Η σύνταξη

“Να ζήσεις, να τον θυμάσαι αγόρι μου”.

“Να ‘στε καλά. Ευχαριστώ για όλα κυρία Ειρήνη”.

“Να ‘σαι καλά αγόρι μου. Δεν πρόλαβε να σε καμαρώσει και στην ορκομωσία σου. Ήταν πολύ περήφανος, όλο για σένα μιλούσε. Κι εκείνη τη φωτογραφία που κρατάς τη σημαία στην παρέλαση, συνέχεια στο πορτοφόλι του την κουβαλούσε και την έδειχνε σε όλους. Άντε, πάω κι εγώ, να ξεκουραστείς τώρα, έχεις μεγάλη μέρα αύριο, πολύ χαρτούρα, πολύ συμμάζεμα. Καληνύχτα, καλόν ύπνο να έχεις”.

“Καληνύχτα κυρία Ειρήνη. Σας ευχαριστώ”.

Η κυρία Ειρήνη χάθηκε στο μισοσκόταδο του διαδρόμου, κι η πόρτα του παλιού διαμερίσματος έκλεισε ήσυχα πίσω της. Το σπίτι όλο σαν να ανάσανε ανακουφισμένο. Τόσα χρόνια ποτέ δεν είχε δει τόσο πολύ κόσμο μαζεμένο. Ήταν καλός άνθρωπος ο κυρ-Μανώλης. Μεροκαματιάρης, όλη τη ζωή του την πέρασε σε αυτή τη γειτονιά, δυο δρόμους παρακάτω ήταν το πατρικό του, πριν μερικά χρόνια έγινε πάρκινγκ, εκεί γεννήθηκε, στο κρεβάτι των γονιών του, της κυρα-Μαρίας της πλύστρας και του μπαρμπα-Γιάννη του ασπριτζή. Ανήμερα δεύτερη μέρα Χριστούγεννα. Εξού και τ’ όνομα. Στερνοπούλι. Φτώχεια. Αλλά κι αγάπη. Πολλή αγάπη. Όλη η γειτονιά είχε να το λέει, πιο χαμογελαστά παιδιά δεν υπήρχαν. Στη στροφή του δρόμου έμενε ο παπα-Πέτρος με την κυρα-Σουλτάνα την παπαδιά και τις τρεις τους κόρες. Η μικρότερη, η Γιαννούλα ήταν μια ηλικία με τον Μανώλη. Μαζί μεγαλώσανε, αχώριστοι. Που τους έχανες, που τους έβρισκες, πάντα μαζί και πιασμένοι χεράκι χεράκι. Σαν κλείσανε τα δεκαοχτώ γύρισε ο Μανώλης και είπε του πατέρα του, “Πατέρα, μια γυναίκα λαχαίνει στου καθενός τη ζωή, σε μένα έλαχε η Γιαννούλα, η κόρη του παπά. Θα πάω να την ζητήσω. Θα χτίσουμε ένα δωματιάκι στην αυλή, θα βάλουμε ένα ντιβανάκι, προκομένοι είμαστε κι οι δυο, αυτή μοδίστρα, εγώ οικοδόμος, θα πορευτούμε. Και σαν τα φέρουν δεξά οι καιροί, πάμε σε σπιτικό δικό μας”.

Έτσι κι έγινε. Πάσχα ήτανε σαν χτύπησε την πόρτα του παπά με το καλό του το πουκάμισο, το λευκό, και ζήτησε ξερά και σταράτα την ευχή του να πάρει την κόρη του γυναίκα. Ο παπάς χαμογέλασε, τα γαλάζια του μάτια λαμπύρισαν ευτυχισμένα, άνοιξε τα χέρια του και τον αγκάλιασε τρυφερά σαν πατέρας.

Μερικά χρόνια μετά ήρθε στη ζωή ο Νικόλας, το μοναχοπαίδι τους. Είχανε βάλει κάτι λεφτουδάκια στην μπάντα, μετακόμισαν σε ένα δυαράκι δυο δρόμους παρακάτω, να είναι λίγο πιο άνετα. Η Γιαννούλα είχε γίνει πρώτη μοδίστρα, η χάρη της είχε φτάσει σε όλες τις γειτονιές κι ερχόντουσαν να ραφτούν ακόμα και κυρίες περιοπής. Ο Μανώλης προκομένος τεχνίτης και χεροδύναμος ήξερε τα πάντα για την οικοδομή. Σοβατίσματα, υδραυλικά, τσιμέντα, έκανε τα πάντα, ποτέ δεν ξέμενε από δουλειά. Κι όταν δεν σηκώνουνταν οικοδομές πήγαινε στα εργοστάσια, της περιοχής. Τορναδόρος, χαμάλης, ηλεκτροσυγκολητής, για όλα έπιανε το χέρι του.

