ΙΑΤΡΕΙΟΝ ΨΥΧΩΝ

Λίγο με το ζόρι πήγαινε στην εκκλησία τις Κυριακές. Με το ζόρι έβρισκε και κατάλληλα ρούχα για την περίσταση, σκαλίζοντας ανόρεχτα τις κρεμάστρες στην ντουλάπα, διατρέχοντας με το βλέμμα την συλλογή ωραίων μεταχειρισμένων, που είχαν μαζευτεί τα τελευταία χρόνια. 

Μια φούστα με μεγάλα κοραλλί λουλούδια, μια καλή επιλογή  γι αυτήν την Κυριακή του Οκτώβρη, κι ένα λευκό κοντομάνικο, ουδέτερο και αδιάφορο. Χωρίς κοσμήματα, ας μην τραβάει τα βλέμματα όσων θα μπορούσαν να τη θυμούνται ακόμα -  μικρομάνα, με τα τρία κλωσσόπουλα γύρω στη φούστα της.  Στην κυριολεξία, είχαν κάνει τα πρώτα τους βήματα στα σκαλάκια του Ιερού. Κι εκείνα τα φουστανάκια τα καλά, τα κυριακάτικα, μαζί με λουστρίνια και άσπρα καλτσάκια, τα έχει, εδώ και χρόνια, χαρίσει σε οικογένειες που ακόμα τα χρειάζονται. Μερικούς από τους φίλους του καιρού εκείνου, που έπαιζαν με τα παιδιά της σε φιλικά σπίτια ή στον κήπο του ναού, μπαινοβγαίνοντας σε εσπερινούς και Χαιρετισμούς, τους συναντάει ακόμα η Αγγελική τις Κυριακές. 

''Κοίταξέ τους'', ουρλιάζει εκείνη η φωνή μέσα της, ''ιματισμένοι και σωφρονούντες, κοντά στους γονείς τους''. Άδικα προσπαθεί να κλείσει αυτό το αόρατο στόμα, να ράψει τα χείλη αυτής της χαίνουσας πληγής. Φοράει τα γυαλιά ηλίου, κάνει πως ψάχνει κάτι στην τσάντα της. Σε κανα- δυο γνωστές της μιλάει, καλημερίζει, χαμογελάει, ιματισμένη κι αυτή και σωφρονούσα. Τις πολύ ευσεβείς και άμεμπτες τις αποφεύγει, αυτές με την τέλεια οικογένεια. Βιάζεται να πάρει το αντίδωρο και να τρέξει να κρυφτεί στην κουζίνα της. Μόλις βρεθεί στο ασφαλές καταφύγιο, θα φυλάξει στην κρεμάστρα την κυριακάτικη στολή, μπαίνοντας ξανά στον καθημερινό, και ίσως πιο άληθινό, εαυτό της.  

Κατά καιρούς εκκλησιάζεται σε μιαν άλλη ενορία, όπου δεν ξέρει κανένα και κανείς δεν την γνωρίζει. Η καρδιά της αλαφρώνει -μέσα στο ανώνυμο εκκλησίασμα, κανείς δεν θα την πλησιάσει με ερωτήσεις. Μέσα της είναι πεπεισμένη  ότι η εκκλησία δεν είναι μόνο για όσους διάγουν άμεμπτο βίο. Όσο για την στενή και τεθλιμμένη οδό, συχνά δεν τη διαλέγουμε λόγω άσκησης και πνευματικότητας, μας διαλέγει εκείνη πρώτη, σκέφτεται η Αγγελική, φτάνοντας πια στην εκκλησία. 

