Ένα παραμύθι για παιδιά που δεν έχουν ποδήλατο, αλλά, έχουν δικαιολογίες.
Ο Λήκης ο Σκουλήκης ξύπνησε, τεντώθηκε προς τα εμπρός, τεντώθηκε προς τα πίσω και σηκώθηκε απ΄το φύλλο που κοιμότανε.
"Χα-χουμμμμμ", χασμουρήθηκε και με νυσταγμένα τα δυό του μάτια και τους δεκατρείς φωτοδέκτες του, πήγε να πιεί την πρωινή του δροσοσταλίδα από το πιό πράσινο φυλλαράκι του δέντρου.
Σλουρπ... και μετά από λίγο, άλλο ένα σλουρπ... Όμως, την ώρα που έπινε την δεύτερη δροσερή γουλιά, άκουσε κάτω του μια ασυνήθιστη φασαρία.
Γλύστρησε μέχρι την άκρη του φύλλου και κοίταξε κάτω, στο μονοπάτι των μηρμυγκιών. Μια παρέα σκαθαριών ετοιμαζότανε για εκδρομή και κάνανε όλο τον σαματά του κόσμου. Πάντα έτσι έκαναν, απίστευτη φασαρία.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, αυτήν την φορά είχαν και ποδήλατα....
Ποδήλατα χρωματιστά, με γυριστά τιμόνια, με καθρεφτάκια και σχάρες, με παγουράκια και φώτα, με όμορφα αυτοκόλλητα και γυαλιστερούς προφυλακτήρες.
«Μα πού τα βρήκαν τόσα ποδήλατα οι στρουμπουλούληδες», αναρωτήθηκε.
«Ποδήλατο..... Χα! Τα ποδήλατα θέλουν ισορροπία», είπε μέσα στο μυαλό του ο εαυτός του. Πάντα αντιρρήσεις τούφερνε ο εαυτός του, ό,τι κι΄αν ήθελε να κάνει, ό,τι κι΄αν σκεφτόταν πως θα του άρεσε να κάνει.
«Μα έχω ισορροπία», απάντησε ο Λήκης ο Σκουλήκης, «Μια φορά είχα σταθεί στην άκρη ενός φύλλου μόνο με τα δόντια μου και δεν είχα πέσει! Φάτην!».
«Ναι, αλλά τα ποδήλατα θέλουν αντοχή!» ξαναφώναξε ο εαυτός του.
«Ουφ, δεν θα σταματήσει ποτέ..»σκέφτηκε ο Λήκης. «Μπορώ να ανέβω από το έδαφος μέχρι το πρώτο κλαδί του δέντρου μέσα σε μιά μέρα! Ξέρεις εσύ πολλά σκουλήκια που να μπορούν να το πετύχουν αυτό; Έχω αντοχή, έχω τεράααααστια αντοχή! Ξαναφάτην!» και μετά σκέφτηκε μόνος του «βλαμμένε...».
«Μμμμ, καλά....» έκανε ο εαυτός του και τού φάνηκε πως κοίταζε αμήχανα κάτω....
«Αλλά, το ποδήλατο θέλει πόδια!!! Τόχες σκεφτεί αυτό, χαζοσαλιάρη;» τού φώναξε κατάμουτρα ο εαυτός του με μια κακή χαρά που έκανε την καρδούλα του Λήκη του Σκουλήκη να τρομάξει και να μαζευτεί.
«Δεν έχω...» σκέφτηκε...
«Σε άκουσα! Τί μουρμουρίζεις εκεί πέρα; Νομίζεις πως δεν σ΄ακούω;» συνέχισε ο εαυτός του «Φυσικά και το ξέρω πως δεν έχεις πόδια και άρα δεν θα κάνεις ποτέ σου ποδήλατο, χαζοκατερπιλαράκο!»
Ο Λήκης ο Σκουλήκης κράτησε με δυσκολία την ψυχραιμία του, αλλιώς θα ήταν το πρώτο σκουλήκι που με μια δυνατή μπουνιά θα έλιωνε τον εαυτό του... Αλλά ό,τι και νάλεγε, ακόμη και η μπουνιά θέλει χέρια και το ποδήλατο θέλει πόδια... Και μάλιστα, τουλάχιστον δύο και νάναι και μακρυά...
Τις επόμενες τρεισίμιση μέρες και τριανταδύο λεπτά η σκέψη του ποδηλάτου βασάνιζε τον Λήκη το Σκουλήκη ακατάπαυστα.
Αν είχε νύχια, θα τα είχε καταφάει.
Αν μπορούσε να κάνει επιπλέον ρυτίδες απ΄ όσες ζάρες είχε από γεννησιμιού του το μακρουλό σωματάκι του, θα είχε κάνει.
Αν μπορούσε να πιεί για να ξεχάσει, θα τόχε και αυτό κάνει, αφού μάλιστα ήξερε πως κάποιοι μακρυνοί του συγγενείς καταναλώνονταν μέσα σε τεκίλες.
Την αγωνία του ήρθε να κάνει μεγαλύτερη η επόμενη εκδρομή των σκαθαριών, όπου είχαν φέρει μαζί τους και τα ακριδάκια και γινόταν ένα χάος από φωνές και γέλια. Καταραμένα ακριδάκια... Και αυτά είχαν πόδια και μάλιστα, μακρυά...
Απέφυγε να κοιτάξει κάτω. Έκανε πως διαβάζει ένα βιβλίο για τις συνήθειες των μπουρμπουλόψαρων σε περιόδους έλλειψης πλαγκτόν.
Αδύνατον όμως να συγκεντρωθεί... Όλα τον έσπρωχναν να σκύψει και να ρίξει μια τόση δα ματιά, ένα βλεφαράκι, να στρέψει προς τα κάτω ένα μόνον από τα δύο περίεργα μάτια του.
Αντιστάθηκε για τέσσερα ολόκληρα δευτερόλεπτα.
Μετά, υπέκυψε και ως εκ τούτου, έσκυψε...
Πρόλαβε και είδε την ουρά τής πορείας να χάνεται στο βάθος του μονοπατιού. Ας πάνε στο καλό, σκέφτηκε και γύρισε στο βιβλίο του, το οποίο όμως παράτησε αμέσως, αφού δεν υπήρχε λόγος πλέον να συνεχίσει να διαβάζει.
Αλλά, για στάσου... Τί είχε μόλις πάρει το μάτι του... Τί γυάλιζε εκεί κάτω απ΄το δέντρο... Ξανάσκυψε και κοίταξε προσεκτικά.
Ε, ναί, λοιπόν, αγαπητά μου σκουληκάκια, αυτό που γυάλιζε ήταν ένα ποδήλατο, ένα παρατημένο ποδήλατο !!!
Γούρλωσε το μάτι με το οποίο είχε δει την πορεία να χάνεται στο βάθος, ενώ το δεύτερο παρέμεινε απαθές στην άκρη της κεραίας του, προσπαθώντας να διασώσει ίχνη αξιοπρέπειας. Οι πέντε καρδιές του χτύπησαν δυνατά και το μαλακό στενόμακρο σωματάκι του σφίχτηκε σαν σωληνάριο οδοντόκρεμας που βγάζει την τελευταία δόση.
Ο χαζός εαυτός του δεν έβγαλε άχνα περί αντοχής όταν διαπίστωσε πως ο Λήκης ο Σκουλήκης μπορούσε να κατέβει απ’ το δέντρο μέσα σε είκοσι εφτά μόνον λεπτά πηδώντας από φύλλο σε φύλλο σαν επιδέξια μαϊμού ή μάλλον, σαν ένα μόνον δάχτυλο επιδέξιας μαϊμούς ή ακόμη, σαν ένα μόνον επιδέξιο δάχτυλο μαϊμούς.
Ο Λήκης ο Σκουλήκης είχε εμπρός του ένα ποδήλατο ! Επεσήμανε πως αυτό ακριβώς που ένιωθε αυτήν ακριβώς την στιγμή, θα έπρεπε να θυμηθεί να το νιώσει και όταν θα αντίκρυζε τον μεγάλο έρωτα της ζωής του.
Άγγιξε την σέλα, τους σωλήνες, τις ρόδες σαν να άγγιζε την καρδιά ενός τρυφερού μαρουλιού.
Ε, ναι, θα δανειζόταν το ποδήλατο για να κάνει ένα-δύο-τρεις-τέσσερεις-πέντε γύρους εδώ, στο μονοπατάκι των μηρμυγκιών και θα το άφηνε στην θέση του όπως το βρήκε και καθαρό από σάλια.
Με την μια καρδιά από τις πέντε να έχει σταματήσει εντελώς από την αγωνία, ανέβηκε στο ποδήλατο. Χα! Υπέροχη αίσθηση! Είχε στηρίξει το κεφάλι του στη μέση του τιμονιού, το σώμα του ακούμπαγε απαλά επάνω στον οριζόντιο σωλήνα και η ουρά του είχε στρογγυλοκαθήσει στην σέλα.
«Πάμε, λοιπόν!» είπε φωναχτά. Μα το ποδήλατο δεν κουνήθηκε απ’ την θέση του... «Βλάκα...» άκουσε μια φωνή και κύτταξε γύρω του να δει ποιός είχε μιλήσει. «Ηλίθιε...» συνέχισε η χαιρέκακη φωνή και ο Λήκης δεν άργησε να καταλάβει πως ήταν ο εαυτός του που του μίλαγε.