Σαν ο Νικόλας έφτασε δέκα χρονώ η Γιαννούλα αρρώστησε. Καρκίνος. Σε δέκα μήνες μέσα μαράζωσε. Έφυγε στον ύπνο της σαν λουλούδι που πέφτει από τον μίσχο του. Ο Μανώλης την πένθησε βουβά. Δεν έκλαψε ποτέ μπροστά στον γιο του. Τον μεγάλωσε σαν να είχε όχι δυο, αλλά τρεις γονείς.

Ο Νικόλας στα δεκαοχτώ κατέβηκε στην Αθήνα να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Νοίκιασε ένα σπίτι με έναν παιδικό του φίλο, έκανε κάτι μεροκάματα, πότε σερβιτόρος, πότε ντελίβερι, να μην βαραίνει τον πατέρα του που δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει. Ο Μανώλης δεν έχασε ποτέ μεροκάματο. Άξιος τεχνίτης και καλός άνθρωπος δεν άφησε το τραπέζι του ποτέ χωρίς ψωμί. Τα τελευταία χρόνια όμως τα πράγματα γίναν δύσκολα. Η κρίση και ο φόβος που έφερνε μαζί της πέσανε σαν σκιές στις ζωές των ανθρώπων. Τα μεροκάματα ήταν μετρημένα πια, τα λεφτά λίγα, οι πληρωμές αβέβαιες.

Σαν να μην έφτανε αυτό ο Μανώλης αρρώστησε. Καρκίνος. Λεφτά για τα φάρμακα ούτε κουβέντα. Οι γιατροί του έδωσαν δυο χρόνια. Δεν είπε τίποτα στον Νικόλα. Ένιωθε μέρα με τη μέρα τον οργανισμό του να τον προδίδει. Δεν σκεφτόταν όμως τον εαυτό του. Σκεφτόταν τον Νικόλα. Τον Νικόλα που μόλις είχε ξεκινήσει τη σχολή. Έσφιγγε τα δόντια και έκανε κουράγιο.

Ο Νικόλας έκλεισε την πόρτα πίσω του ακούγοντας τα βήματα της κυρίας Ειρήνης να κατεβαίνουν τη σκάλα. Κοίταξε το μικρό δωμάτιο και μεμιάς θυμήθηκε όλα αυτά που είχε περάσει εδώ μέσα. Η ραπτομηχανή της μάνας του ήταν εκεί, στη γωνιά της, σκεπασμένη με ένα τραπεζομάντηλο, τα παπούτσια της δουλειάς του πατέρα του στο χωλάκι δίπλα στην τσάντα με τα εργαλεία του. Όλα εκεί μέσα του θύμιζαν και κάτι, άπειρες ιστορίες, χαρές, λύπες, ομορφάδα και ασχήμια, αλληλένδετα όλα, σαν χάντρες σε κομπολόι. Του ‘ρθε να κλάψει, αλλά κρατήθηκε. Θυμήθηκε τις αυριανές δουλειές. Έπρεπε να ψάξει να βρει τα χαρτιά του πατέρα του, να πάει στην εφορία, στον λογιστή και χίλια δυο άλλα. Πήγε στο δωμάτιο και άνοιξε το συρτάρι στο κομοδίνο του πατέρα του. Ήταν σίγουρος. Μια ζωή εκεί ήταν. Έκατσε στο κρεβάτι έβγαλε το μικρό συρτάρι από το επιπλάκι και άρχισε να ψαχουλεύει το περιεχόμενό του. Αφού βρήκε ό,τι ήθελε, πρόσεξε κάτω κάτω έναν μικρό φάκελο. Τον τράβηξε και τον κοίταξε απορημένος. Ο φάκελος ήταν καινούριος και σφραγισμένος. Απ’ έξω είχε μια μόνο λέξη γραμμένη με τα μακρόσυρτα γράμματα του πατέρα του. “Νικόλας”.

Τον άνοιξε. Μερικές λευκές κόλλες διπλωμένες στα τέσσερα. Τις ξεδίπλωσε. Μια ημερομηνία πάνω πάνω. Δύο εβδομάδες πριν. Ένα γράμμα. Ξεκίνησε να το διαβάζει. Λίγο μετά την πρώτη σελίδα σταμάτησε. Ξανάπιασε να διαβάζει από την αρχή. Δεν μπόραγε να τελειώσει το διάβασμα. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Τα δάκρυα που κρατούσε όλη μέρα μέσα του.