Μέσα στη λειτουργία σήμερα, Κυριακή του Σπορέως, γυροφέρνει αυτήν τη σκέψη στο μυαλό της, όπως τη γλώσσα μέσα στο στόμα, χωρίς να μπορεί να λύσει τον κόμπο. Στη σειρά για το αντίδωρο  διακρίνει τη Χριστίνα. Πάντα την αφήνουν να περνάει μπροστά, με το παιδί στο καροτσάκι. Καθηγήτρια σε λύκειο η Χριστίνα. μιλάνε κάπου κάπου για τις πίκρες του σχολείου. Ο Γιώργος  χαμογελάει, καθώς γέρνει το κεφαλάκι, να τους δει όλους. ''Αθώος, τρυφερός και ανυποψίαστος'', σκέφτεται η Αγγελική. ''Αυτός δεν θα επαναστατήσει στην εφηβεία'', αρχίζει το σφυροκόπημα η ασεβής φωνή μέσα της, πριν προλάβει να τη φιμώσει. ''Ούτε ναρκωτικά, ούτε αλητεία'', συνεχίζει με αναίδεια. Η Αγγελική είναι έξαλλη με τον εαυτό της, θυμωμένη με τις ίδιες τις σκέψεις της.  

Στην έξοδο, μετά την απόλυση, ο Γιώργος μασουλάει το αντίδωρο με απόλυτη μακαριότητα, όπως κάθε παιδί που αφήνεται με εμπιστοσύνη πλήρη στην αγάπη των άλλων. ''Τι άλλο να είναι ο Παράδεισος;'' σκέφτεται η Αγγελική, και τα μάτια της δεν μπορούν να κρυφτούν πια. Η φίλη της κάνει νόημα να βγουν μαζί προς την πλατεία. ''Ελα δω, γιατί κλαις;'' την τραβάει από το χέρι και κάθονται σ ένα παγκάκι. Το εκκλησίασμα σκορπίζει σιγά σιγά προς την πλατεία και τους γύρω δρόμους. Μερικά περιστέρια έχουν μαζευτεί κι αυτά για αντίδωρο. Το πρόσωπο της Χριστίνας, από κοντά, είναι κουρασμένο, τα βαμμένα μαλλιά λίγο καμουφλάρουν τη δύσκολη ζωή της. Ο μικρός χρειάζεται συνεχή, ολοήμερη φροντίδα. 

''Ποιος απ αυτούς είναι τέλειος''; ρωτάει τελικά και δείχνει με το βλέμμα τους καλοντυμένους που κατεβαίνουν τα σκαλιά. ''Πού ξέρεις εσύ τι κάνουν και τι σκέφτονται τα παιδιά τους; Μην σε ξαναδω να κλαις...'' Με επιδέξια δάχτυλα κουμπώνει τη ζακέτα του Γιώργου, τινάζει τα ψίχουλα από τα ρούχα του , και πάνε για το σπίτι.

Η Αγγελική περνάει τη λεωφόρο. Το σπίτι της δεν είναι μακριά. Κάτι μέσα της δεν είναι πια αγριεμένο, ο θυμός εκείνος έχει καθίσει στο βυθό. Αρχές Οκτώβρη, δεν θέλει να φύγει ακόμα το καλοκαίρι. Ο ήλιος ζεσταίνει το δέρμα, το σώμα θυμάται όλα τα όμορφα. 

''Ο δε ακούσας είπεν, ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ οι κακώς έχοντες''. Συγκαταλέγοντας τον εαυτό της σ αυτούς τους τελευταίους, η Αγγελική βάζει το κλειδί στην πόρτα.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
5
Μέση αξιολόγηση: 5 (3 ψήφοι)
κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

το κείμενό σου, αγαπημένη μου Ελένη! Ξανά, μου ανοίγεις την καρδιά, ενώ διαβάζω με δυνατή φωνή τα λόγια σου.
Σ´ευχαριστώ πάρα πολύ.

Μ´ εκτίμηση

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

Ευχαριστώ για την ανάγνωση, καλή μου Κωστάνζα, ελπίζω να είσαι καλά. Ο Θεός μαζί σου!

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

Καλή μου Ελένη, σ´ευχαριστώ πολύ για τις καλές σου ευχές. Πολύ καλά είμαι, έλαβα καινά γυαλιά χθες που με κάνουνε να δω καθαρώς μα το περιβάλλον σμικραίνεται αρκετώς.
Εσύ, πως είσαι; Ο Θεός μαζί σου

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια