Η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα. Σκέπαζε σαν μεταξωτή κουρτίνα την όρασή του και καθήλωνε το βλέμμα του στο ασφάλτινο κενό ανάμεσα στις άσπρες διαγραμμίσεις. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ξημέρωμα Σαββάτου. Ιούλιος. Η μπόρα σαν ερινύα στρίγκλιζε γύρα του μικραίνοντας τον ορίζοντα. Το φεγγάρι κρέμουνταν αναποφάσιστο ακόμα σε κάποια άκρα του ουρανού κι ο ήλιος ίδρωνε και προγκούσε τα σύννεφα να μερέψουν για να αγκαλιάσει τη γης. Εκείνα όμως σαν ατίθασα άτια σκουντρούσαν το ένα στ’ άλλο, μάχουνταν να παραβγούν σ’ έναν αόρατο στίβο, άπλωναν τα αφράτα κορμιά τους που εγκυμονούσαν νερά, αστραπές και αντάρα και ξόδιαζαν τις αντοχές του αφέντη της μέρας.
Το παλιό Χόντα γρύλιζε καθώς τα γρανάζια μπλέκουνταν και ξεμπλέκουνταν στην κοιλιά του. Κατάπινε λαίμαργα τα χιλιόμετρα του έρημου επαρχιακού δρόμου καταπονώντας το γέρικο σασί και τα φαγωμένα του λάστιχα. Ο ανήφορος τέλευε, η πεδιάδα απλώνουνταν πίσω από το χορταριασμένο ύψωμα. Η καταιγίδα συνέχιζε να ξεσπά αχόρταγα στα ζωντανά και τα άψυχα του τόπου. Το άσπρο Χόντα άρχισε να κατηφορίζει. Το αριστερό πόδι του οδηγού του χάδεψε απαλά το πεντάλ του φρένου συγκρατώντας την ξέφρενη κατρακύλα. Τα χέρια του κρατούσαν στέρεα το τιμόνι, όπως κρατά ο νους το όνειρο τη στιγμή που τα βλέφαρα πεταρίζουν στο πρώτο φως της αυγής. Και μετά όλα γίνουνται αγέρας και σκορπιόνται ένα γύρο στην άχλη του πρωινού.
Οδηγούσε ήσυχα, μετρημένα. Με σφιγμένα χείλια και σφιγμένα μελίγγια. Κουβαλούσε βαρβάτη καταιγίδα μέσα του, πιο νταβραντισμένη από αυτή που του ‘κλεινε τον δρόμο. Ένα τηλέφωνο τον είχε ξυπνήσει αχάραγα. Η φωνή της αδερφής του ανάμεσα σε λυγμούς και βαθιές ανάσες του είπε το κακό μαντάτο. Έκλεισε το τηλέφωνο κι απόμεινε να κοιτάζει το ταβάνι. Το ένιωθε να συρρικνώνεται, να συμπιέζεται και μια ανάσα βαριά σαν μολύβι να πλακώνει το στέρνο του. Λίγα λεπτά αργότερα, ενώ η μηχανή του καφέ γουργούριζε στην κουζίνα, είδε το είδωλό του στον καθρέφτη να ψιθυρίζει τις λέξεις που είχε ακούσει στο τηλέφωνο και που αντηχούσαν από ώρα μέσα στο μυαλό του, στο στομάχι και στα πνεμόνια του.
«Η μαμά πεθαίνει…».
Ρούφηξε με λαχτάρα τον διπλό, σκέτο καφέ, ακούμπησε το φλυτζάνι στον νεροχύτη και κλείνοντας την πόρτα πίσω του ένιωσε εκείνη την βαριά ανάσα να κάθεται πάλι στο στήθος του. Μπήκε στο αυτοκίνητο. Την ώρα που γυρνούσε το κλειδί στη μίζα ο ήλιος, που δεν είχε προλάβει καλά καλά να ξεμυτίσει, κρύφτηκε πίσω από αγριεμένα σύννεφα και η βροχή άρχισε να μαστιγώνει ανελέητα τον κόσμο.
Αφήνοντας την πόλη να κοιμάται πίσω του ξανάκουσε την φωνή στο τηλέφωνο. «Η μαμά πεθαίνει…». Όσο η φωνή δεν σύχαζε μέσα του, τόσο έσφιγγε με τα χέρια του το τιμόνι. Κι όσο έσφιγγε το τιμόνι τόσο το κορμί του φλέρταρε με τον ύπνο. Το γρύλισμα της μηχανής, το σφυροκόπημα της βροχής, τον νανούριζαν ήσυχα, όπως έκανε εκείνη πριν χρόνια. Αντιστέκουνταν, κάρφωνε το βλέμμα του στην άσφαλτο που αναδιπλώνουνταν συνέχεια πίσω από λόφους και στροφές και προσπαθούσε να κρατήσει ξύπνιες τις αισθήσεις του.