“Παιδί μου,

όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα εγώ δεν θα ζω. Θα έχω φύγει. Με το καλό θα έχω κινήσει να συναντήσω τη μάνα σου. Τη μόνη γυναίκα που αγάπησα στη ζωή μου. Τη γυναίκα που μου έκανε το πιο ακριβό δώρο σε αυτόν τον κόσμο. Εσένα. Δεν θέλω να στεναχωριέσαι. Πέρασα καλά. Δεν ήταν πάντα εύκολη αυτή η ζωή που μου έλαχε, αλλά ήταν όμορφη. Γνώρισα καλούς ανθρώπους, πήρα πολλή αγάπη, και θέλω να πιστεύω πως αφήνω φεύγοντας ένα καλό όνομα. Κι ένα καλό παιδί. Να ξες, αυτά θυμούνται όλοι σαν πεθάνεις. Τα κακά που τους έχεις κάνει και πόσο καλά και άξια γίναν τα παιδιά σου. Τίποτα άλλο δεν μετράει.

Που λες, δεν έχω παράπονο. Δεν είδα πολλά, πράγματα που άκουγα και δεν τα αντίκρυσα ποτέ μου, πράγματα που ήξερα πως υπάρχουν και δεν τα γεύτηκα ποτέ μου. Λεφτά πολλά δεν έκανα, αλλά η δουλειά δεν μου έλειψε. Μεγάλα όνειρα δεν είχα, αλλά τα κατάφερα καλά. Αγάπησα μια πολύ καλή γυναίκα, που ο θεός μου την πήρε νωρίς, καμάρωσα εσένα, που έγινες άντρας σωστός, και ξέρω ότι θα τα καταφέρεις στη ζωή σου. Κρίμα που δεν θα είμαι εκεί να ζήσω τις χαρές σου. Να σε δω γαμπρό, να δω ένα εγγονάκι στην αγκαλιά μου. Δεν βαριέσαι. Έτσι είναι η ζωή. Λαχείο. Το δικό μου κλήρωσε νωρίς.

Αν ένα πράγμα ήθελα ήταν να σου έχω αφήσει κάτι παραπάνω, να σε βοηθήσω μια στάλα στη ζωή σου. Δεν τα κατάφερα. Κάτι λίγα λεφτουδάκια στην τράπεζα, ίσα ίσα να μην ξεμείνεις. Τουλάχιστον δεν σου άφησα χρέη. Κάτι βερεσέδια που είχα του κυρ-Μήτσου του καφετζή τα φρόντισα κι αυτά. Εσύ δεν θα το θυμάσαι, αλλά είχαμε λογαριασμό από είκοσι χρόνια πίσω. Πάντα του χρωστούσα κατιτίς, έτσι για το καλό. Πότε για να γκρινιάζει αυτός για τα χρωστούμενα, πότε για να του έχω και καλά υποχρέωση να ξαναπάω. Φίλος από τους λίγους.

Που λες, μια μέρα που είχε έρθει ο γιατρός ο Μπέκος να με δει, ότι του είχα φκιάσει καφέ και τα λέγαμε, πιάσαμε μια κουβέντα, δεν θυμάμαι τώρα με τι αφορμή, και τον ερωτάω: “Γιατρέ θέλει διαδικασία για να βγάλει κανείς αναπηρική σύνταξη?”. “Ε, όλο και κάτι θα θέλει”, μου απαντάει. “Γιατί ρωτάς…?”. “Μάθε αν μπορείς σε παρακαλώ”, του λέω, “και όταν έρθει η ώρα θα μιλήσουμε”.

Θα απορείς τώρα γιατί στα λέω αυτά και τι νόημα έχουν.

Όπως ξέρεις μπορεί να δούλευα μια ζωή αλλά σύνταξη δεν τα κατάφερα να βγάλω. Πολλά τα μαύρα μεροκάματα στη ζωή μου. Ας είναι, κράτησαν το σπίτι μου φωτεινό. Ήθελα να σου αφήσω κάτι, μια μικρή βοήθεια βρε παιδί μου, μέχρι να τελειώσεις τη σχολή σου. Να πω κι εγώ σαν κλείσω τα μάτια μου ότι σου άφησα κάτι. Και μου ήρθε μια ιδέα.

