Στον Μάλλινο Παράδεισο

Κοντά στην Βόρεια Θάλασσα, πίσω από το πρόχωμα, βρίσκεται ένα σπιτάκι, τ´όποιο ανοίγει κατά τις δώδεκα το μεσημέρι. Έχει στέγη καλαμωτή, όπως έχουν όλα τα σπίτια παραδοσιακά. Είχαμε έρθει νωρίς, με ρώτησε τι θα ήθελα η κύρα Δωροθέα, της είπα ότι είχα παραγγείλει ένα "Soul Chafer", «καλοριφέρ ψυχής», άν είναι σωστή η μετάφραση;
«Α ναί, βρίσκεται ακόμη στη ραπτομηχανή. Κάνετε μια βόλτα, το μαγαζί ανοίγει στις 12. Τα λέμε.»

Εντάξει, πάμε. Το αμάξι αφήσαμε στο πάρκιγκ κι ανεβαίναμε το πρόχωμα με πολλούς άλλους, είχε λιακάδα και φύσαγε ελάχιστα, νιώσαμε την αρμύρα στα πρόσωπά μας και απολαύσαμε τη βόλτα.
Βελάζανε τα πρόβατα στ´ αρμυρά λιβάδια, στην επιστροφή τρώγανε χόρτα.
«Ηρεμήσου, πρώτα πιουμε έναν καφέ, μετά πάμε να λάβουμε το καλοριφέρ σου», είπε ο Αντρέας.
Δεν ήθελα καφέ, ήθελα να μπω στο μαγαζί κατευθείαν. «Πιές τον καφέ σου κι έλα μετά», του αντίκρησα. Σχεδόν έτρεξα για να φτάσω, και τι κατάπληξη:

Εκεί μέσα, υπάρχουνε τα πάντα όσα να φανταστείτε από μάλλινο: πουλόβερ, γάντια, κάλτσες, ότιδήποτε. «Να κρατήσω τα παπούτσια μου;» ρώτησα πρίν μπω. «Καθαρίστε τις σώλες και εμπρός.»
Έμεινα με το στόμα μου ανοιχτό· μάλλινα παντού, πολυχρώματα, ως την τελευταία γωνιά!

«Να το, το έκανα μακρύ για σας, προσπαθείτε το.» Το έλαβα με σεβασμό και το έβαλα, πηδώντας από χαρά: «Πώπω, ωραίο αισθάνεται...»
Μου είπε ότι ήτανε πλεκτό, στ´όποιο έβαλε τις μάλλινες φλούκες. Καλά που δεν πέθανε πρόβατο για το καλοριφέρ μου ψυχής! Ρώτησα την κύρα Δωροθέα πόσα πρόβατα υπήρχανε. «Κάποιες εκατοντάδες. Τα καημένα πρόβατα για ολόκληρες ημέρες στέκονται σε νερά, τα λυπάμαι.»

Πρίν βγούμε για τσιγάρο, ήρθε ο Αντρέας για να ρωτήσει άν ήμουν έτοιμα να φύγουμε. «Μόλις θέλαμε να καπνίσουμε, μετά θα βγάλεις μια φωτό, εντάξει;»
Έβγαλε τη φωτό που ανήκει και πήδηξα με το καινούριο μου Δῶρον για να γυρίσουμε.

Σας εύχομαι κάθε καλό <3

ΣυνημμένοΜέγεθος
Image icon dorsm.jpg496.43 KB
Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
contact