Ανασκάλεψε τις φλόγες με τη μασιά κι έβαλε ακόμα ένα κούτσουρο στη φωτιά. Ύστερα ξανάβαλε πάνω τη μεγάλη κατσαρόλα. Άνοιξε το καπάκι και με μια κουτάλα ανακάτεψε το αχνιστό περιεχόμενο. Την ξανασκέπασε, τράβηξε κοντά στη σόμπα την καρέκλα του κι έχυσε λίγο κρασί στο ποτήρι του. Το κατέβασε με γεμάτες γουλιές κι έβγαλε να ανάψει τσιγάρο. Ξάφνου αφουγκράστηκε στο μακρινό βάθος. Πνιχτές φωνές. Όπως κάθε βράδυ. Μήνες τώρα. Έτσι και σήμερα. Ένα δάκρυ κύλησε στο σκαμμένο του πρόσωπο. Σήκωσε το βλέμμα για να αντικρύσει μια φωτογραφία στον απέναντι τοίχο. Ξαναγέμισε το ποτήρι του και το σήκωσε προς τη γυναίκα που τον κοιτούσε από το μικρό κάδρο.
-Καλά Χριστούγεννα γιαβρί μ’…
Κατέβασε το κρασί μονορούφι, δυνάμωσε το ραδιόφωνο και απόσωσε το τσιγάρο του με βαθιές ρουφηξιές.
Κοίταζε με απόγνωση και ελπίδα το σκοτεινό βάθος. Εκεί πρέπει να ήταν. Εκεί, κάπου μέσα στην αγκαλιά της απέραντης νύχτας. Με το ένα χέρι στηριζόταν στο βρεγμένο πλαστικό, και με το άλλο κρατούσε σφιχτά ένα μικρό, παγωμένο χέρι. Όσο το παγωμένο χέρι έσφιγγε το δικό του δεν ανησυχούσε. Θα τα κατάφερναν. Σιωπηρές λέξεις, σε μια παράξενη γλώσσα στριφογύρναγαν μες στο κεφάλι του. Ένας φόβος που απομακρύνονταν κι ένας καινούριος που έρχονταν γοργά από τα βάθη του σκοταδιού μπροστά τους. Γύρισε το βλέμμα πίσω του για μια στιγμή. Αντίκρυσε τα πρόσωπα των συντρόφων του σε αυτό το φευγιό. Είδε στα μάτια τους τον θάνατο που τους κυνηγούσε. Και την ελπίδα που τους κρατούσε ακόμα όρθιους, παγωμένους από τον αγέρα και τη θάλασσα, αλλά ακόμα ζωντανούς. Όταν ξαναγύρισε το βλέμμα του μπροστά ένα αμυδρό χαμόγελο φώτισε το χλωμό του πρόσωπο, και το χέρι του έσφιξε το μικρό, παγωμένο χέρι πιο πολύ. «Στεριά…», ψιθύρισε ξεψυχισμένα στην παράξενη γλώσσα της πατρίδας του. Γύρισε και κοίταξε την γυναίκα που στέκονταν δίπλα του. Ήταν κουρασμένη, άσπρη από την παγωνιά της νύχτας και της πείνας, αλλά το πρόσωπό της έλαμπε με μια απόκοσμη λάμψη. Του χαμογέλασε. Τράβηξε το χέρι του και το έβαλε πάνω στην κοιλιά της. Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια καθώς η ζωή άνοιγε δρόμο μες στο σκοτάδι, κάτω από τον μαύρο ουρανό.
Με αργές κινήσεις σέρβιρε την αχνιστή σούπα σε ένα βαθύ πιάτο. Άπλωσε μια μικρή πετσέτα πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι, έπιασε με τα χοντρά, μαυριδερά χέρια του τις φέτες του ψωμιού που ζεσταίνονταν στη σόμπα, και κάθισε να φάει. Έκανε το σταυρό του, και μετά ξάφνου κόμπιασε, ξεροκατάπιε με ένα στυφό λύγμο, και ξελογιάστηκε να κοιτά αμίλητος το μικρό κάδρο στον τοίχο. «Αχ γιαβρί μ’… Γιατί μ’ άφησες…? Τι θα απογίνω…? Πόσο θα βαστάξει αυτό το μαρτύριο…?». Οι λέξεις στριφογύρναγαν στο χιονισμένο κεφάλι του σαν τρελαμένοι χαρταετοί με κομμένες ουρές. «Πόσο…?»
