Μέρες Μουντιάλ

Είναι κάποιες φορές που αυτές οι ρημάδες οι λέξεις δεν θέλουν να μπουν σε σειρά.

Σαν μαθητούδια στην πρωινή προσευχή, τέλη του Μαγιού, περιμένοντας το καλοκαίρι να ξεπροβάλλει στη στροφή, σαν βαριεστημένοι φαντάροι σε πρωινή αναφορά, σαν μποτιλιαρισμένες αντοχές στον περιφερειακό που θέλουν να πάρουν την πρώτη έξοδο για κάπου αλλού, όχι πάντως για εδώ, σαν χάντρες σε κομπολόι που εύχονται να σπάσει ο σπάγκος και να ξεχυθούν ελεύθερες πάνω στα πλακάκια του καφενείου.

Είναι ίσα ίσα αυτές τις φορές που η ανάγκη να υπάρξει μια σειρά, μια λογική σειρά, μια σειρά που να μπορεί να κωδικοποιήσει πράγματα άφατα, πράγματα άυλα, πράγματα ανατριχιαστικά κι ανεξιχνίαστα μοναδικά, τόσο μοναδικά και τόσο αξεδιάλυτα ταυτόχρονα μεταξύ τους, η ανάγκη λοιπόν αυτή, πηγάζει από το πιο ασυνείδητο κομμάτι του εαυτού σου, αυτού του κόσμου που καλείς εαυτό σου, πηγάζει από την πιο σκοτεινή πλευρά των φεγγαριών που έχουν σημαδέψει τις ανάσες που έχεις σπαταλήσει σε αυτή τη ζωή, για να βιώσεις στο θνητό πετσί σου στιγμές που σαν τις φέρνεις μπροστά σου, σαν τις φαντάζεσαι να ρολάρουν στο φιλμ της ύπαρξής σου, σου θυμίζουν τσιτώνοντας τις τρίχες στο σβέρκο σου, πως κατάφερες και έζησες, λίγο, ελάχιστο ίσως, αλλά κατάφερες και έζησες.

Πως να μιλήσεις για ποδόσφαιρο, πως να μιλήσεις για τη ζωή σου την ίδια, πως να μιλήσεις για χώρους και χρόνους τόσο μακρινούς, τόσο ανέγγιχτους, τόσο δικούς σου…

Δεν έχεις επιλογή. Ξεκινάς να γράφεις κι όπου σε βγάλει. Ψυχή βαθιά…

21 Ιουνίου 1994. Μια θάλασσα κι έναν ωκεανό μακριά, ο Ντιέγκο Μαραντόνα σκοράρει για τελευταία φορά με την φανέλα της Αλμπισελέστε. Τότε φυσικά δεν το ήξερε. Δεν το φανταζότανε. Κανείς δεν το ήξερε. Και κανείς δεν το φανταζότανε. Εκστασιασμένος κατευθύνεται προς την κάμερα στο πλάι του γηπέδου. Και η ένταση στο πρόσωπό του στοιχειώνει για πάντα από τότε ένα παιδί δώδεκα χρονών, σε κάποια κατασκήνωση στην Χαλκιδική…

Το δεύτερο πράγμα που θυμάμαι από την Αργεντινή είναι το δεύτερο γκολ στον αγώνα με την Αγγλία τέσσερα χρόνια αργότερα. Το γκολ του μεγάλου αρχηγού, του Χαβιέ Ζανέτι…

Σε αυτές τις δυο στιγμές, σε αυτές τις δυο πρώτες μας επαφές, έζησα την μυσταγωγία καθώς παρακολουθούσα τον Μαραντόνα στον τελευταίο πανηγυρισμό της ζωής του, και την χαρά της νίκης, της επικράτησης, την έκσταση, τον ενθουσιασμό.

Η τρίτη στιγμή που θυμάμαι από την Αργεντινή είναι η στιγμή του πόνου. Η στιγμή που η μπάλα κατέληγε στα δίχτυα του Ρόα, και η Ολλανδία, με το απίθανο εκείνο γκολ του Ντένις Μπέργκαμ, έπαιρνε το εισητήριο για τον ημιτελικό.

Είναι ανεξήγητη η αγάπη μου για αυτή την ομάδα. Ανεξήγητη όσο οποιοδήποτε πάθος στη ζωή μας.

Λίγο πριν ξεκινήσει το Μουντιάλ της Γερμανίας αγόρασα τη φανέλα αυτής της ομάδας. Τη φανέλα με την οποία θα διεκδικούσαν το παγκόσμιο κύπελλο λίγες ημέρες αργότερα, άνθρωποι που δεν είχαν σχεδόν τίποτα κοινό με μένα. Που με τους περισσότερους είχαμε ζήσει σε άλλες πλευρές του ωκεανού.

Ήταν η δεύτερη φορά που αγόραζα τη φανέλα μιας ομάδας. Την προηγούμενη φορά είχα αγοράσει την ολοκόκκινη φανέλα μιας ομάδας από ένα μακρινό νησί, ένα νησί που δεν έχω πάει ποτέ, ένα νησί που φιλοξενεί πλέον έναν αγαπημένο φίλο. Που φιλοξενεί ένα κομμάτι από μένα.

Εκείνο το Μουντιάλ το έζησα όπως δεν έχω ζήσει κανένα άλλο. Και τις μέρες εκείνου του Μουντιάλ ένιωσα τον πόνο όπως δεν τον είχα ξανανιώσει ποτέ…

Ξημέρωνε η πρώτη μέρα του Ιουλίου. Σάββατο. Το βράδυ η Βραζιλία, η παγκόσμια πρωταθλήτρια Βραζιλία, θα αντιμετώπιζε στα προημιτελικά την Γαλλία. Την Γαλλία του Ζιντάν.

Παρόλο που το ταξίδι εκείνης της Γαλλίας τελείωσε άδοξα, παρόλο που οχτώ χρόνια νωρίτερα ο Ζιζού είχε κερδίσει το κύπελλο για την Γαλλία με δύο δικά του γκολ στον τελικό, πιστεύω ακράδαντα πως η μεγαλύτερη στιγμή στην καριέρα του Ζιντάν ήταν εκείνο το Μουντιάλ στην Γερμανία. Ολόκληρο. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό του.

Παρασύρθηκα.

Ξημέρωνε λοιπόν η πρώτη μέρα του Ιουλίου. Σάββατο. Το βράδυ η Βραζιλία αντιμετωπίζει την Γαλλία.

Εκείνη την ώρα που ξημέρωνε, ένα αυτοκίνητο καρφώνεται σε ένα δέντρο κάπου στη Μεσσηνία.

Το μόνο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ, το μόνο πράγμα που μπορώ να φέρω μπροστά στα μάτια μου είναι ένας καναπές. Ένας καναπές με τρία αγόρια. Το ένα από αυτά φοράει την φανέλα της Αργεντινής. Βλέπουν τηλεόραση. Η Αργεντινή αντιμετωπίζει την Σερβία. Τρώνε ομελέτα και πίνουν μπύρες. Χαμογελάνε. Η Αργεντινή κερδίζει 6-0.

Μετά ένας αποχαιρετισμός. Από αυτούς των φοιτητών. Για το καλοκαίρι. Ή για πάντα.

Αναλόγως τι θα περάσει πρώτο…

Πως να μιλήσεις για τη ζωή σου?

Την μέρα που έκλεινες τα 24, την ίδια μέρα που η Αργεντινή γιόρταζε την ανεξαρτησία της, ο Ζιζού αποχαιρετούσε το ποδόσφαιρο κουτουλώντας τον Ματεράτσι.

Πως να μιλήσεις για ποδόσφαιρο?

Εκείνη η ασημένια Άλφα Ρομέο ζει για πάντα μπροστά σου. Δεν φεύγει στιγμή, ούτε σαν κλείσεις τα μάτια για να κοιμηθείς.

Πως να μιλήσεις για αυτά που είναι δικά σου…?

Πως…

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
contact