Ο γιατρός ανατρίχιασε όταν άκουσε το ανακοινωθέν στο ραδιόφωνο…..
« …αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους.»
Πόλεμος….!! Πάλι!
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από το ΄22 όταν εικοσάχρονο παιδί ακόμα έφυγε από την Σμύρνη κυριολεκτικά μόνο με τα ρούχα πού φορούσε …
Ήταν απ΄ τους τυχερούς….
Όλα αυτά τα χρόνια κατάφερε να σπουδάσει, δουλεύοντας σε δουλειά γραφείου αφού ήταν μορφωμένος, πήρε το πτυχίο του στην Αθήνα, πήρε και υποτροφία και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε συναδέλφους Έλληνες πρόσφυγες, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την μικρή αδελφή του συγχωριανού του και φίλου του…
Σήμερα, τον Οκτώβριο του ’40, μπορούσε πιά να θεωρηθεί νοικοκύρης…
Είχε το γιατρείο του, πού αλλού, στην Νέα Ιωνία, είχε την πελατεία του, το πρωί άνθρωποι του μεροκάματου πού άφηναν ότι έιχαν…αν έιχαν. Αλλά και όλοι οι πρόσφυγες πού έφτιαξαν τον πυρήνα της εμπορικής και βιομηχανικής ζωής της Ελλάδας, πελάτες και μακρινοί συγγενείς ήταν…και έβγαινε το μεροκάματο…
Είχε το αμαξάκι του για να πηγαίνει στις επισκέψεις…
Εϊχε το σπιτάκι του στην Κυψέλη, ένα κοριτσάκι πού μόλις έκλεισε τα τέσσερα και την γυναίκα του έγκυο στο δεύτερο…
Είχε όλα τα αγαθά του θεού…
Και τότε…πόλεμος…
Ειχε ζήσει τον πόλεμο…οι εικόνες και η φρίκη του ζωντάνεψαν ξαφνικά…
Είχε ήδη πατήσει τα 40…δεν ήταν και μικρός θα μπορούσε να μην πάει…ένας πόλεμος φτάνει στην ζωή του κάθε ανθρώπου…έχει και οικογένεια τώρα να προσέχει…δύσκολες μέρες…
¨Ελα όμως πού είχε δώσει τον όρκο…Τον τιμούσε ο γιατρός τον όρκο του…τον είχε και κρεμασμένο σε κάδρο στο γιατρείο να τον βλέπει κάθε μέρα… «Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΙΠΠΟΚΡΑΤΗ « ,τυπωμένος σε ένα χαρτόνι πού έμοιαζε με περγαμηνή, μέσα σε μια ξύλινη φθηνή κορνίζα με τζάμι μπροστά.
Ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι κάνει επάγγελμα…Υπηρέτης ένοιωθε των άλλων και λειτουργός της επιστήμης του…
Δεν υπήρχε καν δίλημμα… οι υπηρεσίες του ήταν απαραίτητες στους συμπατριώτες πού έφευγαν μαζικά με τα τραίνα για το μέτωπο… και όχι μόνο σε αυτούς…
Κατατάχτηκε, …επίατρο τον έκαναν του δώσανε και μια στολή αξιωματικού… και του ανέθεσαν το Νοσοκομείο της Άρτας…
Από εκεί χρειάστηκε όχι λίγες φορές να πάει με τα νοσοκομειακά στην πρώτη γραμμή, να φροντίσει και να μεταφέρει τραυματίες στο νοσοκομείο. Αλλά και όταν ήταν στο νοσοκομείο χρειάστηκαν ατέλειωτες ώρες και ατέλειωτα ξενύχτια για να οργανώσει και να διδάξει και να εμπνεύσει τους εθελοντές και τις εθελόντριες νοσοκόμες.
Ατέλειωτα παλληκάρια πού ξεψυχάγανε και άλλα πού τα σώνανε, …ατέλειωτα πόδια πού κόβονταν αλλά και άλλα πού με ξενύχτια μαζί με νοσοκόμες κατάφερναν να σώσουν…
Για ¨Έλληνες και για Ιταλούς το ίδιο … ο Ιπποκράτης δεν τους αντιμετωπίζει διαφορετικά…
Δυό τρία γράμματα στο σπίτι, τόσα μόνο κατάφερε να στείλει μέσα στο απάνθρωπο πρόγραμμα της κάθε μέρας στην γυναίκα του… «να προσέχεις το παιδί και τον εαυτό σου…Εγώ είμαι καλά…θα τα πούμε σύντομα..»
