...κατέβηκαν στην Πόλη τα ζαρκάδια
όμορφα στρόγγυλα μάτια
κοιτούν πώς τις σκιές της ν' αγαπήσουν
στις δεντροστοιχίες της συλλογιούνται τους γονιούς τους
κάνουν νερό να πιούν στη χαμολάκα μιας πλημυρισμένης σχάρας
άκρη των δρόμων
κανείς δεν σ’ έχει εκτιμήσει αρκετά
μια σιωπή τη μουσική της λέει από κρυφό γραμμόφωνο
γλύφει των ζαρκαδιών τις έγνοιες
αυτά στηλώνουν τα πόδια σε μια γκρίζα εγρήγορση
μετά απότομα καλπάζουν λυπημένα
κρύβονται
στους φόβους βρίσκουν θαλπωρή
δεν ξέρουν ίσκιους ν’ αγαπούν
σκληρό μάθημα των ζαρκαδιών το πέρασμα απ’ την Πόλη...
Categories:
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι
Πάρα πολύ σκληρό το πέρασμα από την Πόλη, πάρα πολύ...
...το χρυσάφι μου! όμορφο με τα ματάκια του κλειστά μικρούλι είναι το χρυσό μου! Αχ Ότο, με τις κυριολεξίες σου που σκοτώνουν αλήθεια...εγώ με τις φαντασιώσεις μου, εσύ με τις κυριολεξίες σου!
Δεν είναι όλες οι κυριολεξίες άσχημες, ευτυχώς. Μια φορά στη ζωή μου είδα το βλέμμα τους, και ποτέ δεν το ξεχνώ: Πίνδος, δάσος, άκρα ερημιά, άκρα σιωπή, τίποτ΄ άλλο δε λέω. Για τους αγαπώντες την ετυμολογία, από το ζα- + δέρκομαι. Σκέτη σύγχυση ανάμεσα στη κυριολεξία και τη φαντασίωση σου λέω.
Δεν είπα κάτι κακό για την κυριολεξία...και να σου πω και την αλήθεια δεν έφυγε η φαντασίωσή μου τόσο μακριά απ’ την κυριολεξία. Δεν διάλεξα τυχαία το ζαρκάδι, θα μπορούσε να ήταν το ελάφι...Με συγκινεί ο συμβολισμός της λυγεράδας, της ομορφιάς, της ευγένειας του βλέμματος, τώρα η φαντασίωσή μου είναι μια άλλη διάσταση που όμως σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά ξεκινάει...Και δεν μ’ αρέσει να ερμηνεύω αυτό που έχω γράψει...Αν προσλαμβάνεις σύγχιση, δεν θέλω να στο ανατρέψω...δεν θα ήταν φυσιολογικό να θέλω να στο ανατρέψω...ζηλεύω την εμπειρία σου στην Πίνδο...
Μου έρχονται στο νου τα παιδιά προσφύγων που ζούσανε βία...
Σας συμπονώ και σας εύχομαι κάθε καλό
.
δεν ξέρω τι απ’ όλα μ’ έκανε να γράψω ό,τι έγραψα, αλλά σίγουρα μια σκηνή που με ξεπερνάει δίπλα μου είναι πως μόλις δυο μέρες πριν έτυχε να ποδηλατώ στην Αριστοτέλους προς Ομόνοια κοντά 6.30 το ξημέρωμα...Όλη η Πλατεία Βικτωρίας ένας υπαίθριος μαρασμένος ξενώνας...σώματα ανθρώπων το ένα πλάι στ’ άλλο, χωρίς κενά, με πρόχειρα σκεπάσματα, κουκουλωμένοι,,,πάνω στην Πλατεία, στα πεζοδρόμια των κάτω δρόμων της...γύρω απ’ αυτήν...ΝΤΡΑΠΗΚΑ...φοβήθηκα...όχι για τους ξένους που έρχονται σε αριθμούς που γνωρίζουμε, με τρόπους που γνωρίζουμε, με το θάνατο να αρπάζει τους αδύναμους...φοβάμαι για την ψυχή μας...μη και δεν στεκόμαστε κατά πώς πρέπει σ’ όλο αυτό...γιατί έρχεται ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ! Μέσα στην εγχώρια δυσχέρεια, αν δεν οργανωθούμε σαν κοινότητες στις περιοχές που καταφεύγουν τόσοι άνθρωποι θα έχουμε άσχημες ανθρωπιστικές συνέπειες...
