Ο Μπόρις

Ο δερμάτινος καναπές έτριξε παραπονιάρικα κάτω από το βάρος του. Έβγαλε το πακέτο από την τσέπη του μπουφάν του και τράβηξε ένα τσιγάρο με τα δόντια του. Με το άλλο χέρι κροτάλισε το Zippo του. Ρούφηξε με μανία τη νικοτίνη και την πίσσα βαθιά στα πνεμόνια του. Η κάφτρα του τσιγάρου έλαμψε σαν φωτοβολίδα μες στο σκοτάδι του δωματίου. Τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω απ’ το τσιγάρο του και τράβηξε κοντά του ένα μεταλικό τασάκι. Ακούστηκε μια στριγκλιά καθώς το μέταλο σύρθηκε πάνω στη γυάλινη πλάτη του τραπεζιού. Τινάζοντας τη στάχτη του παρατήρησε τις σκούρες πιτσιλιές στη ράχη της παλάμης του να λαμπυρίζουν στο φως της νύχτας που έπεφτε σε κάθετες γραμμές ολόγυρα στο δωμάτιο ανάμεσα από ξύλινα στόρια στα παράθυρα.

Έβγαλε καινούριο τσιγάρο από το πακέτο, το έβαλε ανάμεσα στα δόντια του και το άναψε με το πρώτο πριν το σβήσει όρθιο στο τασάκι. Κάπνιζε σιωπηρά, αθόρυβα, με το σώμα του να γέρνει σαν ετοιμόρροπη παράγκα πάνω από το γυάλινο τραπεζάκι στο κέντρο του δωματίου, με τους αγκώνες του πάνω στα γόνατά του. Οι κινήσεις του ήταν μετρημένες, ακριβείς, σχεδόν χειρουργικές. Όση ώρα κάπνιζε το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο γυάλινο τραπεζάκι μπροστά του. Οι φωτεινές γραμμές από τα στόρια φώτιζαν αχνά τα λίγα αντικείμενα πάνω του. Το τασάκι, ένα πακέτο Sante, ένας ασημένιος Zippo, δυο φτηνιάρικα μπεστ σέλερ, ένα ασύρματο τηλέφωνο, τέσσερα τηλεκοντρόλ – τηλεόραση, στέρεο, DVD player, A/C – κι ένα μπολ με μικροπράγματα, τσίχλες, κέρματα, λαστιχάκια για τα μαλλιά, βραχιόλια, μια τράπουλα.

Κάπνισε με τον ίδιο τρόπο ολόκληρο το πακέτο. Ανάβοντας κάθε τσιγάρο με το προηγούμενο. Καθώς έσβηνε το τελευταίο πήρε το άδειο πακέτο και το τσαλάκωσε με το χέρι του. Το κράτησε έτσι για αρκετή ώρα. Τότε ξανάδε τις πιτσιλιές στην ανάστροφη της παλάμης του. Κράτησε για λίγο το χέρι του τεντωμένο, με το τσαλακωμένο πακέτο, κοιτάζοντας τις ξεραμένες πια πιτσιλιές. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το σκοτάδι είχε πάρει να αραιώνει. Σε λίγο θα έφεγγε. Έκανε μερικούς γρήγορους υπολογισμούς με το μυαλό του. Πρέπει να καθότανε εκεί, στην ίδια στάση, αγκυρωμένος στον δερμάτινο καναπέ πάνω από τρεις ώρες. Άφησε το τσαλακωμένο πακέτο στο τραπέζι και έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του μπουφάν του. Σχημάτισε έναν αριθμό και έφερε το ακουστικό στο αυτί του. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να του απαντήσει μια αντρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.

«…ναι…?»

«Έγινε.»

Πάτησε το κόκκινο πλήκτρο στο τηλέφωνο, έφερε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του, έγειρε πίσω, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε.

*

Με τον Μπόρις δεν γελούσε κανένας. Και κανένας δεν τον σεβότανε. Επειδή όλοι τον φοβόντουσαν.

