παιδιά καλησπέρα,
στέκομαι στο κλιμακοστάσιο γεμάτο λάσπη· το κορίτσι με κατέβασε για να το πάω στις δουλίτσες του, έβρεξα και με ανέλκυσε σκάλη με σκάλη. «Είσαι φοβερό, τρίκυκλό μου» είπε με την προτελευταία του ανάσα, «σ´ευχαριστώ ότι με πήγες, αφού το περπάτημα δεν αντέχω.»
Τάχα ξαφάνηκε σπίτι και μ´άφησε για να σκεφτώ τον κωλόκαιρο, την άλλη φορά θα του πώ να πάρει λάδωμα με ιξώδες που αξίζει την τιμή για να γλυστρά η αλυσίδα όπως πρέπει. Από την άλλη, το κορίτσι μου φαίνεται κατακουρασμένο· στο σκοτάδι δε βλέπει σχεδόν τίποτε και μπερδεύεται με τις ταχύτητές μου μολονότι είναι άριστης ποιότητας --- τις ταχύτητες εννοώ βεβαίως.
Να σας πώ την αλήθεια βαρέθηκα από τις σκοτεινές μέρες όταν δεν κάνουμε βόλτες· τι μου´χε υποσχεθεί το καλοκαίρι;
Υπομονή, κι ο ουρανός θα ξαναγίνει γαλανός, ο ήλιος θα λαμπεί χωρίς σύννεφα και το κορίτσι θα πηδήξει κάτω τις σκάλες για να πάμε βόλτα μαζί. Τώρα που έμπλεξε με την πολιτική, θα μου βάλει σκεύος για να φορτωθεί το κινητό του παιχνίδι κατά τη διάρκεια βόλτας. Πρόσφατα μου έδειξε τσάντα για σκεύματα πρώτων βοήθειων που θα στερεώσει κάπου στο πλαίσιο μου. Για να δούμε άν το καταφέρει...
Σας εύχομαι όλα τα καλά και σας σκεύτομαι
το τρίκυκλό σας το Μπάκ
Η πιο ωραία ώρα είναι όταν ψιθυρίζει