έπρεπε να είμαι εκεί μέχρι τις 11 το βράδυ καθώς μετά το Check-in δεν θα ήταν διαθέσιμο. Δυστυχώς φτάσαμε στις 12 το βράδυ και το ξενοδοχείο ήταν κλειδαμπαρωμένο! Τι να κάνουμε, μπήκαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε για Bormio. Θα έμενα μαζί με τα παιδιά με κάποιο τρόπο. Φτάσαμε στο δωμάτιο που είχε ήδη κλείσει ο Δημήτρης μέσω Airbnb και το οποίο ήταν σε μία υπέροχη τοποθεσία με φανταστική θέα. Ο Δημήτρης ξαφνιάστηκε που με είδε, δεν με περίμενε, του εξηγήσαμε τι έγινε και κανονίσαμε να κοιμηθώ στο πάτωμα με δύο παπλώματα από κάτω (άρχισα να μπαίνω στο κλίμα από νωρίς…).
Το Σάββατο κάναμε την εγγραφή, καφεδάκι στο κέντρο του Bormio, τελευταίες αγορές και το απόγευμα τεχνικός έλεγχος και παρουσίαση του event από τους διοργανωτές. Όλα ήταν άψογα, ένιωθες ότι ήσουν μέρος μίας οργανωμένης ποδηλατικής εκδήλωσης. Προς το βραδάκι εγώ την έκανα για Τιράνο με το Clio αφού είχα ήδη συνεννοηθεί ότι θα φτάσω πριν τις 11 το βράδυ ώστε να με αφήσουν να μπω αυτή τη φορά. Εγερτήριο 5.30 το πρωί, τελευταίες ετοιμασίες, βάζω το ποδήλατο πάνω στο αμάξι και σφαίρα για Bormio. Φτάνω στις 6.45 ευτυχώς βρίσκω παρκινγκ δίπλα στην εκκίνηση, στήνω το ποδήλατο και πάω στο χώρο εκκίνησης. Ψάχνω να βρω τον Απόστολο με τον οποίο είχαμε συνεννοηθεί να κάνουμε όσο το δυνατόν περισσότερα χιλιόμετρα μπορούμε μαζί. Οι υπόλοιποι Γιάννης, Δημήτρης, Ευάγγελος κλπ , θα πήγαιναν πιο γρήγορα, οπότε έψαχνα παρέα. Η ψυχολογία μου ήταν σε υψηλά επίπεδα παρά το γεγονός ότι δεν ήμουν καλά προπονημένος ούτε είχα κάνει ποτέ τόσα πολλά χλμ μαζεμένα. Είχα αυτό που λέμε «άγνοια κινδύνου». Ένιωθα μια ανεξήγητη σιγουριά ότι θα τα καταφέρω. Το έβλεπα σαν ένα ταξίδι, σαν μια μεγάλη περιπέτεια και όχι ως μια δοκιμασία 1530 χιλιομέτρων. Εν τω μεταξύ τα υψομετρικά ήταν στο θεό, ποτέ δεν είχα επιχειρήσει κάτι τόσο απαιτητικό, ούτε κατά διάνοια.