Μια μέρα έκανα ένα μεροκάματο, από τα λίγα τώρα τελευταία, σε ένα μηχανουργείο. Είχε αρρωστήσει ο τορναδόρος και πήγα εγώ στο πόδι του. Λίγο πριν τελειώσει η βάρδια, έβαλα ένα τελευταίο κομμάτι πάνω. Το έδεσα γερά, κοίταξα γύρω μην κοιτάει κανείς, έβαλα μπροστά τη μηχανή και έπιασα το μανίκι μου στην κεφαλή.

Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι μια σειρήνα να ουρλιάζει…

Οι γιατροί μου έκοψαν το χέρι λίγο πιο πάνω από τον καρπό. Κανένας δεν κατάλαβε τίποτα. Την επόμενη μέρα έβαλα τον γιατρό να βάλει μπροστά τη διαδικασία για την αναπηρική σύνταξη. Μάζεψε κάτι παλιά χαρτιά από το ΙΚΑ, έψαξε τους νόμους, έτρεξε στις επιτροπές, με τα πολλά και με τα λίγα μου έβγαλε μια σύνταξη. Δεν είναι τίποτα τρομερό. Ψίχουλα. Αλλά θα μπορείς να την παίρνεις μέχρι να βγάλεις τη σχολή και να τελειώσεις το φανταρικό σου. Για μετά έχει ο θεός. Θα τα καταφέρεις, σου έχω εμπιστοσύνη.

Τους ξόρκισα όλους στη γειτονιά να μην σου πουν τίποτα για το ατύχημα. Μίλησα και με τον Μπάμπη, τον πεθαμενατζή, του είπα να γιομίσει το φέρετρο λουλούδια, να μην φανεί τίποτα.

Και τώρα θα σου πω παιδί μου ένα μυστικό, τόσο μεγάλο που θα πρέπει να το πάρεις στον τάφο σου. Δεν πρέπει να το πεις πουθενά, ούτε σε τρύπα στη γη να το ψιθυρίσεις όπως ο κουρέας του βασιλιά του Μίδα που σου διάβαζα όταν ήσουνα μικρός. Κι αυτό το γράμμα κάλλιο να το κάψεις μόλις το διαβάσεις.

Όλοι θα πουν ότι πέθανα από την αρρώστια που με τυρρανούσε. Άλλο μυστικό αυτό που σου έκρυψα. Δεν ήθελα να στεναχωριέσαι. Ελπίζω να με συγχωρέσεις. Δεν είναι αλήθεια. Δεν ξέρω πόσο καιρό είχα ακόμα και δεν ήθελα να σου είμαι άλλο βάρος. Ένας τρώει λιγότερο από δυο. Έτσι λοιπόν μια μέρα ήρθε στο σπίτι ο γιατρός ο Μπέκος, δήθεν να με δει. Φεύγοντας μου έκανε μια ένεση. Και πριν φύγει με αποχαιρέτησε. Το πρωί δεν ξύπνησα. Και αν τώρα διαβάζεις αυτές τις γραμμές μάλλον έχει τελειώσει η κηδεία μου, η κυρα-Ειρήνη μόλις έχει φύγει, κι εσύ σκαλίζεις τα συρτάρια μου να βρεις τα χαρτιά μου.

Να μην στεναχωριέσαι. Να ξέρεις ότι σε αγαπώ πολύ. Ότι δεν αγάπησα κανέναν πιότερο από σένα και τη μάνα σου αγόρι μου. Κι ότι σε καμαρώνω από δω που είμαι παρέα με τη Γιαννούλα μου. Κι ότι έκανα, το έκανα για σένα. Ελπίζω να μη μου κρατάς κακία αγόρι μου.

Να πας να βρεις τον γιατρό αύριο το πρωί. Να του φιλήσεις το χέρι, και να πιείτε μια ρακή στην υγειά μου. Μου στάθηκε σαν αδελφός σε όλα. Του χρωστάω πολλά. Ελπίζω σε μια άλλη ζωή να καταφέρω να τον ξεχρεώσω.

Σ’ αγαπάω γιε μου.

Ο πατέρας σου.”

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...από αυτό που μας είχε συνηθίσει ο Μορφέας.
A bit weird, as well.
Η τέλεια αγάπη ενός πατέρα, που φτάνει ως μια παράξενη θυσία,
Αν και κάπως εξιδανικευμένη η εικόνα του ζευγαριού- γονέων,
μας γεμίζει ζεστασιά,
θα θέλαμε και οι δικοί μας να ήταν κάπως έτσι.

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

Μορφέα, μου άρεσε το κείμενό σου και συγκινιόμουν.

Σας εύχομαι κάθε καλό

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact