Κρίτς, κριτς...

Κρίτς, κρίτς...
Είχε την θήκη της κιθάρας περασμένη στον ώμο και είχε ακόμα το σαραβαλάκι του να τρίζει κουρασμένα κάτω από τα πόδια του, κάθε φορά που γυρνούσαν τα πετάλια. Είχε ακόμα και μια καρδιά να χτυπάει σαν τρελή κάθε φορά που την έβλεπε να χαμογελά, όμως εκεί τελείωναν τα υπάρχοντά του. Άλλο δεν είχε κι όλα ήταν γύρω του ήταν γκρίζα και θορυβώδη, σαν τα αυτοκίνητα που τον προσπερνούσαν φλύαρα.
Τα βράδυα πριν κοιμηθεί σκεφτόταν όσα μπορούσε να της πει, κι ήταν όλα τόσο όμορφα και έξυπνα, που εκείνη συνεχώς χαμογελούσε. Τα πρωινά που ξυπνούσε για να πάει στη δουλειά, έβαζε την αγάπη του στα πετάλια και πετούσε στον δρόμο. Μα όταν τελικά την έβλεπε, από μέσα του έβγαινε μοναχά αμηχανία και κρύα αστεία και το απεγνωσμένο βλέμμα του ανθρώπου που παλεύει να σώσει ένα ναυάγιο. Εκνευρισμένος με τον εαυτό του, τα βράδυα στρίμωχνε πάνω στα πετάλια του τον θυμό για τον εαυτό του. Και το σαραβαλάκι πάλι κυλούσε, τρίζοντας κουρασμένα.
Κι έτσι, ο δρόμος δεν ήταν ποτέ ο ίδιος. Η επιστροφή είναι πάντα φτιαγμένη από ανηφόρες.
Κι εκείνο το βράδυ, δεν ήταν διαφορετικό.
Κρίτς, κρίτς...
Σε μια ανηφορίτσα του βγήκε η αλυσίδα και αναγκάστηκε να σταματήσει. Κάθισε σε ένα παγκάκι κάτω από τα λιγοστά αστέρια, τα πληγωμένα από την αισθητική του ανθρώπου των φωτεινών επιγραφών και τα ψωριάρικα πεύκα, τα γκρίζα και σκυφτά θύματα της ανθρώπινης βιασύνης. Κοίταξε λυπημένα το σαραβαλάκι. Σκέφτηκε πως μερικοί άνθρωποι είναι απλά φτιαγμένοι για σαραβαλάκια και πως είναι μάταιο να προσπαθούν. Έβγαλε τη κιθάρα του κι άρχισε ένα μονότονο άρπισμα, σιγανά για να μη ξυπνήσει τα σκοτεινά κουτιά που τον περικυκλώναν.

Ήρθε τότε στο μυαλό του το χαμόγελό της. Και σαν σε ταινία γεννήθηκαν κι άλλες εικόνες. Ο ήλιος που βγαίνει δειλά πίσω από τα βουνά, ένας νεαρός που κοιτάζει τα βράχια, ο αφρός της θάλασσας...
Οι ποιητές και οι συγγραφείς έχουν την ικανότητα να φτιάχνουν κόσμους, δικούς τους κόσμους. Θεοί μιας μικρής νησίδας της φαντασίας όπου όλα αποφασίζονται από εκείνους. Οι πιο αδύναμοι θεοί απ' όλους, αυτοί που στήνουν ολόκληρους κόσμους, για να ανακαλύψουν μικρά καταφύγια..

Κι ο νεαρός που κοιτούσε τα κύμματα σκέφτηκε πως έμοιαζαν στην αγάπη. Με την τόλμη της ηλικίας του και την πίστη στο ακατόρθωτο, σκέφτηκε πως τα κύμματα θα παλέψουν και θα λυάνουν τα βράχια, πως θα τα σπάσουν σε βότσαλα και πως ο τόπος γύρω του δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος.
Κι άλλες εικόνες ξεπήδησαν στο μυαλό του... Τώρα πια το τοπίο παρέμεινε το ίδιο, αλλά την θέση του νεαρού πήρε ένας γέρος, με τριμμένο κοστούμι που κοιτώντας τα κύμματα αναλογιζόταν, πως η αγάπη μοιάζει στους βράχους. Πως όσο κι αν την πολεμήσεις, εκείνη θα βρίσκεται εκεί. Και τα τοπία, όσο κι αν αλλάξουν θα μαρτυρούν πως πάντοτε υπάρχει κάτι που αντιστέκεται.

Ένα σκοτεινό κουτί που φώτισε χυδαία το παγκάκι ήταν αρκετό για να επιστρέψει η κιθάρα στη θήκη της και η αλυσίδα στα γρανάζια της.
Κρίτς, κρίτς...

Σκεφτόταν πως ανάμεσα στον ενθουσιασμό της νεότητας και τη σοφία των χρόνων, υπάρχει τελικά μια αλήθεια. Γιατί στην γέννησή της, η αγάπη έχει ορμή, έχει πάθος και παλεύει ελπίζωντας, πως σαν τα χρόνια περάσουν, αυτή θα βρίσκεται εκεί, με ενός βράχου τη μορφή...

Κρίτς, κρίτς...
Και το σαραβαλάκι πετούσε πια, πάνω από τις ανηφόρες της επιστροφής...

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
ventalia
Απών/απούσα

Το μόνο που θέλω να πω είναι ότι δεν ήθελα να το διαβάσω γρήγορα γιατί έτσι θα τελείωνε και δεν θα είχε άλλο!!! Μπράβο!!!!

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

συγκινήθηκα πολύ διαβάζοντας το κείμενο αυτό...Μπάβο!

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact