Στην αρχή πήρα μόνον ένα πετάλι.Ένα και μάλιστα ελαφρώς σκουριασμένο...
Είχα χάσει, άκουσον-άκουσον, ένα πετάλι γυρνώντας από τον Υμηττό με φορτωμένο το ποδήλατο στην σχάρα.
Τί τόθελε κι' αυτός ο ευλογημένος, να το παρατήσει το έκθετο, τόσο ,μα τόσο καιρό παρατημένο στην κολώνα...
Το ποδήλατο ήταν ένας Βασιλάκης Καϊλας της ποδηλασίας. Δυστυχισμένο, μίζερο, ξέβαφο, άχαρο, σκουριασμένο , μα προ παντός, δεμένο. Ανυπεράσπιστο.....
Ήταν τόσο χάλια, που η αλυσσίδα που ήταν δεμένο, διπλασίαζε την τιμή του.
Ε, απ' αυτόν τον σακάτη πήγα κι' έκλεψα (φτου, κακά...) δανείστηκα ένα πετάλι. Με σαφή όμως πρόθεση να το επιστρέψω...Την στιγμή μάλιστα , που ήμουν πάνω στο νταραβέρι του δανεισμού , δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω πόσο αφύσικα καλά φουσκωμένα ήταν τα λάστιχά του...Το σημείωσα καλού κακού...
Η αλήθεια είναι πως απέφευγα διακριτικά τις επόμενες μέρες να περνάω απ' το σημείο της ντροπής. Έκανα έναν τεράστιο κύκλο και πήγαινα το παιδί στο σχολείο, πράγμα που είχα αποφασίσει να μην το πω, το ότι έχω και παιδί δηλαδή, αλλά, με έχει καταλάβει τελευταία το σύνδρομο "λέω τα σώψυχά μου σε όλους " και έτσι εξετέθην.
Τώρα, κύττα πώς τόφερε ο διάολος και σε μιά βδομάδα μέσα σπάει και η αριστερή μανέτα του φρένου μου...Αμέσως με την δέουσα αυστηρότητα απέκλεισα από τον ευατό μου το αυτονόητο και προσπάθησα να επανέλθω στα όρια της αξιοπρέπειάς μου. Eλα όμως που το βράδυ έπρεπε να μετακινήσω το αυτοκίνητο γιατί νωρίς το πρωί είχε λαϊκή και, λάβε επίσης υπ' όψιν σου ότι, μέσα στ' αυτοκίνητο ενδημεί κάθε είδους εργαλείο, άρα, και εξάρι αλενάκι αλλά και κόφτης, τιποτένια και τα δυό τους, πρόστυχα πλάσματα του σκοινιού και της λάσπης, έλα και πες μου, παπά μου, ποιός δαίμονας κατέλαβε το σώμα μου και μ' έβαλε να κόβω την αριστερή λαβή με τον κόφτη και στην συνέχεια, με μιά κίνηση του αλενακίου να αφαιρώ/δανείζομαι την εν λόγω μανέτα ;;;
Πολύ γρήγορος δαίμονας πρέπει να ήταν,παπά μου,γιατί η μανέτα βρέθηκε στην τσέπη μου χωρίς να το καταλάβω.
Μόλις πήγα σπίτι ξεματιάστηκα, μούριξα λίγο αγιασμό που μούχαν φέρει από την Παναγία την παναφονίτισα, διάβασα και τον εξορκισμό του Αγίου Κυπριανού και μάλιστα τον διπλό (κάτι σαν antivirus και spyware μαζί δηλαδή...) και έπεσα να κοιμηθώ και να ξεχάσω.
Τέλος πάντων , πάει κι΄αυτό...
Πέρασε καιρός.
Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως το ερχόμενο Σάββατο θα αγόραζα απ' το Μοναστηράκι όλα τα εξαρτήματα που είχα δανειστεί και θα ξανάβαζα τα δανεικά στην θέση τους. Το Σάββατο πήγαμε στο Κιάτο.
Την Δευτέρα εξακολούθησα να κάνω τον κύκλο για να μην αντικρύσω τον σακάτη.
Τώρα, θα πρέπει ναπαραδεχτώ πως στο Κιάτο , το Σάββατο το απόγευμα όλοι ,πλην εμού, πήγαν σε μία περιφορά της εικόνας καποιανής αγίας. Και πρέπει κείνη η αγία νάτανε μεγάλο κομάτι, καταπώς λέει κι' ο κουνιάδος μου, με μεγάλο δόντι στα θεϊκά, γιατί την Δευτέρα το απόγευμα που είπα ν' ανέβω Φιλοπάππου, έσπασε η αλυσσίδα μου.
Σκυμμένος μέσα στο σκοτάδι με τον εξολκέα (που κατάλαβα ότι κόστιζε όσο τρεις αλυσσίδες, ακριβώς για το γεγονός ότι μ' αυτόν μπορείς να κλέψεις/δανειστείς πολλλλλλές αλυσσίδες) κατανόησα πλήρως τον Καβάφη που δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στα πάθη του.
Υποσχέθηκα να γράψω ένα ποίημα.
Ναι, θα έβαζα όλη μου την συντριβή για την κατάντια μου σε στίχους.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος
αποχαιρέτα το , το ποδήλατο που φεύγει
προπάντως μην ποδηλατείς, μην πεις πως ήταν
η ανηφόρα όνειρο, πως απατήθηκεν η πεταλιά σου....
...ή κάπως έτσι τέλος πάντων.
