Κάθε Κυριακή στην μικρή, επαρχιακή πόλη, ήταν γιορτή. Από κάθε γωνιά, από κάθε μακρινή συνοικία, ξεκινούσαν σαν μικρά ρυάκια που κατηφορίζουν προς την θάλασσα, και μαζεύονταν στο κέντρο, στην μεγάλη πλατεία με τα πλατάνια, τα παιδιά με τα ποδήλατα. Η πόλη κάθε Κυριακή ξυπνούσε χαμογελαστή από τα γέλια, τα τραγούδια, τις φωνές και τα κουδουνίσματά τους. Ένας ένας, δυο δυο, παίρνανε τον δρόμο, συναντιόντουσαν στις διασταυρώσεις, καλημερίζονταν, και συνέχιζαν παρέα. Μερικές φορές γινόντουσαν τόσοι πολλοί που κλείνανε τους δρόμους, ακόμα και τους πιο φαρδιούς. Κοντά στο μεσημέρι μαζεύονταν στην πλατεία και την γέμιζαν με τις αντανακλάσεις του ήλιου πάνω στα στιλβωμένα σώματα των ποδηλάτων τους. Καθόντουσαν για ώρες και στήνανε ένα πανηγύρι, με τραγούδια και ακροβατικά, μιλούσανε ώρες ατέλειωτες για την μουσική, την ποίηση, τον έρωτα, την ζωή. Ανταλλάζανε βιβλία, δίσκους, ιδέες, κάνανε φιλίες, ερωτεύονταν. Οι ηλικιωμένοι που περνούσανε, κοντοστέκονταν και τους χαζεύανε. Χαμογελούσαν γαλήνια, θαυμάζανε και ζηλεύανε τα νιάτα, την ζωντάνια τους, την ελευθερία τους… Μετά από ώρες, και ενώ συνήθως το σκοτάδι άρχιζε να πέφτει, παίρνανε τον δρόμο ο καθένας για το σπίτι του. Αισθάνονταν όλοι πιο γεμάτοι καθώς αποχαιρετιζόντουσαν και δίνανε ραντεβού για την επόμενη Κυριακή…
Ώσπου μια Κυριακή η πόλη ξύπνησε μέσα στην σιωπή. Ούτε τραγούδια, ούτε φωνές, ούτε κουδουνίσματα. Όλοι βγήκαν απορημένοι στους δρόμους για να τους βρουν άδειους, με χιλιάδες μικρά λευκά χαρτιά να πετάνε από δω κι από κει μανιασμένα. Όσοι τα διάβαζαν, τα περνούσαν αμίλητοι στον διπλανό τους. Σε λίγες ώρες η σιωπή της πόλης είχε γίνει ένας βουβός θρήνος, και μακριές ουρές από μαυροφορεμένες φιγούρες άρχισαν να ανηφορίζουν προς το νεκροταφείο…
Το ατύχημα είχε γίνει τα ξημερώματα. Ένας μεθυσμένος οδηγός παρέσυρε ένα από τα παιδιά, ένα από τα παιδιά με τα ποδήλατα. Το μεσημέρι οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν πένθιμα. Όλοι έμοιαζαν χαμένοι, ο καθένας στο δικό του κενό. Όλοι ψάχνανε να βρουν μέσα στο πλήθος τις μορφές των παιδιών. Όμως κανένα δεν ήταν εκεί. Την ώρα που οι καμπάνες σώπασαν και ο κόσμος άρχισε να σκορπάει βουβός, ακούστηκε μια βοή από την κορυφή του λόφου. Όλοι γύρισαν το βλέμμα ψηλά για να τυφλωθούν από μια τεράστια λάμψη. Ήταν όλοι εκεί. Ντυμένοι στα μαύρα, καβάλα στα μεταλλικά άλογά τους, με κραυγές και βλέμματα υψωμένα στον ουρανό, λέγανε το δικό τους αντίο…
Την επόμενη Κυριακή η πόλη ξύπνησε πάλι με τραγούδια και χαρούμενες φωνές. Το μεσημέρι το πολύχρωμο πλήθος ήταν πάλι μαζεμένο στην πλατεία. Τα δάκρυα δεν είχαν στεγνώσει ακόμα αλλά όλοι χαμογελούσαν. Είχανε χάσει έναν, είχαν κερδίσει όμως πάρα πολλούς…
Πικρό, αλλά, πολύ όμορφο...
Βάστα μόνον μη βγεί αληθινό, πράγμα που πολύ φοβάμαι σε κάποιον από τους "πεζοδρόμους"...
Είναι όμορφο, συνέχισε...!
...και τους δυο. Αυτη η ιστορια με παιδευε καιρο, και τελικα καταφερε και βγηκε. Γραφτηκε για το φυλλαδιακι που φτιαξαμε οι ποδηλατες -ισσες Πατρας για το φεστιβαλ μας, με διαφορα κειμενακια, λογοτεχνικα και μη.
Και παλι σας ευχαριστω. Συντομα θα σας εχω κι αλλες ιστοριουλες, σχετικες με το ποδηλατο και μη.
ride on...