Εμένα, εμένα! Εδώ! Εμένα πάρε!
Όχι, ρε γαμώτο, πάλι αυτόν με το πολυβόλο πήρε...
Και τον έβαλε και στην κορυφή της κουβέρτας που είναι το μαξιλάρι-λόφος από κάτω. Οπότε μετά θα πάρει και τους γονατιστούς που σημαδεύουν και θα τους βάλει πίσω από τον άλλο. Μάλιστα, νάτο, τόκανε πάλι... Φτου, γαμώτο...
Πάντα πίσω θα μένω εγώ δηλαδή;
Έχω βαρεθεί να κάνω πετάλι στα μετόπισθεν...
Θα πεις, άμα σε βάλει μπροστά, θα σε σκοτώσουν πρώτο-πρώτο, αφού δεν έχεις ούτε όπλο.
Μα πώς να πυροβολάω αφού κάνω πετάλι και το ένα μου χέρι είναι κρεμασμένο στο πλάι να κρατάει έναν φάκελο; Δε με νοιάζει. Και εδώ που με βάζει πάντα, δεν βλέπω τίποτε.
Μπαίνω σαν ντεκόρ, έτσι για “να δείχνω αληθοφάνεια στο σκηνικό της μάχης” όπως λέει ο μικρός κύριος...
Και αφού, παρακαλώ, ήθελε αληθοφάνεια γιατί δεν πήρε εκείνο το κουτί που είχε μέσα και πολλούς τραυματίες, τί νομίζει, πως ο πόλεμος είναι μόνον όρθια στρατιωτάκια που πυροβολάνε και που, όταν ο άλλος κάνει μπαμ και τα ξαπλώσει κάτω στην ίδια στάση με πριν, δεν τρέχει τίποτε;
Θα πεις, πού τα ξέρεις εσύ αυτά.
Ξέρω από τον πατέρα του, που τού λέει καμμιά φορά όταν παίζουν παρέα, πως να μην ξεχνάει ποτέ πως, άλλο το παιχνίδι και άλλο ο αληθινός πόλεμος, που έχει αίματα και στενοχώρια και πόνο και σπίτια που ερημώνουν.
“Τότε γιατί οι άνθρωποι φτιάχνουν στρατιωτάκια που τους θυμίζουν τον πόλεμο;” είχα αναρωτηθεί.
“Γιατί ο πόλεμος πάντα γοήτευε τους ανθρώπους που δεν τον έχουν γνωρίσει”, είπε μια μέρα ο μπαμπάς τού μικρού στην μαμά του, που τον ρώταγε γιατί αφήνει το παιδί να παίζει με στρατιωτάκια.
“Και για να μείνει εδώ εκείνο το ένστικτο πού 'χει μέσα του και τρέχει στα γονίδιά του”, απάντησε εκείνος.
Τα πλαστικά στρατιωτάκια μάλλον δεν έχουμε απ΄αυτά τα γονίδια.
Το καταλαβαίνω γιατί δεν έχω θελήσει ποτέ μου να πολεμήσω στ’ αλήθεια.
Αλλά, πάλι, ούτε και ποδήλατο κάνω στ' αλήθεια...
Πάντως, εξακολουθώ να σκέφτομαι πόσο πολύ θάθελα να με βάλει και μένα ο μικρός κύριος στη κορυφή του μαξιλαριού-λόφου, να δώ για λίγο την μάχη, έστω και για όσα λίγα λεπτά θα του πάρει για να βάλει ένα πολυβόλο από τη άλλη πλευρά να με ξαπλώσει κάτω.
Γιατί άμα με ξαπλώσουν κάτω, μετά με ξαναπιάνει και μα ξαναστήνει όρθιο και λέει στον άλλο παιδάκι πως “δεν πειράζει, αυτός δεν μετράει αφού δεν κρατάει όπλο, τον βάζω μόνον για να δείχνει το στρατόπεδο πιό αληθινό”.
Δηλαδή, το στρατόπεδο δείχνει πιό αληθινό με ένα στρατωτάκι που δεν πολεμάει και κάνει ποδήλατο; Μάλλον, τα στρατιωτάκια που κρατάνε όπλα και σημαδεύουν δεν φτάνουν για να μοιάζει η κουβέρτα με τα μαξιλάρια από κάτω για αληθινό βουνό όπου γίνεται αληθινή μάχη...
Χρειάζομαι και εγώ, που μοιάζω να κάνω αμέριμνος ποδήλατο, ενώ στην ουσία είμαι στη μέση της μάχης και αργά ή γρήγορα θα σκοτωθώ. Είναι σημαντικό πιστεύω, να βασίζεται ολόκληρη αληθοφάνεια σε ένα στρατιωτάκι που ποδηλατεί και δεν πολεμάει.
Μετά είναι και τα τανκς.