Ο Μπόρις είχε έρθει από τη Ρωσία. Κανένας δεν ήξερε ακριβώς πότε. Θα πρέπει όμως να είχε τουλάχιστον είκοσι χρόνια στην Ελλάδα, αν κρίνει κανείς από την ευχέρεια που είχε αποκτήσει στην ελληνική γλώσσα και το γεγονός πως μπορούσε πλέον να μιμηθεί τουλάχιστον πέντε αυτόχθονες προφορές της ελληνικής επαρχίας. Για τη ζωή του γενικά λίγα ήταν γνωστά κι αυτά περισσότερο σαν αστικός μύθος παρά σαν ιστορική βεβαιότητα.

Λέγανε πως ο Μπόρις ήρθε στην Ελλάδα παιδί ακόμα, δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε ετών, μαζί με τη μητέρα, τις δυο μικρότερες αδερφές και τη γιαγιά του. Έκανε οποιαδήποτε δουλειά έβρισκε για να βγάζει λεφτά. Οικοδομή, χωράφια, λαχαναγορά, θελήματα. Ο δρόμος έγινε το σχολείο του. Είδε κάθε πλευρά της Αθήνας. Την όμορφη και την άσχημη, την λουστραρισμένη και την αφτιασίδωτη.

Γνώρισε όλους τους ανθρώπους της. Έμαθε να συνδιαλέγεται με όλους στη γλώσσα που καταλάβαιναν. Έμαθε τους τρόπους της πιάτσας και των σαλονιών. Μεγαλώνοντας έμπλεξε με τη νύχτα. Ναρκωτικά, πορνεία, προστασία. Με τα κυκλώματα που διακινούσαν απαγορευμένα φάρμακα στα γυμναστήρια. Με τη μαφία. Με συμβόλαια θανάτου.

Υπήρχε κάποια εποχή που ο Μπόρις ήξερε τους πάντες στην Αθήνα. Και όλοι ξέρανε τον Μπόρις. Έβγαλε πολλά λεφτά. Σπούδασε τις αδερφές του, έζησε τη μάνα του και τη γιαγιά του μέχρι που πέθαναν και οι δύο. Έστελνε λεφτά σους συγγενείς του στη Ρωσία. Ποτέ όμως δεν θαμπώθηκε από τη μεγάλη ζωή. Ποτέ δεν κράτησε για τον εαυτό του περισσότερα από όσα χρειαζότανε.

Έμενε σε ένα παλιό διαμέρισμα στα Πατήσια. Είχε ένα μικρό χώρο που γυμναζότανε, μιας και είχε ξεκόψει από τα γυμναστήρια εδώ και χρόνια. Μαγείρευε και έκανε τις δουλειές του σπιτιού μόνος του. Διάβαζε ποίηση, σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές γλώσσες και άκουγε μουσική ανθρώπων που είχανε πεθάνει. Έλεγε ότι μόνο αν κάποιος μουσικός δεν μπορούσε πια να χαλάσει το έργο του άξιζε να ασχοληθείς μαζί του. Λάτρευε τον Τζίμι Χέντριξ. Και τον Μάιλς Ντέιβις. Είχε όλα τα βιβλία του Ντοστογιέφσκυ, «του υμνητή του ανθρώπινου πόνου, και της ικανότητας των ανθρώπων να εξαθλιώνουν τους άλλους και τον εαυτό τους», τα οποία διάβαζε συνεχώς με την ίδια θρησκευτική ευλάβεια και παιδική αφέλεια όπως την πρώτη φορά.

Με τις γυναίκες δεν ασχολιότανε ποτέ. Αν ήθελε να ικανοποιήσει τις ορμές του υπήρχαν διαθέσιμες πολλές επαγγελματίες του είδους οι οποίες πολλές φορές του πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους αμισθί. Άλλωστε πολλές από αυτές δούλευαν για αυτόν στο παρελθόν. Και λέω στο παρελθόν γιατί ο Μπόρις είχε ξεκόψει και από τη νύχτα. Είχε κόψει από τα ναρκωτικά, τους ξυλοδαρμούς. Έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας δημόσιες σχέσεις στα μέρη που έφαγε τα νιάτα του κάνοντας παράνομες συμφωνίες, διακινώντας ανθρώπους, ναρκωτικά, όπλα, στα μέρη που έδερνε ανθρώπους επί πληρωμή.