«Χε, Χε!» γέλασε ο εαυτός του, «Τώρα τί έχεις να πεις; Πώς θα το οδηγήσεις τούτο ‘δω;»
Του Λήκη του ήρθαν δάκρυα οργής. Δίπλωσε την ουρά του και την ακούμπησε στην μια άκρη του τιμονιού και γλίστρησε το κεφάλι του στην άλλη.
«Να, έτσι θα το οδηγήσω!» φώναξε.
«Μάλιστα...» είπε ο εαυτός του σα να είχε αποστομωθεί. «Άντε λοιπόν, ξεκίνα!».
«Πάμε. λοιπόν!» φώναξε για δεύτερη φορά μη βρίσκοντας κάτιο διαφορετικό να πει.
Το ποδήλατο παρέμεινε ακίνητο και ο Λήκης ο Σκουλήκης έκλεισε τα μάτια περιμένοντας την κοροϊδία του εαυτού του. Τίποτε... Απόλυτη σιγή... Και μετά ακούστηκε ένας ψίθυρος: «Δεν το πιστεύω πως είσαι εντελώς βλακοηλίθιος... Πώς ανέχομαι και ζω μέσα σε σένα είναι ένα μυστήριο...» είπε ο εαυτός του και ο Λήκης έσκυψε το κεφάλι.
«Άμα δε σ’ αρέσει μπορείς να φύγεις. Εγώ δεν σε χρειάζομαι...» είπε ο Λήκης στον εαυτό του.
«Και πού να πάω; Είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μαζί» απάντησε ο εαυτός του αμήχανα.
«Ούτε μένα μ’ αρέσει η παρέα σου αλλά, τί να κάνω...» .
«Κι’ εγώ τί να κάνω;»
«Τουλάχιστον σταμάτα να μιλάς...» είπε ο Λήκης, τόσο πειστικά, που ο εαυτός του ζάρωσε σε μια γωνιά. «Που τη βρήκε τη γωνιά για να ζαρώσει έτσι ολοστρόγγυλος που είμαι...» απόρησε ο Λήκης.
Πέρασαν μερικά λεπτά σε τόση ησυχία, που μπορούσε να ακούσει το αίμα να κυκλοφορεί και στα τριανταέξι χωρίσματα του σωματός του ξεχωριστά. Έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε τον εαυτό του να κυλάει με το ποδήλατο στο μονιπάτι, ανάμεσα στα καταπράσινα χορταράκια και τα φωτεινά λουλούδια με τον αέρα να αναδεύει απαλά το χνούδι που κάλυπτε το σώμα του και... Μα, ναι! Υπήρχε λύση! Έγειρε το κεφάλι του, δηλαδή, όλη την μπροστινή πλευρά του και ακούμπησε στο ένα πετάλι. Μετά, έστειλε την ουρά του να πατήσει γερά στο άλλο, ενώ το σώμα του κρεμόταν δεξιά-αριστερά στον σωλήνα του ποδηλάτου κρατώντας την ισορροπία. Έσπρωξε γερά το κεφάλι του κάτω, δηλαδή όλη την μπροστινή πλευρά (είναι η τελευταία φορά που σας το εξηγώ αυτό) και, θαύμα, το ποδήλατο ξεκίνησε!
Μετά, έσπρωξε την ουρά, που στο μεταξύ είχε ανέβει ψηλά, προς τα κάτω και συνέχισε να κυλάει! Γινόταν! Ένα σκουλήκι μπορούσε να κάνει ποδήλατο!
Δεν σταμάτησε λεπτό. Ξέχασε το μονοπάτι, ξέχασε το δέντρο του, ξέχασε τους δροσερούς ίσκιους και κύλησε όσο μακρύτερα μπορούσε, μέχρι πέρα, εκεί που τελειώνει η χώρα των παραμυθιών κι’ αρχίζει η χώρα των ανθρώπων.
Πέρασαν ώρες...
Εκεί γύρω στο απόγευμα τα σκαθάρια γύρισαν μαζί με τα ακριδάκια. Το σκαθάρι που είχε χτυπημένο το ένα από τα έξι πόδια του και πήγαινε δικάβαλο στο ποδήλατο του ξαδέρφου του, γούρλωσε τα μάτια του: «Το ποδήλατό μου! Κάποιος μού’κλεψε το ποδήλατό μου!» είπε με σπασμένη φωνή «Εδώ το είχα αφημένο!» κι’ αμέσως άρχισε να κλαίει.
