Μεσημέρι καλοκαιριού στο Κάστρο. Ιούλιος. Ο ήλιος πυρώνει τους ασβεστωμένους τοίχους, τα ξεραμένα χόρτα, το σαμιαμίδι που τρυπώνει στην ξερολιθιά. Ο ήλιος δεν αστειεύεται στις Κυκλάδες.
Την είχε δει και κάποιο περασμένο καλοκαίρι, πριν αρρωστήσει. Με την πρώτη ματιά της είχε φανεί παράξενη, ασυνήθιστη. Πολύ κοντούλα και αδύνατη, από τις πιο λιανές ανθρώπινες φιγούρες που είχε συναντήσει. Ο συνδυασμός ηλικιωμένης νησιώτισσας και μοντέρνων, αλλά ρυπαρών και κακοφορεμένων ρούχων την έκανε σουρρεαλιστική.
Πουθενά σκιά δεν έβρισκε η Ευδοκία, περιμένοντας το λεωφορείο. Σήμερα δοκίμασε να έρθει στο Κάστρο για έναν καφέ, σε προσεκτικά διαλεγμένο σκιερό καφενείο. Πέρασε η ώρα, με το διάβασμα και το γράψιμο, και το ρολόι έδειξε μία. Έπρεπε να γυρίσει. Βυθισμένη προς τα μέσα σε "λογισμούς αμφιβόλους", μόλις που προσέχει τι γίνεται γύρω της. Η γριά εμφανίζεται στα σκαλάκια, προσπαθώντας να βολέψει στα χέρια της δυο εξάδες μπουκάλια μπύρες. Χωρίς καθόλου πρόλογο, πλησιάζει την Ευδοκία ."Θα δώσεις ένα χέρι, να τις πάμε απάνω;' Σηκώνει εκείνη τη μια εξάδα, όλο χαρά, σαν να της χάρισαν ξαφνικά τον κόσμο. Ακολουθεί τη γριά, ανεβαίνοντας καμιά δεκαριά σκαλάκια, ώσπου φτάνουν σ' ένα παράξενο υπαίθριο μπαράκι, το μπαράκι του "Τσε". Καρέκλες και πολλά τραπεζάκια είναι περιττά, για την βραδινή πελατεία του μαγαζιού. Μια διπλωμένη κουρελού και μαξιλάρες στις πεντζούλες είναι αρκετή επίπλωση. Αρκεί να παίζει εκείνη η μαγευτική μουσική της Κούβας, που κάνει τις κοπέλες να κλείνουν τα μάτια και να λικνίζονται στον ρυθμό. Η Ευδοκία ήξερε για το μαγαζί αυτό, αλλά δεν είχε έρθει ποτέ . Στις γωνιές, σωροί τα άδεια μπουκάλια από ρούμι , βότκα και τεκίλα. Δεν έχουν ακούσει ποτέ για την ανακύκλωση, σκέφτεται, αλλά η σβέλτη γριούλα έχει κιόλας χαθεί μέσα σε μια σκοτεινή είσοδο: Την κουζίνα ενός πάλαι ποτέ νησιώτικου σπιτιού, τώρα μπαρ , που στήθηκε πρόχειρα για να καλύψει μιαν ανάγκη του καλοκαιριού. Να προσφέρει ένα ποτό μαζί με ηλιοβασίλεμα στις ξερολιθιές. Τα διψασμένα αγόρια και κορίτσια καταφτάνουν - κοπάδια ολόκληρα-με το λεωφορείο κάθε βράδυ.Στους τοίχους κολλημένες αμέτρητες φωτογραφίες του Τσε Γκεβάρα. Πάνω στον παλιό ασβέστη κακογραμμένα , δυσανάγνωστα ισπανικά.
"Να σου κάμω έναν φραπέ;" ρωτάει σε τραγουδιστά σιφνέικα, που χα'ι'δεύουν ανέλπιστα τη μαύρη διάθεσή της. Από τη μέρα που ήρθε, απέφευγε συστηματικά χαιρετούρες και κουβέντες με τη γειτονιά. Φοβόταν τις ερωτήσεις. Την ήξεραν οι περισσότεροι στο χωριό της, πήγαινε τα καλοκαίρια από κοριτσάκι. Άλυτους κόμπους είχε φέρει στη βαλίτσα της, μάλλον έτσι θα τους γύριζε πίσω.
"Πώς σε λένε;"
"Ευδοκία. Να με θυμάσαι στην προσευχή σου".
"Να ξανάρχεις μια μέρα, να σου κάμω καφέ!"
"Θα ξανάρθω",υποσχέθηκε εκείνη, τρέχοντας να κατέβει τα σκαλιά. Την είχαν πάρει τα δάκρυα, αλλά η καρδιά της ήταν ελαφριά και γελαστή. Από παιδί έδινε πίστη στους κάθε λογής "από μηχανής θεούς".
Και πάλιν μαγεύομαι με το κείμενό σου. Μου ζεσταίνει την καρδιά!
Να ζήσεις