Αχόρταγα βήματα αγκάλιαζαν τη βρεγμένη γης. Αχόρταγες ανάσες μιας παράξενης ελευθερίας. Ο θάνατος ήταν πίσω τους, μια μακρινή ανάμνηση, μια απόκοσμη πραγματικότητα μιας άλλης ζωής. Και μπροστά τους, στην υγρή άμμο, στον μικρό σωρό από βράχια και στα σκοτεινά φυλλώματα των δέντρων ξανοίγονταν μια καινούρια ζωή. Δύσκολη, αβέβαιη, αλλά σίγουρα καλύτερη από αυτό που άφησαν πίσω τους. Ξέρανε ότι ίσως δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ την πατρίδα τους. Τη γειτονιά τους, τα μέρη που μεγάλωσαν. Ό,τι είχε μείνει από αυτά. Πατρίδα τους ήταν πια όπου ήταν η ζωή. Εκείνη η θάλασσα που τους ξέβρασε εδώ, αυτός ο ουρανός που απλώνουνταν πάνω τους σαν κουβέρτα, αυτά τα βράχια και τα δέντρα μιας άλλης γης. Έτριβε τους ώμους της, τα χέρια της, τα μεριά της. Προσπαθούσε να τη ζεστάνει. Έβγαλε το βρεγμένο του μπουφάν και την σκέπασε, μένοντας σχεδόν γυμνός κόντρα στον αγέρα του Δεκέμβρη. Έψαχνε ένα γύρω τους συντρόφους του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πόσοι γλύτωσαν. Πόσοι πάλευαν ακόμα με τα κύματα. Πόσοι δεν τα κατάφεραν. Κοίταξε τα βαθιά, αμυγδαλωτά μάτια και μετά την ολοστρόγγυλη κοιλιά που πάλλονταν κάτω από στρώσεις βρεγμένων ρούχων. μες στο σκοτάδι εντόπισε ένα μικρό μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα. Την σήκωσε και κίνησαν αγκαλιασμένοι για κει. Σκέφτηκε τους συντρόφους του. Θα τα κατάφερναν. Θα καταλάβαιναν. Η ζωή δεν μπορούσε να περιμένει άλλο.
Απόφαγε κι έβγαλε τσιγάρο. Ξανάβαλε την καρέκλα του κοντά στη σόμπα κι ανασκάλεψε πάλι τη φωτιά. Αφουγκράστηκε. Σηκώθηκε αργά και περπάτησε προς το παράθυρο. Τράβηξε την κουρτίνα και με τα αυτιά του περισσότερο ψαχούλεψε το σκοτάδι. Ξάφνου η φάτσα του σκοτείνιασε, άρπαξε ένα φτυάρι από δίπλα του, άνοιξε την πόρτα και χύθηκε στην νύχτα.
-Σταθείτε ρε κωλόπαιδα!! Ελάτε δω ρε αλήτες!!
Τρομαγμένα βήματα και κοροϊδευτικά γέλια κατρακύλησαν στην κατηφόρα. Μπροστά του, δέκα μέτρα μακριά, μια μικροκαμωμένη γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο χώμα. Έμοιαζε αναίσθητη. Δίπλα της ένας ψηλός, μελαχρινός άντρας, γεροδεμένος, με έξυπνα μάτια. Είχε ρίξει το σώμα του πάνω της να την προστατέψει. Τώρα κοιτούσε τον γέρο με έκπληξη, σχεδόν με δέος. Ο γέρος έτρεμε ακόμα από την οργή. Το κρασί και η ένταση είχαν χρωματίσει κόκκινο το πρόσωπό του. Κοίταξε τους ταξιδιώτες. Την στρογγυλή κοιλιά της γυναίκας. Το πρόσωπό του άσπρισε μεμιάς, το μυαλό του ξεμέθυσε. Πέταξε στην άκρη το φτυάρι και όρμησε μπροστά. Γονάτισε δίπλα στην γυναίκα. Δεν ήταν αναίσθητη. Ηταν χλωμή, άσπρη σαν πεθαμένη. Τα ρούχα της, τα μαλλιά της, όλο της το είναι μέχρι το μεδούλι ήταν παγωμένο. Ο γέρος χούφτιασε το μικρό πρόσωπο στα χέρια του και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Ύστερα χάδεψε απαλά την στρογγυλή κοιλιά της, αφουγκραζόμενος τη ζωή που πάλευε να βγει στο φως.
-Γρήγορα! Πιάσ’ την να την πάμε μέσα.
Ο ψηλός άντρας τον κοίταζε τρομαγμένος, ανταποκρίθηκε όμως αμέσως στις χειρονομίες του γέρου. Την κουβάλησαν μέσα στην παράγκα και την ξάπλωσαν στο ντιβάνι δίπλα στη σόμπα. Ο γέρος έβαλε μια μεγάλη κατσαρόλα με νερό στη φωτιά και χάθηκε στο κούφωμα της πόρτας που οδηγούσε στην μικρή κρεβατοκάμαρα.
-Βγάλ’ της τα ρούχα!