Όμως δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που έγραψα αυτό το κείμενο...Είναι πολλοί, που κάνουν μέσα στην Πόλη ένα αταίριαστο συναπάντημα αυτών των πολλών...Κι αυτό το συναπάντημα είναι οδυνηρό γι’ αυτούς που στέκονται μέσα στις αρχές τους που τους έφεραν ως εδώ και δεν μπορούν να προσρμοστούν, γι’ αυτούς...οι νέοι κόσμοι, τα νέα ήθη φέρνουν απώλειες...
Σκληρή η κυριολεξία Βελανιδιά μου, το ξέρω.
Την προέβαλα γιατί φέτος το καλοκαίρι «έχω θέμα». Βλέπεις, κάθε χρόνο περνάω τις διακοπές μου στη Μυτιλήνη. Και φέτος έκανα το ίδιο. Και θα περιγράψω κι εγώ μια σκηνή, σχετική με τα όσα έγραψες.
Στην πλαζ του ΕΟΤ «Τσαμάκια». Δίπλα από το μπαράκι της πλαζ υπάρχουν δυο χαμηλές βρύσες για να πλένουν οι λουόμενοι τα πόδια τους. Πήγα κι εγώ εκεί ο «λουόμενος» κι ήταν ένα νέο παλικάρι που είχε μαζί του ένα μικρό κοριτσάκι στο καρότσι και έπλενε τα ρουχαλάκια του στη μία βρύση. Πήγα να πλύνω τα άθλια μικροαστικά μου ποδάρια, εγώ ο απόγονος των προσφύγων της Μικράς Ασίας, στη διπλανή βρύση. Προσπάθησα να μην ενοχλήσω τον νεαρό, λες και αυτό θα ήταν κανένα κατόρθωμα.
Σε λίγο ξαναπήγα, λες και μιλούσε μέσα μου το DNA από το άγαλμα στο παλιό λιμάνι της Μυτιλήνης αφιερωμένο στη Μικρασιάτισσα μάνα, που δείχνει μία μάνα με ένα μωρό στην αγκαλιά, ένα κοριτσάκι στα πόδια και ένα μεγαλύτερο παιδί στο πλάι. Όταν το είχα πρωτοδεί μου θύμισε αμέσως τις διηγήσεις της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου: «η μανούλα μου κρατούσε τον αδελφό μου που ήταν μωρό στην αγκαλιά, είχε εμένα στα πόδια και ο μεγαλύτερος αδελφός μου ήταν δίπλα της και περιμέναμε με αγωνία να φανούν τα καράβια από την Ελλάδα...».
Πήγα λοιπόν ξανά, να δω αν μπορούσα να βοηθήσω σε κάτι, μέσα στη μικροαστική μου ανοησία και το «βόλεμα» που έχουμε όλοι μας. Στη σκηνή είχε προστεθεί ένας μεγαλύτερος σε ηλικία πρόσφυγας. Έπλεναν μαζί με τον νεαρό το κοριτσάκι στη χαμηλή βρύση με το κρύο νερό και εκείνο έκλαιγε. Πήραν μία από τις «ξαπλώστρες» και το έβαλαν επάνω για να του βάλουν πάνα. Ο νεαρός με κοίταξε καθώς τους κοιτούσα σαν ηλίθιος και με το βλέμμα του με «ρώτησε» αν με ενοχλούσε με αυτό που έκανε. Του χαμογέλασα, του «είπα» με το δικό μου βλέμμα πως όλα ήταν εντάξει (τρομάρα μου) και έφυγα από τη σκηνή.
Σκληρή η κυριολεξία κι εμείς όλοι δεν κάνουμε τίποτα γι' αυτό, τίποτα ουσιαστικό ίσως.