Πλαστικά και 'κείνα, αλλά μου φέρνουν φόβο. Όταν τα κρατάνε στα χέρια τους και κάνουν πως κινούνται, βγάζουν από το στόμα τους κάτι μουγκρητά, σαν να βροντάει και να μην μπορείς να ξεφύγεις. Και τα τανξάκια πατάνε πολλά στρατιωτάκια και ο άλλος φωνάζει “Ε, δεν είναι δίκαιο!”
"Πώς δεν είναι δίκαιο", θέλω να τους φωνάξω με τη σειρά μου, "υπάρχει τίποτε δίκαιο σ΄έναν πόλεμο;"
Αληθινό πόλεμο, εννοώ...
Και έχω την εντύπωση πως πάντα κερδίζει το παιδάκι που ο μπαμπάς του έχει περισσότερα λεφτά και του αγοράζει περισσότερα τανξάκια...
Μετά είναι και τα κανόνια.
Αυτά δεν τα βλέπω σχεδόν ποτέ, αλλά, καταλαβαίνω πως έχουν ρίξει με αυτά, γιατί βλέπω μια γροθιά να έρχεται από ψηλά κατά πάνω μας και μετά, όταν φτάνει κοντά μας, ανοίγει τα δάχτυλα και κάνει ένα μεγάλο μπάαααμ και ρίχνει κάτω πέντε δέκα από εμάς.
Τότε, ο δικός μου μικρός δέχεται να με ρίξει κάτω, γιατί λέει πως, δεν έγινε και τίποτε αφού δεν κρατάω όπλο. Από τη μιά χαίρομαι γιατί με ξαναστήνει και από την άλλη λυπάμαι, που επειδή κάνω ποδήλατο, δεν μετράω και πολύ...
Φαίνεται πως βάζει πάντα μερικά στρατιωτάκια που δεν πυροβολούν σε τέτοια σημεία, που ο άλλος να μπορεί να τα ρίχνει με το κανόνι του και να νομίζει πως κερδίζει, αλλά στο τέλος κερδίζει εκείνος με τους περισσότερους που σημαδεύουν.
Ο άλλος, δηλαδή μικρός, που ο μπαμπάς του τού αγοράζει πολλά κουτιά στρατιωτάκια και 'κείνος διαλέγει από καθε κουτί μόνον εκείνα που πυροβολάνε και άμα θυμώνουν οι άλλοι τους απαντάει “τί να κάνουμε, να πείτε στους μπαμπάδες σας να σας πάρουν κι΄εσάς πολλά κουτιά στρατιωτάκια”.
Μα τί τού 'ρθε του κατασκευαστή να με κάνει ένα στρατιωτάκι πάνω σε ποδήλατο; Είμαι εγώ στρατιωτάκι κανονικό; Τί δουλειά είχαν τα ποδήλατα στον πόλεμο;
Στην αρχή μάλιστα, μόλις με βγάλανε απ΄το κουτί κι΄έπαιξα σε μερικές μάχες, άκουγα τον μικρό να λέει “πάω για ποδήλατο” και νόμιζα πως πάει κάπου που θα γίνεται πόλεμος, όπως και στο παιχνίδι.
Μετά κατάλαβα πως το ποδήλατο είναι κάτι που το λένε διασκέδαση, πάνε δηλαδή για βόλτα, για να ξεσκάσουν.
Άμα δεν έχει πόλεμο, τί μπορεί να είναι άραγε εκείνο που σε κάνει να σκάς και να θες να ξε-σκάς;
Υποθέτω κάποιοι κακοί, που θα κάνουν κάτι ανάλογο με πόλεμο.
Και μετά σκέφτομαι πως εμείς τα στρατιωτάκια δεν είμαστε κακά. Δηλαδή, άμα μας στήσεις και μας αφήσεις, δεν πρόκειται ποτέ να πυροβολήσουμε ο ένας τον άλλον. Τα παιδάκια μας κάνουν να πυροβολάμε. Αν και εγώ δεν πυροβολάω ποτέ και τόχω παράπονο.
Θα πεις, “Αφού δεν συμφωνείς με τον πόλεμο, γιατί θέλεις να πυροβολήσεις;” Θα σου έλεγα πως η σωστή ερώτηση είναι “Αφού ξέρεις πως ακόμη και αν είχες όπλο και έκανες πως πυροβολούσες δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα, γιατί θέλεις να πυροβολήσεις;”
Μα γι’ αυτό ακριβώς!
Θέλω να πολεμήσω σε έναν ψεύτικο πόλεμο, που οι σκοτωμένοι είναι απλώς ξαπλωμένοι, που θα ξανασηκωθούν αργά ή γρήγορα.
Και που στο τέλος, όλοι μαζί θα μπουν στο ίδιο κουτί και θα πάνε πίσω στο ράφι, να μην πρέπει να πολεμάνε πιά.
... μου κάνει κάπως διαφορετικό, φρέσκο, αλλιώτικο.
Κάτι, κάτι....