Φώναζε κι έκανε χειρονομίες για να τον καταλάβει ο άντρας. Εκείνος της ψιθύριζε βιαστικά λόγια στην παράξενη γλώσσα της πατρίδας τους, της χάιδευε τα μαλλιά και προσπαθούσε να την ηρεμήσει.
-Το παιδί… Το παιδί… Έρχεται…
Εκείνη είχε καταλάβει, δεν της έμενε κουράγιο όμως να παλέψει και για τους δυο. Φοβότανε. Εκείνος το ήξερε. Αλλά δεν έπρεπε να της το δείξει. Ο γέρος επέστρεψε στο δωμάτιο με μια αγκαλιά πετσέτες και μια μεγάλη κουβέρτα.
-Βούτα τες στο νερό και στράγγιξέ τες, έδειξε με τα χέρια στον άντρα.
Έκατσε δίπλα στη γυναίκα, της χάδεψε το πρόσωπο με τα χοντρά του χέρια.
-Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά…
Εκείνη μέρεψε στο άγγιγμά του, στον ήχο της φωνής του, χαλάρωσε. Ο γέρος δίπλωσε την κουβέρτα και την έβαλε πίσω από τη γυναίκα στηρίζοντας τη μέση της. Της ανασήκωσε απαλά τη φούστα και της κατέβασε το εσώρουχο. Κοίταξε τον άντρα που είχε κοκκαλώσει δίπλα στη σόμπα και μετά τη γυναίκα.
-Και τώρα, πρέπει να σπρώξεις…
Ο γέρος γέμισε τα ποτήρια. Έπιασε τα δύο και τα έδωσε στο ζευγάρι. Αυτοί τα πήρανε μουδιασμένα.
-Πιείτε. Είναι γιορτή απόψε!
Κοιτάχτηκαν μέχρι ο γέρος να τους πλησιάσει πάλι κρατώντας το δικό του ποτήρι στο χέρι.
-Στην υγειά σας! Χιλιόχρονη να ‘ναι! Σαν τα ψηλά βουνά! Βλογήθηκε η καλύβα μου με το θαύμα σας!
Ύψωσε το ποτήρι του προσκαλώντας και τα δικά τους. Τσούγκρισαν, κι ο γέρος κατέβασε το ποτήρι του μονορούφι. Ο άντρας τον μιμήθηκε. Τον κρασί τον χαλάρωσε. Κοίταξε τη γυναίκα που κρατούσε ακόμα το δικό της. Της χαμογέλασε για να εισπράξει ένα μικρό χάδι στα μαύρα του μαλλιά. Ύστερα κατέβασαν και οι δυο το βλέμμα τους, εκεί, ανάμεσά στους, πάνω στο μικρό ντιβάνι, όπου χωμένη μέσα σε μια μικρή κουβερτούλα κοιμόταν η κόρη τους. Η φωνή του γέρου τους έβγαλε από το ονειροπόλημά τους.
-Να ξέρετε πως σας νιώθω. Εμένα που με βλέπετε γεννήθηκα στον δρόμο. Στον δρόμο! Όταν διώξανε τους γονείς μου από το χωριό τους στον Πόντο η μάνα μου ήταν στον μήνα της. Περπατούσανε για μέρες. Στην έρημο. Στην κάψα. Χωρίς φαΐ. Χωρίς νερό. Μια μέρα, εκεί που περπατούσε, σταμάτησε, έκατσε σε ένα χαντάκι και με γέννησε. Φτάσανε κάποτε στα παράλια. Μετά στην Ελλάδα. Όλοι τους κοίταζαν σαν παρίες, τους συμπεριφέρονταν σαν ζώα. Κι όσοι τους πρόσφεραν μια μπουκιά φαΐ, μια γουλιά νερό, ένα ρούχο να καλύψουν τη γύμνια τους, τους μνημόνευαν στις προσευχές τους μέχρι που πεθάνανε.
Τα μάτια του γέρου είχαν βουρκώσει. Γέμισε ξανά το ποτήρι του και το άδειασε μονομιάς. Άναψε τσιγάρο. Κοίταξε το μωρό που ρουθούνιζε γαλήνια.
-Ο πατέρας μου όταν γεννήθηκα δεν πίστευε ότι θα ζήσω. Κάθε βράδυ με έπαιρνε στην αγκαλιά του και μου έλεγε ιστορίες. Ιστορίες για τους αρχαίους. Για τον Οδυσσέα, τον Αχιλλέα, τον Λεωνίδα, τον Μεγαλέξαντρο. Για μάχες, για πολέμους, για ήρωες, για προδοσίες. Τελικά έζησα. Κι εκείνος δεν σταμάτησε ποτέ να μου λέει εκείνες τις ιστορίες. Που και που, ανάμεσο στις ιστορίες του πετούσε και κανά αρχαίο. Εγώ τον ρώταγα συνέχεια να μου τα ξηγάει ακόμα και όταν μου τα είχε πει δεκάδες φορές.
