“…υπάρχουν στιγμές που νιώθεις τα πάντα γύρω σου να σταματούν
στιγμές που νιώθεις το χρόνο να κόβεται στα δυο
στιγμές που δεν αφήνουν τίποτα ίδιο πίσω τους
στιγμές που εύχεσαι να σ’ είχαν προσπεράσει…”
Μια στιγμή ήτανε. Όταν ο Σάμπρης κοπανούσε το χέρι του σε κείνο τον τοίχο. Τότε, θα ‘μασταν δέκα, έντεκα, μπα, πιο μικροί, έγραφε με μεγάλα γράμματα METALLICA. Μας είχανε πάει εκδρομή εκεί, με το σχολείο. Στα Σφαγεία. Είχε μια παιδική χαρά, δυο γήπεδα μπάσκετ, κι αυτό το χώρο εκεί, περιφραγμένο με σύρμα, με τον τοίχο αυτό στη μια μεριά, είχε και στην άλλη μεριά τοίχο, δεν θυμάμαι. Εκεί παίζαμε ποδόσφαιρο. Ο Σάμπρης ήταν το καλόπαιδο της γειτονιάς. Θα 'ταν κανά χρόνο μεγαλύτερός μου, κάπνιζε όταν οι υπόλοιποι δεν είχαμε ξεκινήσει να βρίζουμε ακόμα, δεν θυμάμαι καν αν ήμασταν στο ίδιο σχολείο, ή αν βρέθηκε εκεί γιατί έτσι, επειδή μπορούσε, δεν έχει και πολύ σημασία. Σημασία έχει ότι τον θυμάμαι, σαν να είναι μπροστά μου, σαν να είναι ακόμα ζωντανός, γιατί δεν στο 'πα, πέθανε, πριν μερικά χρόνια, από ναρκωτικά νομίζω, τον θυμάμαι που λες να κοπανάει το χέρι του στον τοίχο, σε κάθε συλλαβή και να φωνάζει, “ME-TA-LLI-CA!!”.
Τώρα τα Σφαγεία δεν υπάρχουν. Γίνανε δρόμος. Ναι. Πάει και η παιδική χαρά, και τα γήπεδα για το μπασκετάκι, εκεί που παίζαμε με τους μεγάλους της έκτης, εμείς ήμασταν πέμπτη, και τους κόβαμε τον κώλο κάθε φορά. Πάνε όλα. Γίνανε μια διαπλάτυνση. Αυτός ο τοίχος όμως στέκει εκεί. Ο άλλος απέναντι, αν υπήρξε ποτέ δεν υπάρχει πια. Στέκει μια κολώνα του ηλεκτρικού στη θέση του. Και είναι ακόμα ζωγραφισμένος ο τοίχος. Όπως ό,τι ρημάζει σε αυτή τη ζωή γίνεται καμβάς για τα ντέρτια και τις καύλες μας. Μέχρι να γκρεμιστεί κι αυτό. Μέχρι να γκρεμιστούνε όλα.
Γιατί στα γράφω αυτά ε?
Δεν ξέρω.
Είναι μάλλον που ποτάμια κυλάνε πολλά μέσα μου και ψάχνουν να βγουν στο φως. Είναι που στιγμές πολλές μαζεύτηκαν σαν χάντρες από κομπολόι σκόρπιες, και άντε να τις συμμαζώξεις. Σαν μπίλιες υδράργυρου από σπασμένο θερμόμετρο, έχεις δει ποτέ πως κατρακυλάνε στα πλακάκια, και χώνονται κάτω από τα έπιπλα? Ε, έτσι. Είναι που γύρω μας ανοίγονται συνέχεια δρόμοι και εμείς δεν έχουμε πια κουράγια να ταξιδέψουμε.
Σήμερα το πρωί έκανα ποδήλατο. Ήμουν στον κάμπο, γύρω γύρω χωράφια, πυλώνες της ΔΕΗ, σκοτωμένα αδέσποτα στην άσφαλτο. Να ακούς το ρεύμα να χοροπηδάει στα καλώδια, να μυρίζεις το χώμα, την κοπριά, την υγρασία, τον θάνατο. Είχε συννεφιά. Ο ουρανός ήταν λες και ήταν ανάγλυφος, λες και είχε κατέβει και ήθελε να βιάσει τη γης σαν απαιτητικός και λιγωμένος εραστής. Έψαχνα με το μάτι τον ήλιο. Για πολύ ώρα δεν φαινόταν τίποτα, μόνο ένα θολό, διάχυτο φως, τίποτα παραπάνω. Και κάποια στιγμή, εκεί στην ανατολή, άνοιξε μια χαραμάδα στα σύννεφα και σαν βροχή φάνηκε μια κόκκινη λάμψη να πέφτει σαν κουρτίνα κάθετα στη γης. Πως βλέπεις από την ακτή την καταιγίδα στον ορίζοντα σαν πέπλο? Έτσι ήταν. Μόνο που ήταν κόκκινο. Κόκκινο και πορτοκαλί.
Και εκεί ήταν λες και ο χρόνος στάθηκε, πήρε τάιμ άουτ, άναψε τσιγάρο κι έκατσε να χαζέψει τη ζωή να καίγεται.
Σα δε πάνε όλα στο διάλο…?
Γαμώ σε για ζωή, μας έχεις αλλάξει τα φώτα.
http://tkrachtis.tumblr.com/post/131231903984/%CF%85%CF%80%CE%AC%CF%81%C...
"Σα δε πάνε όλα στο διάλο…?"
Μέσα στο μυαλό μου είσαι...
Μορφέα, πανέμορφα περιγράφεις ότι ο χρόνος είναι μια αυταπάτη στην οποία πέφτουμε όλοι
οι άνθρωποι...
Μου αρέσει κάθε κείμενο που δημοσιεύεις.
Σας εύχομαι κάθε καλό
...κάποια φορά φίλε ofie, όταν είχα πολύ καιρό να γράψω, να γράφω.
Λίγος χρόνος διαθέσιμος εδώ και πολύ καιρό, αλλά προσπαθώ όσο μπορώ να ακολουθώ τη συμβουλή σου. Βγαίνουν με πολύ κόπο κι αυτά που βγαίνουν.
Κωστάνζα σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Πρέπει να είσαι από τις πιο φανατικές αναγνώστριές μου. :-)
Φιλιά και στους δυο σας.
Και να συνεχίσεις ακάθεκτος τώρα που βρίσκεις το ύφος σου.