Στις 7.17π.μ. πήρα εκκίνηση μαζί με τον Αποστόλη και άλλα 23 άτομα. Έφευγαν 25 ποδηλάτες ανά 3 λεπτά. Αμέσως ξεκινούσαν οι ανηφόρες με προορισμό το Passo Del Bernina στα 2330 μέτρα. Είμαστε ξεκούραστοι, κάνουμε άνετα πετάλι, μετά από λίγο σκάνε μύτη Ευάγγελος και Γιάννης, περνάει και ο Δημήτρης. Εγώ πηγαίνω με τον ρυθμό μου, δεν πατάω πολύ δυνατά, οι άλλοι φεύγουν μπροστά, ο Απόστολος πιο πίσω. Έρχεται σαν σίφουνας και ο Νίκος σταματάει 5 λεπτά, τα λέμε για λίγο, εκείνος λέει το πρώτο βράδυ δεν θα κοιμηθεί θα το πάει σερί μέχρι την La Thuile. Έχω μείνει μόνος και λίγο πριν το πρώτο κοντρόλ στο Passo Del Bernina με προλαβαίνουν ο Μάκης με τον Σάκη που το τρέχουν παρέα. Με τα παιδιά έκανα 250 χλμ μαζί. Με βοήθησαν πάρα πολύ καθώς δεν θα πήγαινα τόσο γρήγορα αν ήμουν μόνος. Φτάσαμε στο Laveno όπου θα παίρναμε το καράβι για να περάσουμε την λίμνη και εκεί πρόλαβα και τον Αξιώτη που είχε καταφτάσει 7 λεπτά πριν.
Από την άλλη πλευρά της λίμνης μας περίμενε μία ευχάριστη έκπληξη καθώς ένας Ιταλός μπρεβετάς είχε στήσει πάγκο με φρούτα και σνακ. Δεν χάσαμε την ευκαιρία να γεμίσουμε με έξτρα ενέργεια. Συνεχίσαμε δυνατά με σκοπό να φτάσουμε στην Biella για διανυκτέρευση κατά τις 12 το βράδυ. Φτάνοντας στην Biella χάθηκα μέσα στην πόλη και έκανα 20 λεπτά να βρω το checkpoint. Εκεί μας περίμεναν και τα drop bags που είχαμε παραδώσει στην εκκίνηση. Στον χώρο του Checkpoint βρίσκω τον Γιάννη ελαφρώς απογοητευμένο καθώς είχε πρόβλημα με το μπροστινό φως και θα έπρεπε να παραμείνει εκεί μέχρι τις 5 το πρωί για να φύγει με το φως της ημέρας. Ανασύνταξη, φαγητό, μπίρα κερασμένη από Γιάννη για τα γενέθλια του και ύπνος σε κάτι πλακάκια τουαλέτας μέχρι τις 5 το πρωί. Αναχώρηση στις 5.30 με Γιάννη και Ευάγγελο με προορισμό την La Thuile. Το σχέδιο ήταν να φτάσουμε εκεί μέχρι τις 12 το βράδυ. Το χάραμα είναι φανταστικό στην ενδοχώρα της Βόρειας Ιταλίας. Σταματάμε σε ένα μαγαζί για καφέ και κρουασάν και εκεί καταφθάνουν μετά από λίγο οι Μάκης και Σάκης. Υπέροχο το κρουασάν, δεν θα έλεγα το ίδιο και για τον καφέ. Ξαφνικά λοιπόν, μαζευτήκαμε 5 Έλληνες και αρχίσαμε να βαράμε πετάλι σχετικά δυνατά κάνοντας συχνές εναλλαγές ώστε να καταπιούμε χιλιόμετρα. Ο ρυθμός ήταν πολύ δυνατός σε κάποιες φάσεις, άντεξα όμως και ακολούθησα μέχρι την Susa. Εκεί όμως τους είπα ότι εγώ θα κάτσω να ξεκουραστώ, θα φάω πίτσα, θα πιώ καφέ και μπόλικο νερό, θα ανασυνταχθώ και μετά θα φύγω… Εν τω μεταξύ, εκείνη την μέρα είχε χτυπήσει 30άρια, είχε πολύ ζέστη. Αράζω σε ένα καφέ στην Susa μόνος μου, περνάνε τα παιδιά από μπροστά μου και σταματάνε για να με χαιρετίσουν. Ο Μάκης με προϊδεάζει για αυτό που θα ακολουθήσει. Να ξέρεις, μου λέει, μετά από λίγο έχει κάτι ανηφόρες «κόλαση» , μπορεί να χρειαστεί να το πάρεις μέχρι και στο χέρι. Οπλίσου με δύναμη και υπομονή και ξεκίνα γρήγορα, μην κάτσεις πολύ εδώ.
Έτσι και έκανα. Αφού έφυγαν τα παιδιά, μετά 15 λεπτά ξεκίνησα και εγώ με προορισμό το Mont Cenis στα 2081 μέτρα υψόμετρο. Για να φτάσω μέχρι εκεί έπρεπε όντως να περάσω από κάποιες ανηφόρες με φοβερή κλίση. Με το ποδήλατο να ζυγίζει τουλάχιστον 13 κιλά και με την ζέστη να σε κόβει ήταν, τώρα που το σκέφτομαι, το πιο δύσκολο κομμάτι όλου του brevet. Η θέα όμως και η φύση δεν σε αφήνουν να απογοητευτείς. Ζεις μία μοναδική εμπειρία, το πάθος και η συγκίνηση δεν σε αφήνουν να διανοηθείς καν κάτι διαφορετικό από το να συνεχίσεις μπροστά και κυρίως….ψηλά. Στα 1400 μέτρα υψόμετρο συναντώ μία μικρή λίμνη μοναδικής ομορφιάς. Σταματάω να την αποθανατίσω. Είμαι μόνος σε αυτό το κομμάτι της διαδρομής και αποφασίζω εγώ τι στάσεις θα κάνω. Ποδηλάτες συναντώ μπρος και πίσω, έχω την εντύπωση ότι κάποιοι τα παράτησαν σε αυτό το σημείο, ηττημένοι από τις ανηφόρες και από την σκέψη ότι πρέπει να κάνουν ακόμα 1000 χιλιόμετρα για να τερματίσουν. Συνεχίζω ακάθεκτος προς τα 2080 μέτρα υψόμετρο. Η ταχύτητα μου είναι μικρή αλλά σταθερή. Προς το τέλος την ανηφόρας αρχίζω να σουρώνω λίγο, ήταν πολύ μεγάλη η προσπάθεια. Σταματάω να πάρω μια ανάσα, απέναντι μου είναι μία τεχνητή λίμνη, έχει και επισκέπτες. Δεν υπάρχει σκιά, ζεσταίνομαι αφόρητα, ζαλίζομαι λίγο, πρέπει να βρω μέρος να αράξω και να ανασυνταχθώ. Βρίσκω κουράγιο, καταπίνοντας και δύο τζελάκια και τελικά φτάνω στην κορυφή. Εκεί έχει ένα μαγαζί με μία Γαλλίδα μέσα ντυμένη παραδοσιακά. Όαση… Πάω σφαίρα στο ψυγείο, χτυπάω μία κόκα κόλα και μία «γκαζόζα» ενός λίτρου σε ένα λεπτό. Φορτίζω συσκευές, έχει ωραία ατμόσφαιρα μέσα, αλλά πρέπει να φύγω για το Lanslebourg. Είναι 15 χιλιόμετρα μακριά. Είναι 5.30 το απόγευμα, 4 ώρες μου πήρε να ανέβω από την Susa εκεί πάνω, κατεβαίνω τώρα με προορισμό το Lαnslebourg στο οποίο θα φτάσω 6 το απόγευμα. Αισθάνομαι κουρασμένος. Η ανηφόρα σε συνδυασμό με την ζέστη απορρόφησαν μεγάλο μέρος των δυνάμεων μου. Το κοντρόλ αυτό έχει τα πάντα, φαγητό, ντουζ και ύπνο. Κάνω ντουζ, τρώω και προσπαθώ να καταστρώσω ένα πλάνο για το τι θα κάνω από εδώ και πέρα. Προφανώς οι Ευάγγελος, Γιάννης και Μάκης δεν έμειναν πολύ ώρα εκεί, συνέχισαν με προορισμό την La Thuile. Τα έβαλα κάτω και υπολόγισα ότι στην La Thuile εγώ θα έφτανα 2 με 3 τα ξημερώματα. Δεν άξιζε τον κόπο ούτε το ρίσκο. Ήθελα να ανέβω το Col de l’iseran με το φως της ημέρας. Τι θα έκανα όμως 12 ώρες σε αυτή την περιοχή; Και για καλή μου τύχη, μετά από λίγο εμφανίστηκαν οι Παύλος και Μάνος οι οποίοι ήταν λίγο πίσω από εμένα. Τα παιδιά είχαν την ίδια σκέψη, να ανέβουμε στα 2770 μέτρα με το φως της ημέρας, οπότε έπρεπε να δούμε τι θα κάνουμε με τον ύπνο. Μέσω booking.com βρήκαμε ένα σπίτι 3 χιλιόμετρα μακριά, δεν βρήκαμε κανέναν εκεί, πήραμε τηλέφωνο, κατέβηκε μια Γαλλίδα, μας βόλεψε σε ένα σπίτι με 3 κρεβάτια, κουζίνα και μπάνιο. Τι ωραίο να ξαπλώνεις σε στρώμα…
Στις 6 το πρωί εγερτήριο και αναχώρηση στις 7. Πρέπει να περάσουμε από το ψηλότερο ασφαλτοστρωμένο πέρασμα της Ευρώπης στα 2770 μέτρα υψόμετρο. Ξεκινήσαμε βέβαια από το 1400 μέτρα και όχι από το επίπεδο της θάλασσας αλλά και πάλι. Στις 10 το πρωί ήμουν πάνω. Είχα δυνάμεις, δεν ήμουν κουρασμένος όπως την προηγούμενη μέρα, η ξεκούραση στο Lanslebourg έκανε δουλειά. Ο Μάνος έχει φύγει μπροστά, ο Παύλος είναι πίσω και εγώ ενδιάμεσα. Μετά το πέρασμα ξεκινά μια ατελείωτη κατηφόρα. Κατεβαίνω τάπα και στο δρόμο συναντώ να ανεβαίνουν άπειρα ποδήλατα, μηχανές και οχήματα. Η περιοχή σφύζει από ζωή και ας είμαστε στα 2000 μέτρα υψόμετρο και ας είναι καλοκαίρι. Πέφτω στα 1100 μέτρα υψόμετρο σε μικρό χρονικό διάστημα. Στρίβω δεξιά για La Thuile όπου για να φτάσω έχει πάλι ανάβαση! Δύσκολη η σημερινή μέρα και σκέφτομαι ότι έκανα πολύ καλά που έμεινα στο Lanslebourg τόσες ώρες και έφυγα την επομένη το πρωί. Όλα αυτά τα μέρη θα τα έκανα μέσα στην νύχτα και δεν ήταν κάτι που ήθελα. Μετά έμαθα ότι ο Αποστόλης τα πέρασε μόνος του στις 3 το πρωί. Μπράβο Αποστόλη, είσαι πολύ τολμηρός. Όταν έφτασα στο checkpoint, βρήκα έναν Φινλανδό με τον οποίο είχαμε πιει καφέ στο Bormio το Σάββατο πριν την εκκίνηση. Χαιρετηθήκαμε και εκείνη την ώρα έφευγε και ο Μάνος για Biella. Σφραγίζω, τρώω τι άλλο, πάστα με ντομάτα και μετά από λίγο έρχεται και ο Παύλος. Στην Ελλάδα γίνεται χαμός με φωτιές μου λέει, ίσως να καίγεται και κόσμος, ακόμα δεν έχω συγκεκριμένες πληροφορίες. Δεν δίνω πολύ σημασία, μου είναι αδύνατον να φανταστώ το μέγεθος της καταστροφής που έχει συντελεστεί. Άλλη μια φωτιά μέσα στο καλοκαίρι όπως κάθε χρόνο, σκέφτομαι. Φεύγουμε μαζί με Παύλο με σκοπό να φτάσουμε στην Biella