Ο Μπόρις εξαγόραζε πλέον τη φήμη του. Αν ήθελες να μην έχεις προβλήματα με κανέναν έπρεπε να τα έχεις καλά με τον Μπόρις. Και ο Μπόρις δεν ήταν ούτε αχάριστος, ούτε υπερβολικός στις απαιτήσεις του. Ευχαριστιότανε και με ένα πιάτο ζεστό, μαγειρεμένο φαΐ. Αλλά υπήρχε ένας απαράβατος κανόνας. Ο λόγος του Μπόρις δεν σήκωνε αντίρρηση. Ό,τι έλεγε έπρεπε να γίνει, όπως το έλεγε και όποτε το έλεγε. Ούτε πριν, ούτε μετά, ούτε διαφορετικά. Και ήταν τιμή να σου ζητήσει κάτι ο Μπόρις. Έπρεπε όμως να μπορείς να ανταποκριθείς γιατί αλλιώς, μαύρο φίδι που σε έφαγε.

Στην αρχή είπα πως με τον Μπόρις δεν γελούσε κανείς. Ο Μπόρις είχε ένα φετίχ. Τα αθλητικά παπούτσια. Αγόραζε δεκάδες ζευγάρια κάθε χρόνο. Έβλεπε κάποια που του άρεσαν, τα αγόραζε, τα φορούσε μέχρι να τα βαρεθεί ή να βρει κάποια που να του άρεσαν περισσότερο και τα πετούσε. Μαζεύονταν οι κούτες με τα παπούτσια στο μικρό του διάμερισμα, μέχρι που δεν υπήρχε άλλος χώρος και ερχόταν η εποχή του ξεκαθαρίσματος. Έρχονταν δυο άνθρωποι του Μπόρις με ένα φορτηγάκι, τα φόρτωναν και πήγαιναν στο Μοναστηράκι, στη Βικτώρια, στην Ομόνοια και τα μοίραζαν στους άστεγους και στους μετανάστες.

Μια μέρα έτσι όπως άνοιγαν τα κουτιά κάτι μετανάστες από την Αφρική, ένας έβγαλε γελώντας από ένα κουτί ένα ζευγάρι ροζ Nike. Τα έδειξε στους άλλους και όλοι μαζί έβαλαν τα γέλια. Ο Μπόρις είπαμε ότι ήταν φετιχιστής. Αγόραζε ό,τι κουλό ζευγάρι του γυάλιζε. Αυτά τα ροζ Nike τα είχε αγοράσει από τα γυναικεία. Όσες φορές τον είδανε να τα φοράει κανείς δεν διαννοήθηκε να κάνει την παραμικρή νύξη για αυτά. Εκτός από εκείνον τον μετανάστη από την Αφρική. Που σίγουρα αν ήξερε τον Μπόρις δεν θα γελούσε ποτέ με εκείνα τα παπούτσια.

Ο Μπόρις το έμαθε. Και έκανε ό,τι θα έκανε κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του και την εικόνα που έχει χτίσει όλα αυτά τα χρόνια.

Έβαλε να σκοτώσουν τον άτυχο μετανάστη. Εξαργύρωσε μια χάρη που του χρωστούσαν και έστειλε ένα μήνυμα. Το μήνυμα έλεγε πως μπορεί να μην είναι πια στο πλάνο, αλλά απαιτεί να του συμπεριφέρονται σαν να είναι.

Όταν τον πήρανε τηλέφωνο για να του πούνε πως το θέμα κανονίστηκε ο Μπόρις ήταν στο διαμέρισμά του. Έκλεισε το τηλέφωνο και προσευχήθηκε για την ψυχή του Αφρικανού.

*

Ο επιθεωρητής Απόστολος Καραγιώργος πάρκαρε την μαύρη του BMW 530i απέναντι από τον αριθμό 27 της οδού Πεύκων στην Κάτω Κηφισιά. Πάτησε το ηλεκτρονικό χειρόφρενο, έβαλε τον επιλογέα στη νεκρά και έσβησε το εξακύλινδρο θηρίο. Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του παλτού του ένα μαύρο σημειωματάριο με λάστιχο, το άνοιξε, κοίταξε το TAG Heuer στον δεξί του καρπό και σημείωσε με ένα ασημί στυλό ballpoint την ώρα.

7.12 πμ.

Είχαν περάσει δεκαεννέα λεπτά από τη στιγμή που είχε χτυπήσει το σταθερό του τηλέφωνο. Ήταν ο Νίκος ο Ξιφίας, ενεχυροδανειστής, κλεπταποδόχος, έμπορος μικροποσοτήτων ναρκωτικών, και χαφιές του τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ο Νίκος τον προμήθευε με πληροφορίες, ήξερε ό,τι συνέβαινε στην πιάτσα, και η ανταπόδοση ήταν τα στραβά μάτια του Καραγιώργου για τον τρόπο με τον οποίο ο Ξιφίας έβγαζε «τον άρτο τον επιούσιο». Σήμερα το πρωί λοιπόν, 20 Δεκεμβρίου 2013, ημέρα Παρασκευή, ο Ξιφίας πήρε τηλέφωνο τον Καραγιώργο για να τον πληροφορήσει πως στην οδό Πεύκων στο νούμερο 27 παρατηρήθηκε μια ασυνήθιστη κίνηση το προηγούμενο βράδυ. Ο Ξιφίας ήξερε την σημασία που είχε η συγκεκριμένη διεύθυνση για τον Καραγιώργο και αυτό που σημείωσε στο πρωινό του τηλεφώνημα ήταν πως κανένας άλλος δεν ήξερε και πως αυτός θα κρατούσε το στόμα του κλειστό. Free of charge όπως έσπευσε να προσθέσει. «Δες το σαν δώρο Χριστουγέννων», είπε τελειώνοντας το τηλεφώνημα και καλημερίζοντας τον αγουροξυπνημένο ακόμα Καραγιώργο.

Ο Καραγιώργος καθότανε τώρα ακίνητος μέσα στο αυτοκίνητό του με το στυλό στο χέρι να κοιτάει την αυλόπορτα του σπιτιού που βρισκότανε στο νούμερο 27. Ο δρόμος ήταν έρημος. Είχε μόλις πάρει να χαράζει, οι νοικοκυραίοι δεν είχαν βγάλει ακόμα τα σκυλιά τους βόλτα, ήταν ακόμα νωρίς για να περάσει το σχολικό. Καθότανε και παρατηρούσε την ησυχία γύρω του. Ήξερες τις βρισκότανε πίσω από την κλειστή αυλόπορτα, πίσω από τα κατεβασμένα στόρια, πίσω από τις κλειδωμένες μπαλκονόπορτες.

Στον καθρέφτη του αυτοκινήτου φάνηκαν οι σειρήνες δυο περιπολικών. Ο Καραγιώργος πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε από το αυτοκίνητο να συναντήσει τους συναδέλφους του.

*

Η Τατιάνα τσέκαρε άλλη μια φορά τα παράθυρα του πάνω ορόφου. Σιγουρεύτηκε πως είναι όλα κλειδωμένα, έσβησε τα φώτα και κατέβηκε στο κάτω πάτωμα. Έκανε ένα γύρο σε όλα τα δωμάτια, βεβαιώθηκε ότι τα παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες είναι κλειδωμένα, δοκίμασε όλα τα καλοριφέρ για να δει αν είναι κλειστά, έσβησε όλα τα φώτα, έβαλε στην τσέπη του μπουφάν της τη λίστα με τα ψώνια που της είχε αφήσει η κυρία Ντίνα, πήρε τη σακούλα με τα σκουπίδια και έσβησε το φως της κουζίνας. Η οικογένεια του κυρίου Οικονόμου θα επέστρεφε την επόμενη εβδομάδα από τις διακοπές των Χριστουγέννων. Είχε αρκετές μέρες ελεύθερες κι αυτή για να της περάσει με τον γιο της, τον Σάσα. Η κυρία Ντίνα της είχε βάλει μερικά χρήματα παραπάνω στον φάκελο με το μισθό της για να του πάρει ένα δώρο για τα Χριστούγεννα.

«Καλοί άνθρωποι», σκέφτηκε η Τατιάνα καθώς άνοιγε την πόρτα της κουζίνας και έβγαινε στην σκοτεινή αυλή.

*

Το πτώμα της Τατιάνας βρέθηκε στην κουζίνα. Είχε ένα μεγάλο τραύμα στην κοιλιά το οποίο είχε γίνει με ένα κουζινομάχαιρο. Το όπλο βρέθηκε πεταμένο στον νεροχύτη, με το αίμα της νεαρής Ρωσίδας πάνω του. Πέρα από την κουζίνα το σπίτι ήταν πεντακάθαρο. Δίπλα στο πτώμα της κοπέλας βρέθηκαν τα κλειδιά του σπιτιού και ένας φάκελος με χρήματα.

Η σακούλα με τα σκουπίδια, τα αποτσίγαρα, το τασάκι, το τσαλακωμένο πακέτο Sante και το κινητό του Μπόρις ήταν πεταμένη σε ένα κάδο κοντά στο κέντρο της Αθήνας.

*

Ο κύριος Αλέξανδρος Οικονόμου, στέλεχος πολυεθνικής εταιρίας και σύζυγος της Ντίνας Οικονόμου, το γένος Καραγιώργου, καθότανε στο δωμάτιο ανακρίσεων στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών. Ήταν ο τελευταίος που είχε δει ζωντανή την Τατιάνα το προηγούμενο βράδυ. Η σύζυγός του είχε φύγει νωρίτερα με τα παιδιά για να πάνε στην μητέρα της στην Θήβα, όπου θα τους συναντούσε αργότερα το ίδιο βράδυ ο κύριος Οικονόμου ο οποίος είχε μείνει πίσω στο σπίτι για να τελειώσει κάποιες δουλειές του. Η ώρα θανάτου της νεαρής Ρωσίδας είχε ταυτοποιηθεί και ο κύριος Οικονόμου ήταν ο βασικός ύποπτος.

*

Έξι μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος Οικονόμου καταδικαζότανε σε ισόβια για τον φόνο της Τατιάνας Λέμπεβα. Μέσα από την ανάκριση είχε έρθει στο φως η παράνομη ερωτική σχέση θύτη και θύματος και σε συνδυασμό με τα χρήματα που βρέθηκαν δίπλα στο πτώμα, ο αστυνόμος Γεωργίου που διεξήγαγε την έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα πως το θύμα εκβίαζε τον δράστη και εκείνος παρασυρμένος από την οργή και την ζήλια την σκότωσε.

Ο Αλέξανδρος Οικονόμου άσκησε έφεση, η οποία εκδικάστηκε δύο χρόνια αργότερα.

Η απόφαση δεν άλλαξε.

*

Η κυρία Ντίνα Οικονόμου παντρεύτηκε ένα βιομήχανο. Ζούνε μαζί στο Μόναχο.

*

Ο Νίκος ο Ξιφίας πέθανε από καρδιακή προσβολή τέσσερα χρόνια αργότερα.

Τήρησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Καραγιώργο εκείνο το πρωινό της 20ης Δεκεμβρίου 2013.

Δεν είπε ποτέ σε κανέναν ότι ο Καραγιώργος τον είχε πληρώσει για να του κάνει εκείνο το τηλεφώνημα.

Κι εκείνος, όπως πάντα, έκανε την δουλειά του χωρίς να κάνει ερωτήσεις.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
contact