Το ιστολόγιο του/της alepouda

Ποδήλατα στην Αθήνα, υπάρχουν, τα είδα κι εγώ!

Ενα κείμενο που συνοψίζει τα ποδηλατικά μας αιτήματα, σε αντιλογο με τα κλασικά επιχειρηματα οσων δεν θελουν να αλλαξει κατι προς το καλύτερο

http://alepouda.blogspot.com/2010/09/blog-post.html

πηγαν να μου φανε το ποδηλατάκι αλλα δεν τα κατάφεραν

http://alepouda.blogspot.com/2010/06/blog-post_09.html

Πριν καποιες μερες ειχα δεσει το ποδήλατο μου σε ενα στενακι στο Γκάζι, κοντα στη Γεφυρα Πουλοπουλου (Βιτωνος νομιζω λέγεται το δρομάκι). Το είχα δέσει με το πέταλο σε ενα καγκελάκι σε σχήμα Π.

Καμια ωρα μετά βγαινω απο την ταβέρνα και καθως πλησιαζω το βλέπω γερμένο σε λιγο διαφορετικη θεση απο ο,τι το αφησα. Την μυριζομαι τη φαση. Πλησιαζω και βλεπω το πεταλο να ειναι απο την αλλη πλευρα απο εκεινη που το ειχα κλειδώσει. Ολα στη θεση τους, απο τον καθρέφτη μεχρι τις ρόδες και τον λασπωτήρα πίσω. Πιάνω το πέταλο και προσέχω κατι γρατσουνιές στο πλαστικό. Κοιτάω καλύτερα και βλέπω στο μέταλο κοντά στο κλείδωμα σημάδια απο κόφτη. Καμια δεκαριά προσπάθειες που ισα-ισα γρατζούνισαν επιφανειακά το σίδερο. Ηταν σαν να προσπαθούσαν να το κόψουν με πετσακοκόφτη. Το παρατήσανε και φύγανε. Θελει τροχό για κανενα 8λεπτο αυτο το πέταλο και δεν νομίζω οτι κανεις θα μπει σε τέτοιο κόπο, ειδικά για ενα σιδερένιο mountain δεκαετίας.

Δικαιώθηκε η έρευνα αγοράς για το πέταλο, σκέφτηκα, φόρεσα το κράνος και έφυγα χαμογελώντας.

Categories: 

Ανοιξιάτικο αφιέρωμα: Ποδήλατα στην πόλη να σφίξουνε κι οι κώλοι

Ανοιξιάτικο αφιέρωμα για το ποδήλατο στο αλεπουδομπλογκ
http://alepouda.blogspot.com/2010/03/blog-post_31.html

Αστείο πλάσμα ο άνθρωπος

Ακολουθώντας τα χνάρια του fantasmamore
ειπα να ανεβάσω κι εγω εδώ στους ποδηλάτες κάτι πιο λογοτεχνικό

Αστείο πλάσμα ο άνθρωπος

Ο κόσμος περνάει και τυλίγεται στα παλτά του. Κοιτάζει ανήσυχα με την άκρη των ματιών του προς το σκοτάδι εδώ που στέκομαι και κάτι μουρμουρίζει για την υγρασία. Τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια δεν σταματούν ποτέ, ούτε οι άνθρωποι. Σαν να μην θέλει κανένας να βρίσκεται εκει που βρίσκεται και όλοι τρέχουν γιατί θέλουν να πάνε αλλού. Όταν κάτι τους διακόψει απο αυτή την αέναη προσπάθεια, κορνάρουν, βρίζουν.
Το εδώ κανείς δεν το θέλει. Δεν ήταν πάντα έτσι.
Θυμάμαι παλιά τους ανθρώπους να ερχονται από μακριά για να ξαπλώσουν στο γρασίδι, να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλον και να φιληθούν. Ύστερα ήρθαν εργάτες και φέρανε με τα άλογα και τις άμαξες τους υλικά. Έκοψαν και πολλά δέντρα τριγύρω. Εγώ τότε ήμουν μικρό, γι΄ αυτο τη γλίτωσα. Ο Γερμανός αρχιτέκτονας φώναζε και έτρεχε πάνω-κάτω κρατώντας μεγάλα ρολά απο χαρτί. Ανοιξαν ενα μεγάλο ξέφωτο και έκτισαν αυτο το σπίτι που βλέπετε - που σπανίως προσέχετε – και που καποτε ήταν ζωντανό, όσο ζωντανό μπορεί να είναι ένα σπίτι.
Τα βράδια αναβανε τις λάμπες λαδιού και απο το σκοτάδι ξεπρόβαλλαν σαν φωτεινά τετράγωνα τα παράθυρα του. Το βράδυ, τότε μάλιστα, τότε ήταν όμορφο. Την ημέρα, κάθε φορά που το έβλεπα ξαφνιαζόμουν. Έπειτα με τα χρόνια το συνήθισα. Εξάλλου άρχισαν να γίνονται πιο παράξενα πράγματα τριγύρω μου. Μια μέρα φέρανε και φύτεψαν φοίνικες γύρω απο το σπίτι. Περίεργα δέντρα, εξωτικά. Δεν τα είχα ξαναδεί ποτέ μου. Τα είχαν φέρει απο μακριά. Δεν μιλάγανε καθόλου. Πολύ ακατάδεχτα. Μίλησαν μόνο μια φορά, αλλά αυτό έγινε πολύ αργότερα.