που μας περιμένουν τα πράγματα μας, κατά το βραδάκι. Πρέπει να διανύσουμε 150 χιλιόμετρα αλλά ευτυχώς αυτή τη φορά τα περισσότερα είναι φλατ. Με τον Παύλο δεν μείναμε πολύ χρόνο μαζί, έφυγα μπροστά και μετά από 2 ώρες βρέθηκα σε έναν φανταστικό ποδηλατόδρομο δίπλα από τον ποταμό. Φανταστική διαδρομή. Πέρασα την Aosta και άρχισα να κινούμαι ανατολικά. Είμαι μόνος σε αυτό το κομμάτι της διαδρομής αλλά ανά τακτά χρονικά διαστήματα συναντώ και άλλους ποδηλάτες. Το βραδάκι κατά τις 7 σταματάω με έναν Γιαπωνέζο και έναν Φιλιππινέζο στην πόλη Donnas για φαγητό. Μπαίνω σε ένα μαγαζί και έχει χοιρινό γύρο… Επιτέλους θα φάω κάτι διαφορετικό από μακαρόνια. Είναι δύο κορίτσια μέσα, συνεννοούμαστε μια χαρά τρώω ένα γύρο σε αραβική πίττα, τα λέμε και λίγο , που πας, από πού ήρθες , καλό ταξίδι και συνεχίζω μόνος για την Biella. Καμιά 20άρια χιλιόμετρα πιο κάτω συναντώ έναν πιτσιρικά Ιταλό και μπροστά του τον Αποστόλη. Τι κάνεις ρε θηρίο όλα καλά; Έχω πρόβλημα με ένα σπυρί μου λέει, με ταλαιπωρεί πολύ, πονάω και δεν μπορώ να κάνω εύκολα πετάλι… Επειδή είχα και εγώ κάτι αντίστοιχο, αλλά όπως αποδείχθηκε όχι τόσο σοβαρό, τον συναισθάνθηκα αμέσως. Κάναμε μερικά χιλιόμετρα μαζί και μετά ξεκίνησαν οι τελευταίες ανηφόρες με προορισμό την Biella. Είμαι εντός προγράμματος, λογικά κατά τις 11 το βράδυ θα φτάσω. Τα τελευταία 30-40 χιλιόμετρα μέχρι την Biella είχαν μέχρι και χωματόδρομο.
Έφτασα στην Biella το βράδυ της Τρίτης και μετά από λίγο ήρθαν οι Αποστόλης και Παύλος. Ο Μάνος ήταν ήδη εκεί, οι υπόλοιποι είχαν προχωρήσει για την επόμενη πόλη. Ανασύνταξη κλασικά, φαγητό, ντουζ και μπιρίτσα. Κοιμήθηκα στα πλακάκια πάλι, αλλά αυτή τη φορά πολύ καλύτερα. Είχα διανύσει ήδη 770 χιλιόμετρα και παρόλα αυτά αισθανόμουν αρκετά δυνατός. Το επόμενο πρωί στις 6 έφυγα μόνος από Biella με σκοπό να φτάσω το βράδυ στην Pieve di Coriano. Είναι μια διαδρομή μήκους 320 χιλιομέτρων. Ξέρω ότι είναι φλατ, ανηφόρες δεν έχει καθόλου. Αυτό που δεν ήξερα είναι ότι είχε αρκετά χιλιόμετρα ποδηλατόδρομων, το οποίο είναι αφενός καλό για προφανείς λόγους αφετέρου το οδόστρωμα είναι αρκετά κουραστικό στα πολλά χιλιόμετρα λόγω πολλών ανωμαλιών. Στην Biella είχα αλλάξει ρούχα, είχα βάλει καινούργιο κολάν και τζέρσει. Η διαδρομή αυτή περνάει από Παβία, Κρεμόνα και Πιαντένα. Μετά συνεχίζεις σε ήσυχους δρόμους κοντά στο ποτάμι με προορισμό την Pieve di Coriano. Είμαι μόνος, με έχει πιάσει η νύχτα και δεν ξέρω τι θα συναντήσω στο τελευταίο checkpoint στην Coriano. Θέλω οπωσδήποτε να κοιμηθώ και στα κοντρόλ αυτό δεν είναι εξασφαλισμένο. 