Μα δεν πέρασαν ούτε δεκαεννιά δευτερόλεπτα και ακούστηκε μια φωνή: «Κυττάχτε! Το ποδήλατο του σκαθάρη γυρίζει μόνο του!» και όλοι γύρισαν να δουν προς τα ‘κει που ‘δειχνε ένας άλλος σκαθάρης. Ναι, ήταν αλήθεια! Όχι μόνον το ποδήλατο γύριζε μόνο του, μα και τα πετάλια περιστρέφονταν κανονικότατα! Μα... Κάτι πράσινο γυάλιζε και δυο χάντρινα ματάκια ανεβοκατέβαιναν στο ένα πετάλι!
«Είναι ο Λήκης!» φώναξε ένα μωρό σκαθάρι που συχνά έπαιζε Γκρινιάρη με τον Λήκη.
Έτρεξαν όλοι να δουν τον Λήκη να κάνει ποδήλατο, ένα σκουλήκι να κάνει ποδήλατο! «Στ’ αλήθεια, ο Λήκης είναι! Για δες...»
Ο Λήκης είδε όλους αυτούς να τον περιμένουν και τρόμαξε, νόμισε πως τον είχαν περάσει για κλέφτη και ετοίμαζε ήδη την απολογία του. Αλλά, μόλις πλησίασε και είδε τόσα γουρλωμένα μάτια να τον κυττάνε και να μην πιστεύουν σ’αυτό που έβλεπαν και μόλις άκουσε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα, κατάλαβε. Έκανε προς το κοντινότερο δέντρο και για πρώτη φορά απόρησε πώς θα σταμάταγε τούτο ‘δω το πράγμα. Ε, το σταμάτημα δεν ήταν και τόσο εύκολο και πρέπει να παραδεχτούμε πως αν είχε σκεφτεί το σταμάτημα, δεν θα είχε ξεκινήσει ποτέ και άρα, το σταμάτημα θα τον είχε σταματήσει πριν ακόμη ξεκινήσει και μάλλον μπερδεύτηκε με το σταμάτημα, αλλά, ήταν απαραίτητο, γιατί αν δεν σταμάταγε πώς θα μπορούσε να ξαναξεκινήσει και τέλος πάντων, έφαγε την πρώτη του τούμπα και ησύχασε, δεν ήταν κάτι τρομερό, έτσι μαλακούλης που ήτανε...
Μετά, τα σκαθάρια τον παίρνανε στις βόλτες μαζί.
Μετά, μια μέρα ξαναμίλησε ο εαυτός του: «Συγγνώμη...» του ‘πε, «Συγγνώμη για όλες τις φορές που δεν πίστεψα σε σένα...»
Μετά δεν υπήρξαν άλλα «μετά», αλλά, μόνον το τώρα που το ζούσε μέχρι το μεδούλι.
Ηθικό δίδαγμα: Η σοφία της τούμπας.
Εύγε (για άλλη μια φορά)
Με εκτίμηση: ανώνυμος κάγκουρας.
το καλύτερο avatar πουέχω δει!!!
Ευχαριστω΄...
Όφιε, ας ήμουν σκουλήκι για να πώ στα άλλα σκουλήκια...
Εύγε
Εγώ το λοιπόν τον κατασυμπάθησα τον Λήκη το τεμπέλικο και αναποφάσιστο παλιοσκουλήκι που αν και δεν ήταν μεταξοσκώληκας, στο τέλος υπερέβαλλε τον εαυτόν του ξεπερνώντας τον -κοινωνικό- φόβο της ταπείνωσης αλλά και τον -ατομικό- φόβο του θανάτου, Με άλλα λόγια έπαψε να είναι "έρμο" κι έτσι πλέον κανείς δεν τον φύλαξε, ούτε ο ίδιος του ο εαυτός, γι' αυτό και έκανε το μικρό του βήμα -ή μάλλον σούρσιμο- προς την ελευθερία του. Κρίμα βέβαια που αυτά δεν διαρκούν πολύ μιας που σύντομα θα βγάλει φτερά και θα γίνει "μια, ω-ραία, πετα-λουυυύ-δα" αποκτώντας ίσως αυτοπεποίθηση και κοινωνικό στάτους, αλλάζοντας τον τρόπο μετακίνησής του, ξεχνώντας την ταπεινή του καταγωγή και το μέχρι πρότινος γλοιώδικο σούρσιμό του... ή μήπως τέτοια βήματα "γράφονται" στο υποσυνείδητο και σ' ακολουθούν μέχρι να τα "τινάξεις"?...
Άβυσσος αυτά τα σκουλήκια...
Όπως πάντα, πανέμορφα κείμενα…. Συγχαρητήρια, άψογος. Keep writing ..