Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

Θυμήθηκε την πρώτη φορά που έκανε ποδήλατο

Θυμήθηκε την πρώτη φορά που έκανε ποδήλατο: Μόλις είχε βρέξει, και οι δεντροφυτεμένοι δρόμοι γυάλιζαν με μια πνιγηρή υγρασία που τον ζάλιζε, ένα μικρό αγόρι που τόσο πρόσφατα είχε μετακομίσει από την Αριζόνα. Τα λιθόστρωτα πεζοδρόμια γλιστρούσαν πολύ για τις διστακτικές του κινήσεις , και μετά την τρίτη πτώση κατέβασε το ποδήλατο του πάλι πίσω στην άσφαλτο. Στη συνέχεια κατάφερε να ανέβει το δρόμο μέχρι το μπακάλικο για να αγοράσει ένα πακέτο κόκκινα τσιπς καλαμποκιού και σάλτσα , όπως του ζήτησε η μητέρα του. Όταν ξεκίνησε για να επιστρέψει σπίτι του, ο ήλιος μόλις έδυε και οι άνθρωποι άρχιζαν να βγαίνουν στους δρόμους. Έχοντας ακόμη λιγότερη ισορροπία από την πλαστική σακούλα που κρεμόταν στο τιμόνι, έκανε μια παρατιμονιά και μπήκε κατευθείαν στο δρόμο μιας ψηλής μαύρης γυναίκας. Εκείνη έκανε στην άκρη ρίχνοντας του ένα βλέμμα που, χρόνια αργότερα, ακόμη δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Όχι, ήταν ατύχημα, δεν θέλω να νομίζετε –αλλά ήταν πολύ αργά, η γυναίκα είχε φύγει.

Η Ρέιτσελ πάντα ήθελε ένα ποδήλατο

Η Ρέιτσελ πάντα ήθελε ένα ποδήλατο, αλλά ο πατέρας της πίστευε πως ήταν επικίνδυνο. Ένα λάθος είναι αρκετό έλεγε, δεν βλέπεις που πηγαίνεις ,πέφτεις σε κίνηση και είσαι νεκρός. Ή κάποια στιγμή ξεχνάς το κράνος σου, πέφτεις πάνω στον τοίχο και σπλάτς! Να, αυτά εκεί είναι τα μυαλά σου στο πεζοδρόμιο. Η Ρέιτσελ επανέλαβε στις φίλες της αυτές τις προειδοποιήσεις τονίζοντας την προφορά του και προσθέτοντας ηχητικά εφέ, και αυτές γέλασαν. Έχεις τόσο βλαμμένους γονείς, είπε η Μελίσσα, είναι θαύμα που βγήκες από αυτή την οικογένεια. Σύντομα η κουβέντα γύρισε στα αγόρια, τα μανό και η Ρέιτσελ περιπλανήθηκε ως τις κούνιες και άρχισε να κάνει, στέλνοντας τον εαυτό της στον αέρα. Όταν άφησε την κούνια , πάγωσε για μια στιγμή πριν πέσει και προσγειωθεί με ένα ράγισμα και ένα δυνατό πόνο στο πόδι της. Ο δάσκαλος ήρθε τρέχοντας και η Μελίσσα άρχισε να κλαίει, η Ρέιτσελ όμως θα κρατούσε αυτή τη στιγμή στο μυαλό της για πολύ καιρό: αυτό το απίστευτο αίσθημα ελευθερίας, αυτό το δευτερόλεπτο αιώρησης πάνω από το προαύλιο, τα παιδιά, το έδαφος.

Ερωτεύτηκα έναν άντρα πάνω σε ένα ποδήλατο

Ερωτεύτηκα έναν άντρα πάνω σε ένα ποδήλατο. Δεν ήταν κάτι το κεραυνοβόλο, ένα αστραπιαίο πάθος δηλαδή που με κατέλαβε όταν πάτησε την κόρνα και μου έκλεισε το μάτι· αλλά μάλλον η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι χασομερούσα στην ίδια γωνία κάθε μέρα, την ίδια ώρα για κάποιο λόγο. Με συναρπάζει τώρα, να βλέπω τη λάμψη του κίτρινου ποδηλάτου και του πράσινου τζάκετ του, το σταθερό πεταλάρισμα των ποδιών του στο ανέβασμα του λόφου. Τον ακολούθησα μια φορά, να δω που πήγαινε μέσα στο μεσημέρι και ανακάλυψα το μαγαζί που του αρέσει να τρώει. Αχ, τονοσαλάτα πάνω σε λεπτό άσπρο ψωμί! Πάντα βγάζει την ντομάτα. Κάποια μέρα θα αγοράσω ένα ροζ ποδήλατο, θα μάθω πως να το καβαλάω και θα φύγουμε μαζί ποδηλατώντας στο ηλιοβασίλεμα.

Μετάφραση Μαρία θεοδωρίδου

Πάλι πατάτες ρε μάνα;

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος μιας ιστορίας με τίτλο: «Μια ΧΗΔΕΑ ιστορία (Χ-ωρίς Η-θικό Δ-ίδαγμα Ε-κτός Α-προόπτου)», που περιλαμβάνεται στο βιβλίο: «..και ύστερα ήρθες και μ’ έλυσες» από τις εκδόσεις Βαβέλ, συγγραφέας: Κωστάκης Ανάν

Η ιδέα του να την ανεβάσω στο site ξεκίνησε στο 1ο μπάνιο του λαού (27/8/06), όπου μετά το μπάνιο καταλήξαμε για σουβλάκια σε ένα μαγαζί κοντά στην παραλία και αναπτύχθηκε εκεί μια φιλολογία γύρω από το θέμα της τηγανητής πατάτας και πώς αυτή έχει “εισβάλλει” στη ζωή μας. Όποιος δεν έρχεται στα μπάνια, χάνει αυτές τις απείρου κάλλους συζητήσεις...