Κοίταξε τους δυο φιλοξενούμενούς του. Παρόλο που δεν τον καταλάβαιναν, τον κοιτούσαν σαν μαγεμένοι.
-Γιατί σας τα λεώ όλα αυτά θα αναρωτιέστε. Δεν τα λέω για σας. Για μένα τα λέω. Να ξαλαφρώσω την ψυχή μου. Σκολειό δεν πήγα. Έμαθα να μιλώ στον δρόμο. Ο δρόμος ήταν το σπίτι μου. Εκεί που γεννήθηκα έμαθα τα πάντα για τη ζωή. Και τα κατάφερα. Επιβίωσα. Έκαμα οικογένεια. Είδα τα παιδιά μου να μεγαλώνουν, να γίνονται άντροι. Να πεθαίνουν… Έχασα τη γυναίκα μου, το στήριγμά μου. Ήμαστε πάνω από εξήντα χρόνια μαζί. Μαζί μεγαλώσαμε. Κι αγαπηθήκαμε τόσο φυσικά, όπως βγαίνει κάθε πρωί ο ήλιος. Κι από τότε που την έχασα, χάλασα, έμεινα μισός. Και μισός άνθρωπος είναι χειρότερο από ζο.
Ένα δάκρυ πήρε να κυλάει ανάμεσα στις παχιές ρυτίδες του προσώπου του. Ξανάδειασε το ποτήρι του.
-Ξέμαθα να πιστεύω στον θεό. Τον μίσησα για τη ζωή που μου κλήρωσε. Δεν πείραξα ποτέ κανέναν. Κι αυτή ήταν η ανταμοιβή μου. Μια ζωή γεμάτη μόχθο και δυσκολίες. Και θάνατο. Πολύ θάνατο… Ας είναι…
Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του και πλησίασε στο ντιβάνι. Έσκυψε και πήρε στην αγκαλιά του το μικρό μπογαλάκι που ρουθούνιζε ήσυχα. Το ταχτάρισε καθώς ξανακάθησε στην καρέκλα του με το μικρό κοριτσάκι στην αγκαλιά του.
-Ας είναι… Απόψε όλα πήραν νόημα. Όλη μου η ζωή απόχτησε ουσία. Το σπιτικό μου φωτίστηκε από ένα φως που δεν είχα ματαδεί στη ζήση μου.
Κοίταξε τους μουσαφιραίους. Είδε στα πρόσωπά τους όλα τα βάσανά τους. Τον θάνατο που είχαν δει. Την αγωνία να γλυτώσουν. Και την ελπίδα που φώλιαζε βαθιά στα μάτια τους. Την ελπίδα που κρατούσε στην αγκαλιά του.
-Όλα κείνα τα αρχαία που μου ‘λεγε ο πατέρας μου τα λησμόνησα. Όπως λησμόνησα να αγαπώ τους άλλους, σαν σκλήρυνε το πετσί μου από τον πόνο. Μα ένα όμως το θυμούμαι ακόμα. Είναι από κείνη την ιστορία που ο Λεωνίδας και τα τρακόσα παλικάρια του κάτσανε και σκοτώθηκαν πολεμώντας τους Πέρσες. Σαν ήμανε μικρός μου φαίνουνταν χαζό, να κάτσεις να σκοτωθείς έτσι. Τζάμπα. Αλλά τελικά δεν ήταν έτσι. Μπορεί να σκοτώθηκαν, αλλά σώθηκαν χιλιάδες άλλοι. Κι αυτό φτάνει για να τους θυμόμαστε ακόμα.
Χαμογέλασε στο μικρό κοριτσάκι που ανάσαινε απαλά στην αγκαλιά του. Κοίταξε το ζευγάρι.
-Από τότε που πέθανε η γυναίκα μου δεν πάτησε άνθρωπος εδώ μέσα. Και σήμερα ήρθατε εσείς. Και αυτό εδώ το πλασματάκι. Για να λυτρώσει την καταραμένη μου ψυχή.
Ο γέρος στάματησε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Κοίταξε το μικρό κάδρο στον τοίχο. Την γυναίκα που του χαμογελούσε από κει ψηλά. Ύστερα κοίταξε το κοριτσάκι που κοιμότανε στα μπράτσα του. Η φωνή του ακούστηκε σπασμένη καθώς απήγγειλε το αρχαίο ρητό.
-Ω ξειν, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
Ύστερα ξανακοίταξε το μικρό κάδρο και ψιθύρισε στη νύχτα που σκέπαζε τα μάτια του.
-Έρχομαι γιαβρί μ’… Έρχομαι…
Μορφέα, τούτο το κείμενό σου με συγκινεί, σκουπίζω τα δάκρυά μου.
Να ζήσεις
...καλή μου. Να έχεις μια πλούσια χρονιά. Φιλιά πολλά!!