Ναι, αλλά το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Dεν έχω αναφέρει πως το ποδήλατο ήταν δεμένο σε μια κολώνα δίπλα σ' έναν κάδο σκουπιδιών. Και όπως θα περίμενε κανείς, πάνω που ταλαιπωριόμουνα με την ανυπόταγη αλυσσίδα, άρχισε να βρέχει. Έγινα λοιπόν, ένας κλέφτης αλυσσίδας ποδηλάτου, στο κατασκόταδο, μέσα στην βροχή, δίπλα στα σκουπίδια.
Η κατάρευση της προσωπικότητάς μου ήταν σχεδόν ολοκληρωτική.
Και λέω σχεδόν γιατί πάντα υπαρχει περιθώριο για χαμηλότερα (βλέπε : Γεωργίου Μαργαρίτου του αοιδού 13.1 Κεφ. "στο κελί 33").
Στην τζαμαρία του υπερυψωμένου ισογείου της διπλανής πολυκατοικίας (τι ηλίθια εφεύρεση τα υπερυψωμένα ισόγεια...) ένας παππούς , από κείνους τους πολύ παππούδες, με παρακολουθούσε μ' ένα βλοσυρό και επιτιμητικό βλέμμα.
Απόθεσα τις τελευταίες ελπίδες για την διάσωση της ελάχιστης εναπομείνασας αξιοπρέπειάς μου στα χέρια του καταρράκτη, που φυσιολογικά θάπρεπε σ' αυτήν την ηλικία να τούχει καλύψει ,από ανθρωπιστικούς και μόνον λόγους για κατι περιπτώσεις σαν και την δική μου, τα μάτια.
Έγνεψα λίγο σαν χαιρετισμό λίγο σαν συγκατάβαση αλλά απάντηση δεν πήρα.
Μπορεί να ήταν ένας παππούς λούτρινος.
Μάζεψα τα υπολείμματά μου και ανέβηκα στο σπίτι. Ήταν τόσο θλιβερό το θέαμα του ξεβράκωτου ποδηλάτου που δεν ήξερα αν μου επιτρεπόταν να γελασω ή όχι. Η πιό ανόητη αλυσσίδα του πλανήτη προστάτευε το πιό ανόητο υπόλειμμα του σύμπαντος... Μιά σακκούλα σκουπιδιών είχε παρασυρθεί απ' την βροχή και είχε κολλήσει στο πίσω τροχό και χόρτα είχαν σκαρφαλώσει στις ακτίνες του μπροστινού.
Τα λάστιχα όμως, παρέμεναν αφύσικα φουσκωμένα.
Δεύτερη φορά που με ερέθιζε αυτή η παρατήρηση.
Τέλος πάντων , από σεβασμό στο ιδεατό, αρχετυπικό ποδήλατο των παιδικών μου χρόνων, δεν άφησα τον σακάτη χωρίς τροχούς εντελώς, αλλά, αντικατέστησα τον μπροστινό τροχό με έναν παληό από MERCIER (αλλα χωρίς λάστιχο) και τον πίσω με έναν από από ένα παληό VELAMOS , που και αυτόν τον είχα μαζέψει απ' τα σκουπίδια και να που είχα δίκιο, τελικώς χρειάστηκε. Αυτός μάλιστα είχε και κόντρα!
Βέβαια τα γρανάζια από έξι που ήταν πίσω έγιναν ένα , αλλά, αυτό δεν ήταν και τόσο κακό αν λογαριάσει κανείς ότι ο σακάτης μετά από την τελευταία αυτή παρέμβαση έδειχνε ακόμη πιό γελοίος, με ένα μικρό λάστιχο πίσω και ένα υπερμεγέθες μπροστά , έμοιαζε σαν τον καραγκιόζη με το ένα μεγάλο και το άλλο μικρό χέρι.
Κύτταζε όμως ψηλά, και αυτό του έδινε μιά νότα αισιοδοξίας. Παρηγορήθηκα.
Ο παππούς, αν σας ενδιαφέρει, όλο αυτό το διάσητμα κύτταζε σε σταθερή βάση.
Πάλι με 'κείνο το βλέμμα που δεν ήξερα τι εννοεί. Είμαι βέβαιος ότι στο μεταξύ είχε πιστέψει πως το ποδήλατο ήταν δικό μου και πως είχα χάσει το κλειδί για το λουκέτο.
Για αυτήν την γνώμη, με πολλές μάλιστα ενοχές θα πρέπει να συνεχάρη και τον εαυτό του εκείνο το πρωινό που νε είδε να στέκω 'εκπληκτος και αγανακτισμένος , βρίζοντας τον απερίγραπτο εκείνον αλήτη που το προηγούμενο βράδυ εκμεταλλευόμενος την διακοπή ρεύματος είχε σπάσει το λουκέτο και είχε κλέψει το ποδήλατο.
Kάτι τέτοια που με βγάζουν απ' το πρόγραμμά μου και ανατρέπουν τον προϋπολογισμό μου, με βγάζουν απ' τα ρούχα μου....
Μετά βέβαια ,όταν σκέφτηκα τί ακριβώς είχε στα χέρια του , παρηγορήθηκα και το χαμόγελο ξαναγύρισε στα χείλη μου. Σατανικό ίσως, αλλά χαμόγελο.
Μετάνιωσα, φυσικά, για το δεξί πετάλι και την δεξιά μανέτα που τα είχα αφήσει να φύγουν ανέλπιστα εκείνη την σκοτεινή νύχτα , αλλά, δεν πειράζει, σκέφτηκα, ας είμαστε μεγαλόθυμοι και προπαντός γενναιόδωροι σ' αυτήν την ζωή καμμιά φορά...
Μπράβο, Όφιο, πανέμορφα γράφεις!
όλα τα καλά...