Μέχρι που το γρύλισμα της μηχανής, το σφυροκόπημα της βροχής, η φωνή στο τηλέφωνο, το αγκάλιασμα του τιμονιού γείραν τα βλέφαρά του και το άσπρο Χόντα χωρίς γκέμια ξεχύθηκε στην υγρή άσφαλτο κουνώντας λέφτερο την ουρά του.
Ένας ήχος αλλιώτικος τον τράβηξε από τον στιγμιαίο λήθαργο, και μεμιάς η μηχανή, η βροχή, η φωνή, το αγκάλιασμα γίναν αγέρας και σκορπίστηκαν και το μόνο που έμεινε ήταν στριγγά φρένα και σιωπή πιο βουβή κι από θάνατο.
Κοίταξε ένα γύρο. Κανείς. Ερημιά. Κοίταξε στον καθρέφτη. Μέσα στη θολούρα ξέκρινε μια σκούρα μάζα πάνω στην άσφαλτο κι ένα κόκκινο ρυάκι να χύνεται στο πλάι του δρόμου. Κοίταζε τον καθρέφτη ακίνητος, αλλά ούτε η μηχανή, ούτε η βροχή, ούτε η φωνή, ούτε το αγκάλιασμα επέστρεψαν. Υπήρχε μόνο η θολή μάζα και το κόκκινο ρυάκι. Η ερημιά εντάθηκε, γιγαντώθηκε και εκείνη η βαριά ανάσα ήρθε και πλάκωσε πάλι το στήθος του. Ο δρόμος μπροστά του απλώνουνταν σαν τεράστιο ερπετό πάνω στους πράσινους λόφους, έρημος, ξεπλυμένος από τη βροχή. Το άσπρο Χόντα και η θολή μάζα στον καθρέφτη βάραιναν το κορμί του και ο δρόμος βιάζουνταν να τα ξεφορτωθεί για να απομείνει πάλι μόνος στην αγκαλιά της καταιγίδας.
Κοιτούσε ακόμη τη θολή μάζα στον καθρέφτη. Το κόκκινο ρυάκι μεγάλωνε. Ο δρόμος στέκουνταν ασάλευτος, ακόμα έρημος, ακόμα ανυπόμονος. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στη βροχή. Πλησίασε την θολή μάζα, που πια δεν ήταν θολή, αλλά είχε ένα πολύ συγκεκριμένο σχήμα. Το σχήμα ενός αναίσθητου, αιμόφυρτου σκύλου. Έμεινε να τον κοιτάζει και ένιωσε πάλι εκείνη την βαριά ανάσα στο στέρνο του. Ένιωθε την άσφαλτο να σκαρφαλώνει σαν κισσός στα πόδια του και να τα παραλύει. Ένιωθε τη βροχή να μπαίνει από κάθε σχισμή στο σώμα του και να τον πνίγει. Και μια άλλη φωνή αντηχούσε τώρα μέσα του. Μια φωνή που δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει. Ήταν όμως σίγουρα εκεί.
Το πληγωμένο ζο κουνήθηκε ανεπαίσθητα. Η άσφαλτος τον άφησε να πλησιάσει. Έσκυψε και το κοίταξε από πιο κοντά. Για να χαθεί μες στο σκοτάδι ενός ματιού που τον κοιτούσε κατάστηθα.
Οδηγούσε πάλι. Πιο γρήγορα. Πιο συγκεντρωμένα. Καινούρια καταιγίδα μάνιαζε μέσα του. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει, ο δρόμος συνέχιζε να είναι έρημος. Το κόκκινο ρυάκι στην άσφαλτο είχε από ώρα στερέψει. Με την άκρη του ματιού του κοίταξε στο πίσω κάθισμα, εκεί που ήταν ξαπλωμένος ο σκύλος. Ανάσαινε βαριά και το αίμα του πότιζε τα παλιοκαιρισμένα καθίσματα. Καθώς περνούσε την είσοδο της πόλης άκουσε τον εαυτό του να ψιθυρίζει, «κουράγιο».
Τα φρένα του Χόντα στρίγγλισαν καθώς σταματούσε έξω από το νοσοκομείο. Με τον σκύλο στην αγκαλιά του, μουσκεμένος, γεμάτος αίματα μπήκε στα επείγοντα. Καμιά εικοσαριά περίμεναν στον διάδρομο. Βλέμματα γεμάτα απορία τον κάρφωσαν από κάθε γωνιά. Δεν μίλησε. Έψαχνε με αγωνία μια άσπρη ρόμπα.