20 χιλιόμετρα πριν τον προορισμό μου περνάω από ένα μικρό μέρος με το όνομα San Benedetto Po. Έχει φαρμακείο και είναι ανοιχτό. Μπαίνω μέσα, και μια κοπέλα καταφέρνει με τα πολλά να καταλάβει ότι θέλω μία κρέμα για να απαλύνω τον πόνο από το τρίψιμο με την σέλα. Μου δίνει μία Fissan και την ρωτώ αν υπάρχει ξενοδοχείο στην περιοχή. Μου δίνει οδηγίες. Πάω εξερευνώντας και βρίσκω λίγο παρακάτω έναν πιτσιρικά με ποδήλατο και μια κοπέλα. Μου δείχνουν ένα B&Β, χτυπάω κουδούνι δεν απαντάει κανείς. Περιμένω απέξω 5 λεπτά. Έρχονται δύο τύποι που μένουν εκεί, πιάνουμε την κλασική συζήτηση από πού ήρθες, τι κάνεις, που θα καταλήξεις. Εν τω μεταξύ ούτε φωνή ούτε ακρόαση από το Bed & Breakfast. Αρχίζω να το παίρνω απόφαση ότι θα πρέπει να κάνω 20 χιλιόμετρα μέσα στην νύχτα και να κοιμηθώ στο Checkpoint της Pieve di Coriano. Και ω του θαύματος εμφανίζεται ο πιτσιρικάς που είχα συναντήσει 10 λεπτά πριν. Πάμε μαζί, μου λέει, θα σου βρω εγώ ένα άλλο μέρος να κοιμηθείς. Καβαλάμε τα ποδήλατα και μετά από 1 χιλιόμετρο σταματάμε σε ένα άλλο B&B. Αυτό εγώ το ονομάζω τύχη. Βρήκα δωμάτιο, άφησα κάτω το ποδήλατο, με πήγαν πάνω, τους είπα ότι πέντε το πρωί θα πρέπει να φύγω, μου ετοίμασαν πρωινό, έφαγα πολύ καλά, μου ευχήθηκαν καλή τύχη (εννοείται ότι είχαν ενημερωθεί για το τι πήγαινα να κάνω) και ξεκίνησα στις 5 το πρωί με σκοπό να κάνω ακόμα 300 χιλιόμετρα.
Έχουμε μπει πια στην αντίστροφη μέτρηση, τα χιλιόμετρα που έχω διανύσει είναι περισσότερα από αυτά που απομένουν. Η ψυχολογία μου είναι στα ύψη, έχω επικοινωνία με φίλους, γνωστούς και Βίκυ και ξέρω ότι μόνο μια ατυχία θα μου στερήσει τον τερματισμό. Έχω ακολουθήσει το πρόγραμμα που είχα καταρτήσει πριν ξεκινήσω. Το σχέδιο ήταν να τερματίσω Παρασκευή απόγευμα. Τα πρώτα 100 χιλιόμετρα είναι ευθείες σε ποδηλατόδομους. Είναι ένα κομμάτι του brevet που το κάνω μόνος, χωρίς να συναντήσω κάποιον γνωστό. Η φύση υπέροχη, η διαδρομή είναι εξαιρετική όπως εξαιρετική είναι και η πόλη Μάντοβα στην οποία φτάνω στις 8 το πρωί. Τα καλύτερα έρχονται μετά και το ξέρω. Λίμνη Γκάρντα. Είχαμε δει και είχαμε ακούσει τα καλύτερα για αυτή την διαδρομή και δεν μας απογοήτευσε. Περάσαμε από δεκάδες σήραγγες, ποδηλατήσαμε σε ποδηλατόδρομους δίπλα ακριβώς στη λίμνη με μόνο αρνητικό παράγοντα την ζέστη. Το checkpoint ήταν στο Tremosine και μόνο τυχαίο δεν ήταν αυτό από τους διοργανωτές. Ανεβήκαμε αρκετά ψηλά. Η θέα ήταν μαγική, βλέπαμε από κάτω την λίμνη και μπροστά την υπέροχη φύση την οποία μπορούσα να απολαύσω καθώς δεν ήμουν παρά πολύ κουρασμένος. Εννοείται ότι είχε πολύ κόσμο παντού. Αφήσαμε πίσω το Tremosine στο οποίο θα έμενα άνετα δύο μέρες για να το απολαύσω αν δεν ήμουν με το ποδήλατο και ξεκινήσαμε την κίνηση μας προς τα βόρεια και πιο συγκεκριμένα την Spormaggiore. Η διαδρομή είναι μήκους 81 χιλιομέτρων. Είμαι και πάλι μόνος. Δεν με χαλάει αυτό καθώς απολαμβάνω τα πάντα γύρω μου και επιπροσθέτως σταματάω όπου θέλω για φωτογραφίες και ξεκούραση. Πρέπει βέβαια να πάω Spormaggiore μέχρι της 12 ώστε να κοιμηθώ κιόλας, δεν γίνεται να το τραβήξω πολύ στο δρόμο. Για να φτάσω εκεί έπρεπε να ανέβω ένα βουνό 1000 μέτρων. Είχα δυο μέρες να κάνω ανάβαση, όλο παραποτάμια πηγαίναμε στα προηγούμενα 600 χιλιόμετρα. Στην ανάβαση για Spormaggiore συνάντησα έναν ψηλό Ιταλό που ταξίδευε και εκείνος μόνος του. Γνωριστήκαμε, τα είπαμε αρκετή ώρα στα Αγγλικά και κουμπώσαμε για τα επόμενα χιλιόμετρα. Περάσαμε από ένα εκπληκτικό μέρος με το όνομα Molveno, αλλά είχε σκοτεινιάσει και δεν μπόρεσα να δω όσα θα ήθελα. Ο Antrea Fontana, έτσι λέγεται ο Ιταλός, μου έκανε και μια μικρή ξενάγηση και συνεχίσαμε για τον προορισμό μας. Πριν φτάσουμε, μας περίμενε ακόμα μία μικρή έκπληξη. Περνώντας από την πόλη Adalo πέραμε σε γιορτή. Στο κέντρο της πόλης γινόταν πραγματικός χαμός από κόσμο, μουσικές , φαγητά, παιδιά να παίζουν τελικά περάσαμε ανάμεσα από τον κόσμο με τα ζόρια και μετά… σκοτάδι ξανά. Φτάσαμε Spormaggiore το βράδυ της Πέμπτης. Είχα άλλα 150 χιλιόμετρα για τον τερματισμό. Έπρεπε να κοιμηθώ. Ζήτησα από τους Ιταλούς στο checkpoint αν ήξεραν κανένα ξενοδοχείο, αργήσαμε να βρούμε, τελικά μου πρότεινε ο Fontana να μείνουμε μαζί σε ένα Bed & Breakfast. Δέχτηκα, θα πληρώναμε μόνο 30 ευρώ έκαστος, και θα ξεκινούσαμε την άλλη μέρα ξεκούραστοι για τα τελευταία χιλιόμετρα.
Την Παρασκευή το πρωί φύγαμε στις 6. Μετά από μερικά χιλιόμετρα ο Antrea αντιμετώπισε πρόβλημα με το πίσω λάστιχο και μου είπε να φύγω γιατί εκείνος θα σταματούσε για σέρβις στην επόμενη πόλη. Έφτασα στο Silandro δύο το μεσημέρι της Παρασκευής. Στο μαγαζί έπαιζε το «We're Not Gonna Take It» των Twisted Sister. Χαμογελώ καθώς μου έφερε στην μνήμη ευχάριστες στιγμές από το παρελθόν. Με παίρνει τηλέφωνο ο Ευάγγελος, που είσαι ρε, πρέπει να τερματίσεις εντός ορίου χρόνου, μην ανησυχείς του λέω, σε 4 ώρες θα είμαι πάνω στο πέρασμα, δύσκολα μου λέει είσαι μακριά, είχε καταλάβει ότι ήμουν 100 χλμ μακριά και όχι 35 πριν τον τερματισμό. Ξεκινώ για το τελευταίο κομμάτι και τι κομμάτι…Passo Dello Stelvio! Ξεκινώ από Silandro και για καλή μου τύχη ίδια ώρα φεύγει και ένας Γιαπωνέζος. Τα πόδια μου έχουν λυθεί, δεν πονάω πουθενά, ανεβαίνω λες και δεν έχω ήδη κάνει 1500 χιλιόμετρα, το ποδήλατο είναι φορτωμένο, ο Γιαπωνέζος έχει ρυθμό δυνατό, τον ακολουθώ όσο μπορώ με πηγαίνει μέχρι τα 1600 μέτρα υψόμετρο. Δεν αντέχω άλλο να τον ακολουθήσω, εκείνος φεύγει, εγώ κολλάω θα πάω πιο χαλαρά 1000 μέτρα είναι θα τα ανέβω που θα πάει, αρχίζω να μετράω αντίστροφα τις φουρκέτες 48,47,46,45 μέχρι να φτάσω στο 1. Δεν καταφέρνω να πάω καρφί πάνω, κουράστηκα λίγο, σταματάω σε μια πηγή πίνω νερό , τρώω κάτι και συνεχίζω. Σηκώνω το κεφάλι ψηλά, τα κτήρια στην κορυφή πλέον φαίνονται, κοιτώ κάτω και βλέπω τις φουρκέτες που είχα ήδη ανέβει. Είμαι πια κοντά στο τέλος. Ανεβαίνω στο Ghost για τα τελευταία 3 χιλιόμετρα. Η θερμοκρασία αρχίζει να πέφτει έχω περάσει πια τα δυο χιλιόμετρα ύψος. Στις 6 το απόγευμα είμαι πάνω. Ψάχνω το checkpoint, το βρίσκω εύκολα, μπαίνω μέσα και δίνω το βιβλίο. «Τελείωσες» μου λέει ο κοντρoλιέρης, αυτός είναι ο χρόνος σου μετά μπορείς να κατέβεις με την ησυχία σου στο Bormio να πάρεις το δίπλωμα σου. Ένιωσα συγκίνηση που κατάφερα να κάνω κάτι τόσο επίπονο. Δεν ήταν βέβαια τελικά τόσο δύσκολο όσο νόμιζα πριν ξεκινήσω. Δεν κατεβαίνω από εκεί. Έχω χρόνο να πάω στο Bormio. Τρώω ένα βρώμικο σε μια καντίνα, πίνω ζεστό τσάι. Αλλάζω ρούχα γιατί είχα ιδρώσει καθώς μπροστά μου είχα μεγάλη κατάβαση. Στις 7 και κάτι ξεκινώ για το Bormio. Κατεβαίνω για την πόλη. Κρυώνω. Σιγοτραγουδάω το «We're Not Gonna Take It» σε όλη την κατάβαση. Τα μάτια μου βουρκώνουν. Σκέφτομαι την μάνα μου η οποία θα με έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο και θα μου έλεγε να σταματήσω και να γυρίσω πίσω. Μου βγαίνει η ένταση των ημερών. Πέρασα πολλά το τελευταίο δίμηνο. Κι όμως είμαι ακόμα εδώ…