Πέρασαν οι μήνες…γιόρτασαν τις ανέλπιστες, ανεξήγητες νίκες της Ελληνικής προέλασης στην Β. Ήπειρο, στείλανε κάμποσους τραυματίες στα σπίτια τους…
Ο Απρίλης ήρθε μαζί με την Γερμανική επίθεση στα οχυρά… Η αντίσταση γενναία αλλά οι λιγοστοί μαχητές υπερσκελίζονται…. μέσα στον Απρίλη φτάνει η εντολή…
Ο Ελληνικός στρατός συνθηκολόγησε. Παραδώστε την Διοίκησή σας …
Διοίκηση, ποια διοίκηση, νοσοκόμες και γιατροί και τραυματίες …και αποθήκες με λιγοστά φάρμακα και τρόφιμα…
«Δεν παραδίδω τίποτε,… σκέφτεται. Όλα αυτά ανήκουν στους Έλληνες»
Μαζεύει τους γιατρούς και τις νοσοκόμες «…να μείνουν όσοι είναι από εδώ κοντά να προσέχουν τους τραυματίες πού δεν κινούνται… Οι υπόλοιποι φύγετε..πάτε σπίτια σας...βοηθήστε και όσους τραυματίες μπορούν να κινηθούν να πάνε σπίτια τους και αυτοί…»
Ανοίγει τις αποθήκες να πάρει ο κόσμος ότι χρειάζεται… τρόφιμα, φάρμακα, κουβέρτες …έρχονται δύσκολες μέρες…
Ώρα να φεύγει και αυτός.. Η οικογένεια στην Αθήνα τον χρειάζεται...
..Γυρνάει το βλέμμα να δει τα λιγοστά του υπάρχοντα...Ένα μπαουλάκι της υπηρεσίας με λίγα ρούχα δυο τρία βιβλία, μια δυό φωτογραφίες της οικογένειας και κάμποσα πιστόλια πού του παρέδιδαν διάφοροι τραυματίες Ιταλοί που μάζευε στο πεδίο της μάχης. Δεν ήθελε να αφήσει τα πιστόλια στους κατακτητές...πώς να τα κουβαλήσει όμως...
Σε μια γωνιά της αποθήκης υπήρχε ένα παλιό ψιλοσκουριασμένο ποδήλατο. Απ' αυτά με το διπλό σίδερο πού είχαν μετέπειτα οι ταχυδρόμοι... Έλα όμως πού δεν είχε μάθει ποτέ του να οδηγεί ποδήλατο...Στη Μικρά Ασία, όταν ήταν παιδί, ήταν σπάνια και τα χρόνια της προσφυγιάς δεν του έδωσαν την ευκαιρία να μάθει...Αλλά, το ποδήλατο κυλλά και μπορεί να σηκώσει και φορτίο. Δένει λοιπόν το μπαουλάκι με τα υπάρχοντά του και τα πιστόλια των Ιταλών στην σκάρα...και ξεκινά πεζός, κυλώντας το φορτωμένο ποδήλατο στο πλευρό του, για να φτάσει μετά από μιάμιση εβδομάδα πορείας στην οικογένειά του στην Αθήνα…
Και συνεχίζει να τιμά τον όρκο του όλη την δύσκολη περίοδο της κατοχής….
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πολλά χρόνια μετά, παιδί του δημοτικού, όταν άρχισα να μαθαίνω και ‘γω την ιστορία της πατρίδας μου και να διαβάζω τα κατορθώματα του ’40, μου δημιουργήθηκε η απορία και ρώτησα: « …Εσύ παππού τι έκανες το ’40;»
« …εγώ παιδί μου ήμουνα και είμαι γιατρός. Έκανα απλά την δουλειά μου…»
Ο παππούς μου δεν έμαθε ποτέ του ποδήλατο..
Τα πιστολια δέν τα είδα ποτέ, τα μοίρασε, άκουσα, στην κατοχή στους αντιστασιακούς...
Το μπαουλάκι το έχω ακόμα...