Εκείνη τη στιγμή ένας γιατρός βγήκε από μια πλαϊνή πόρτα. Είδε τον άντρα με τον πληγωμένο σκύλο στην αγκαλιά του να στέκεται στην πόρτα. Τον πλησίασε βουβός, κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα στα μάτια, μέχρι που ο γιατρός τον άρπαξε από το μανίκι και τον έσυρε σε έναν άλλο διάδρομο. Άκουγε σαν σε όνειρο τον γιατρό να φωνάζει διάφορα ακατανόητα πράγματα. Ξεχώρισε τις λέξεις, «γρήγορα», «φορείο», «χειρουργείο». Φτάσανε έξω από μια διπλή, βαριά πόρτα. Μια νοσοκόμα με ένα φορείο τους περίμενε. Ακούμπησε τον σκύλο στο φορείο και τον χάδεψε απαλά. Ο γιατρός τον έσφιξε στον ώμο και του χαμογέλασε πριν χαθεί πίσω από την διπλή πόρτα.
Πήγε προς το παράθυρο κι απόμεινε ακίνητος να κοιτάζει τη βροχή που έπεφτε ακόμα.
Πέρασε ώρα πολλή. Δεν ήξερε πόση. Ο γιατρός τον βρήκε εκεί, μπροστά στο παράθυρο να χαζεύει τη βροχή σαν μαγεμένος. Τον έπιασε απαλά από τον ώμο κι εκείνος τινάχτηκε βγαίνοντας απότομα από τον λήθαργο που τον είχε ρίξει το χαζευτήρι του νερού που κατρακυλούσε ασταμάτητα από χιλιάδες αόρατες βρύσες. Είδε τα χείλια του γιατρού να σχηματίζουν τις λέξεις «όλα πήγαν καλά». Γύρισε προς το παράθυρο κι ένιωσε εκείνη την βαριά ανάσα να φεύγει από το στέρνο του και την έβλεπε να σκορπιέται διάφανη και να γίνεται αγέρας, κι η βροχή ξαφνικά, μοναναπνιάς σταμάτησε, κι η πλάση όλη, ζωντανά και άψυχα, ανάσανε ανακουφισμένη. Τα σύννεφα διαλύθηκαν κι ο ήλιος αγκάλιασε τη βρεμμένη γης, κι έμεινε αποκαμωμένος στην κορφή τ’ ουρανού, λαμπερός και τεράστιος και παρηγορητικός.
Έμεινε να κοιτάζει τον φωτεινό δίσκο σαν υπνωτισμένος. Μα ξάφνου τινάχτηκε. Μια φωνή γιγαντώθηκε μέσα του απότομα, «η μαμά πεθαίνει». Γύρισε στον γιατρό και τον ρώτησε που είναι το καρδιολογικό, ενώ χυνόταν ήδη στην σκάλα. Βγαίνοντας στον κεντρικό διάδρομο του τρίτου ορόφου είδε από μια πόρτα να βγαίνουν αγκαλιασμένοι ο πατέρας και η αδερφή του. Σιγάνεψε το βήμα του. Από πίσω τους ένας γιατρός βγήκε σκυφτός και στράφηκε προς το μέρος του. Τον σταμάτησε. Ο γιατρός τον γνώρισε. Του είπε ότι η μητέρα του ήταν σε καταστολή όλη νύχτα. Όταν σταμάτησε η βροχή άνοιξε τα μάτια της, κοίταξε τον ήλιο, χαμογέλασε κι ύστερα τα ξανάκλεισε. Για να μην τα ξανανοίξει ποτέ. «Δεν την προλάβατε για πέντε λεπτά. Συλλυπητήρια». Ο γιατρός συνέχισε τον δρόμο του κι εκείνος έμεινε ακίνητος στη μέση του διαδρόμου. Η αδερφή του τον είδε. Όρμησε πάνω του με ύφος πληγωμένου ζώου.
«Που ήσουν?», «γιατί άργησες?», τι αίματα είναι αυτά?», «τι έπαθες?»…
Δεν μπορούσε να μιλήσει.
Ίσως δεν ήθελε κιόλα.
Ίσως δεν ήξερε και τι να πει.
Το μόνο που ήξερε ήταν πως η βαριά ανάσα που πλάκωνε το στέρνο του είχε χαθεί. Είχε γίνει αγέρας. Και ήξερε πως δεν θα ξαναγυρνούσε. Ποτέ πια…
συγκινήθηκα όταν διάβασα το κείμενο αυτό· μπράβο σου
πολύ ωραία γράφεις
ΗΤΑΝ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟ ?????????????????????
ΓΡΑΦΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ !!!!!!!!!!!!!
πολύ όμορφο....
...όλους.
Όφιε, έχω ένα μπλογκ όπου μεταφέρω σιγά σιγά κάποια κείμενα από το παλιό μου μπλογκ και θα γράφω και καινούρια. Είχα καιρό να γράψω. Αυτή η ιστοριούλα γράφτηκε πριν από καμιά 20αριά μέρες.
Για όποιον θέλει να ρίξει μια ματιά:
tkrachtis.tumblr.com
υπάρχει και λινκ για το παλιό μπλογκ.
Και πάλι σας ευχαριστώ παιδιά.