Μια εικόνα γαλήνης
Στέκομαι τώρα κάτω από τον πλάτανο. Έχω ακουμπήσει το ποδήλατο στον κορμό, έβγαλα και τα παπούτσια για να ξεκουραστούν τα πόδια μου πάνω στο δροσερό γρασίδι... Παράξενο που είναι έτσι πράσινο, στην καρδιά του καλοκαιριού... Ίσως ο ίσκιος του δέντρου να ήταν αρκετός για να κρατήσει την γη ζωντανή, όπως κρατά και μένα δροσερό, δροσερό και ήρεμο. Τι πιο όμορφο από το θρόισμα των φύλλων, το παιχνίδισμα του ήλιου, την μυρωδιά της γης... Τόση αρμονία που ένιωθα πως βρισκόμουν σε μια αληθινή αγκαλιά. Κι η κούραση έτρεχε από τα άκρα μου, σαν την βροχή του φθινοπώρου...
Κι η καταστροφή, να είναι λίγα μόνο χιλιόμετρα μακρυά.
Μέσα από τα φύλλα μπορούσα να δω τον καπνό που σιγά σιγά γέμιζε τον ουρανό με ένα αποκρουστικό γκρί – καφέ χρώμα. Από την κατεύθυνση του ανέμου μπορούσα να καταλάβω ότι αν δεν την σταματούσαν οι πυροσβέστες ή αν δεν άλλαζε η κατεύθυνση του ανέμου, πριν βραδιάσει, η φωτιά θα έφτανε στον μικρό πλάτανο κι ίσως την επομένη να έβρισκα μονάχα τις στάχτες από ότι ήταν για μένα εκείνη την στιγμή μια μικρή όαση.
Αλλά εκτός από την δυσοίωνη στήλη καπνού, τίποτα δεν προμήνυε τον θάνατο, ακόμα κι ο αέρας ευωδίαζε, θαρρείς, ακόμα πιο δυνατά. Και το νεαρό δεντράκι έμοιαζε ανίκητο, προορισμένο να φιλοξενήσει στην τρύπια αγκαλιά του, πολλούς ποδηλάτες κι οδοιπόρους, περαστικούς ταξιδιώτες κι ανθρώπους εφήμερους με αναζητήσεις κι όνειρα κι ανάγκες, εξίσου εφήμερες...
Όταν τελείωσα το νεράκι μου, κι αφού τα πόδια μου είχαν πια ξεκουραστεί για τα καλά, ανέβηκα στην σέλα και συνέχισα το ταξίδι μου, τραβώντας πρώτα τον μικρό πλάτανο μια φωτογραφία. Λένε πως οι φωτογραφίες είναι μοναδικές γιατί αποθανατίζουν μια στιγμή, μια στιγμή που ποτέ δεν θα είναι ίδια, ποτέ δεν θα μπορεί να επαναληφθεί.
Εγώ ήθελα απλά να μπορώ να θυμάμαι πως εκεί υπήρχε ένας μικρός πλάτανος. Τίποτα παραπάνω.
Η επιστροφή ήταν δύσκολη, είχα και έναν δυνατό αέρα να με ταλαιπωρεί και χρειαζόταν ακόμα και στις κατηφόρες να κάνω πετάλι για να μπορώ να συνεχίσω το ταξίδι μου. Τα πόδια μου πονούσανε, η πλάτη μου με ενοχλούσε, ακόμα και ο αυχένας και οι παλάμες μου διαμαρτύρονταν καθώς έσφιγγα το τιμόνι για να κρατάω σταθερή την πορεία μου. Για να μπορέσω να ξεγελάσω το μυαλό μου, που στην θέα της πιο μικρής ανηφόρας ψιθύριζε ιδέες αποτυχίας και εγκατάλειψης, βάλθηκα να σκέφτομαι όλα αυτά τα μικρά πράγματα που συνιστούν την καθημερινότητά μου. Τα προβλήματα στο γραφείο, την επόμενη συναυλία που θα πήγαινα, την οικονομική δυσχέρεια μετά το καλοκαίρι, τον αγώνα της Κυριακής... Τότε οι ανηφόρες γίνονταν πιο εύκολες, κι όλη η διαδρομή κυλούσε πιο ομαλά.
Μέχρι που, έχασα μια διασταύρωση στο βουνό κι αντί να κατέβω στην παραλία, μπήκα στην ενδοχώρα. Και συνέχιζα χωρίς να καταλάβω το λάθος μου για αρκετή ώρα, δικαιολογώντας την έλλειψη κατηφόρας λόγω του αέρα. Ε, βέβαια, όταν πήγαινα δεν είχα τον άνεμο να με τυραννάει, γι αυτό η διαδρομή μου φάνηκε μικρότερη, τώρα στον γυρισμό ήμουν κουρασμένος, ο βαθμός δυσκολίας ήταν μεγαλύτερος, γι' αυτό μου φαινόταν έτσι... Κι όλο προχωρούσα στην ενδοχώρα, μέχρι που το γκρί – καφέ σύννεφο κάλυψε τον ήλιο και οι παρατεταμένες στροφές με κάναν να χάσω την αίσθηση του προσανατολισμού. Αλλά σκεφτόμουν πως αργά ή γρήγορα όλο και σε κάποιο χωριουδάκι θα κατέληγα, αν βέβαια ο ίδιος ο δρόμος δεν οδηγούσε κάποια στιγμή στον κεντρικό, παραλιακό.
Πιστεύει κανείς πως η καταστροφή μπορεί να είναι όμορφη;
Κι όμως, μπορεί.
Μια εικόνα δίχως ήχο
Έπαιρνα εκείνη την στροφή, όταν παρατήρησα πως ολόκληρος ο ουρανός είχε γίνει πορτοκαλί. Τα δέντρα, σκουρόχρωμα και βλοσυρά, τυλίγονταν σε μια πορτοκαλί λάμψη, σαν κάποιος να τα σκέπασε με ένα αραχνοΰφαντο ύφασμα και οι στάχτες, μικρά λευκά σημαδάκια πετούσαν άναρχα μπροστά στα μάτια μου, σαν πεταλούδες που παίζουν. Οι ακτίνες του ήλιου που περνούσαν μέσα από το πορτοκαλί σύννεφο, έπεφταν πάνω στις λευκές νιφάδες, κάνοντας τες να λάμπουν, σαν να ήταν φωτάκια που έπλεαν ανέμελα, κι όλα, ακόμα και ο αέρας, σώπασε για μια στιγμή.
Το μόνο άσχημο ήταν η οσμή της καμμένης γης που μου έκαψε τα πνευμόνια και μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Κι ήταν ο ακατάσχετος βήχας, καθώς προσπαθούσα να διώξω την στάχτη από μέσα μου, που με επανέφερε στην πραγματικότητα.
Μια εικόνα πανικού
Ο δρόμος οδηγούσε μέσα στις φλόγες. Δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσα χιλιόμετρα είχα κάνει, ούτε καν που ήταν αυτή η διασταύρωση που έχασα. Αλλά το σίγουρο ήταν πως έπρεπε να γυρίσω πίσω και να βρω τον παραλιακό δρόμο, πριν με φτάσει η φωτιά. Ένα κύμα πανικού χτύπησε την καρδιά μου και με τάραξε, σαν κάποιος να με τράβηξε απότομα από το κρεβάτι. Η καρδιά μου χτύπαγε πολύ δυνατά, τόσο δυνατά που πονούσα.
Γύρισα το ποδήλατο και άρχισα να κάνω πετάλι σαν τρελός.
Τι ηλίθιος θε μου, τι ηλίθιος! Μα πως γίνεται να χάσω την διασταύρωση, πως;
Έκανα πετάλι πιο δυνατά. Θες ότι το μυαλό μου έπαιζε παιχνίδια, θες να ήταν αληθινό, πρόλαβα με την άκρη του ματιού μου, να δω μια γλώσσα φωτιάς, να ξεπηδάει πίσω από έναν κορμό.
Μια κόκκινη, αυθάδικη γλώσσα φωτιάς που με κοιτούσε γεμάτη κακία.
Πιο γρήγορα τα πετάλια, πιο γρήγορα η καρδιά, πιο γρήγορα ο κόσμος βαφόταν με το πορφυρό χρώμα της αναίδειας της καταστροφής και της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Ανάστατες οι σκέψεις, εμφανιζόντουσαν πριν προλάβω να τις κατανοήσω και μετά χανόντουσαν.
Κι αν πήγαινα προς την φωτιά; Τώρα πια δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα, οι στάχτες έκαναν τα μάτια μου να σκούζουνε, ο κόκκινος κόσμος έχανε σταδιακά το φως του, ο καπνός μου έγδερνε τον λαιμό.
Μόνο το ένστικτο είχα, το ένστικτο να μου λέει πως καλύτερα η κατηφόρα, παρά η ανηφόρα.
Πιο γρήγορα το πετάλι, ωχ! σκόνταψα σε μια πέτρα, κράτησα το τιμόνι την τελευταία στιγμή, είμαι ακόμα όρθιος, τρέχω, τρέχω, τρέχω...
Κι έπειτα δεν έβλεπα τίποτα, ένα γκρι σύννεφο ή μπορεί και μαύρο, μπροστά στον δρόμο, ακίνητο, λες και με περίμενε.
Βούτηξα μέσα του με το στόμα ανοιχτό, θέλοντας να φωνάξω, μα φωνή δεν είχα. Μόνο που έβλεπα μπροστά κάτι λευκό...
Μια εικόνα θλίψης
Πέρασαν δυο μήνες μέχρι να μπορέσω να ξανακατέβω σε εκείνα τα μέρη. Είδα όσα θυμόμουν πράσινα και μπλέ, να έχουν γίνει γκρίζα, από το χέρι του χειμώνα και του ανθρώπου. Μόνο που ο πρώτος, είχε βρεί τον τρόπο να συνεχίσει την ζωή. Ο άνθρωπος είχε απλά καταστρέψει τα πάντα. Πέρασα από την διασταύρωση εκείνη που είχα χάσει, με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, καθώς έβλεπα τις στροφές στο μαύρο χώμα. Τελικά ίσως να είχα προλάβει την τελευταία στιγμή. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω με περίμενε ο νεαρός πλάτανος.
Μα πια, είχε χάσει την σκεπή του, την τρύπια αγκαλιά που προόριζε για τους εφήμερους.
Και ο κορμός του μαυρισμένος και νεκρός, έστεκε όρθιος θαρρείς μονάχα από συνήθεια. Κι εκεί που ξεκούραζα τα πόδια μου στο δροσερό γρασίδι, μόνο κάτι γκρίζες πέτρες, βρώμικες και λασπωμένες.
Δίχως να το καταλάβω, δάκρυσα, πως γίνεται να αγαπήσεις ένα δέντρο;
Όχι, η ερώτηση δεν ήταν σωστή. Είναι στη φύση σου να αγαπήσεις το δέντρο. Το ερώτημα είναι πως γίνεται να το μισήσεις...
Τις σκέψεις μου διέλυσε ο θόρυβος ενός φορτηγού με τούβλα και άμμο που πέρασε με μεγάλη ταχύτητα από κοντά μου.
Κάπου, κάποιος, έχτιζε το εξοχικό του.
Κι ανέβηκα στο ποδήλατο και πήρα τον δρόμο της επιστροφής, χωρίς να χαθώ αυτή την φορά...