«Είχα ρωτήσει κάποτε δέκα άτομα, τι χρώμα βλέπουν την Αθήνα και είχαν πει όλοι γκρίζο. Κανένας δεν είπε χρωματιστή. Δεν είναι όμως γκρίζο. Πρέπει να βλέπεις και την άλλη μεριά.»
Ο Γιάννης Καλύβας είναι ένας φανατικός ποδηλάτης που έγινε μέλος στην παρέα του freeday και όργωσε την Αττική, για να αποτελέσει τελικά τον "επίσημο φωτορεπόρτερ" πολλών ποδηλατικών γεγονότων και να συμμετάσχει σε διάφορες εκθέσεις με θέμα το ποδήλατο. Ξεκίνησε με μια μικρή φωτογραφική μηχανή, για να γοητευτεί από την εμπειρία της φωτογράφισης και να αγοράσει αργότερα την πρώτη του DSLR. Περιττό να αναφέρω, ότι φωτογράφιζε «on the bike» και όχι από κάποιο σταθερό σημείο, ενώ τα θέματά του ήταν αυστηρά ποδηλατικά. Τα τελευταία χρόνια, ξεκίνησε να φωτογραφίζει την άλλη μεγάλη του αγάπη, την Αθήνα, για να αναδείξει την ομορφιά, ξεχασμένων και υποτιμημένων από τους Αθηναίους, σημείων της και να φωτίσει τις σκοτεινές στοές και γειτονιές της.
Εκείνο το Σάββατο, πήρα το, για καιρό ξεχασμένο, ποδήλατό μου και πήγα να τον συναντήσω στο Μεταξουργείο. Είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε μια εξόρμιση on the bike (και όχι μόνο!) φωτογράφισης της Αθήνας, ξεκινώντας από το Μεταξουργείο και καταλήγοντας... όπου μας έβγαζε ο δρόμος. Και ξεκινήσαμε δυναμικά! Με το που βγήκαμε στο δρόμο, αρχίσαμε να κυνηγάμε ένα ποδήλατο, ο αναβάτης του οποίου ήταν κρυμμένος πίσω από τα τελάρα που μετέφερε. Ήταν ένα θέαμα που άξιζε αρκετά κλικ. Αφού πήραμε αυτό που θέλαμε, χαθήκαμε μέσα στα στενά δρομάκια του Μεταξουργείου, για να καταλήξουμε τελικά στο Ρουφ.
Η ιδέα για την «Ταβέρνα ο Λελούδας» έπεσε από τον Γιάννη. Έπειτα από αρκετή περιπλάνηση στις βιομηχανικές και φωτογραφικά ενδιαφέρουσες γειτονιές του Ρουφ, καταφέραμε να φτάσουμε σε μια ταβέρνα που θύμιζε παλιά ελληνική ταινία και ήταν ότι έπρεπε για το concept «παλιές γειτονιές της Αθήνας» που είχαμε διαλέξει. Ο χώρος και τα βαρέλια που κρέμονταν από τους τοίχους, μας ενέπνευσαν να μιλήσουμε για την παλιά Αθήνα και για την επιρροή που ασκεί αυτή στον Γιάννη. Κάπως έτσι ξεκίνησε να μιλάει για ένα παλιό γαλακτοπωλείο στην Ομόνοια, που είχε γίνει το στέκι του το καλοκαίρι που πέρασε. Εκεί κατέληγε, έπειτα από τις φωτογραφικές του εκστρατείες στο κέντρο και εκεί επεξεργαζόταν τις φωτογραφίες που είχε μόλις βγάλει και τα κείμενα τις συνόδευαν.
Αφού φάγαμε, ήπιαμε και μιλήσαμε, ανεβήκαμε ξανά στα ποδήλατα και συνεχίσαμε τη βόλτα μας. Ο δρόμος μάς πήγε στα Πετράλωνα, όπου σταματήσαμε πολλές φορές για να τραβήξουμε φωτογραφίες και τελικά καταλήξαμε Θησείο. Λίγο πριν χωριστούμε, αποφασίσαμε να δώσουμε στη βόλτα μας ένα τέλος ποτισμένο με το άρωμα της οδού Αθηνάς, που θα μας οδηγούσε στην Αγίου Κωνσταντίνου, για να καταλήξουμε στο σημείο εκκίνησής μας, το Μεταξουργείο και εκεί να αποχαιρετιστούμε.
Ήταν μια βόλτα με αέρα ελευθερίας. Αυτό το είδος της ελευθερίας που αισθάνεται κανείς κάνοντας πετάλι και νιώθοντας τον αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό του. Είναι η αίσθηση της προσπάθειας που ανταμείβεται: ίσως να κουραστείς λίγο, αλλά θα φτάσεις σίγουρα εκεί που θες. Είναι η ελευθερία του κλικ, που θα κλειδώσει τη στιγμή και θα επαναφέρει την ανάμνηση όποτε το θελήσεις. Είναι τα βουνά που οριοθετούν το λεκανοπέδιο και υπενθυμίζουν πως η ύπαρξή σου, η φύση, είναι κάπου εκεί και σε περιμένει. Είναι ο γαλανός αττικός ουρανός. Είναι η Αθήνα.