Ανεβαίνω την Φιλολάου αγκομαχώντας.
Κάποιος συστηματικά έχει προσθέσει τουλάχιστον από μία ανηφόρα σε όλες ανεξαιρέτως τις διαδρομές μου.
Δεν δίνω καμμία σημασία στην αστεία ανωφέρεια της Λαμπράκη, ξέρω πως στην πλατεία θα κάνω αριστερά και θα ταξιδέψω στον χρόνο.
Μέσα στο ήσυχο Κυριακάτικο πρωινό στρίβω αριστερά στην πλατεία της Καισαριανής, μπαίνω στα χαμηλά σπίτια με τις αυλές και βρίσκω μυρωδιές και εικόνες από τον Καραγάτση και τον Βενέζη: τσιγαρισμένο φαγητό, γειτόνοι με τα καφεδάκια στις καρέκλες τους στην άκρη του δρόμου, ασβεστωμένα πεζοδρόμια και δέντρα μέχρι τη μέση, αγουροξυπνημένα μικρά μ' ένα κουλουράκι στο χέρι, ραδιόφωνα να μουρμουρίζουν συντροφιά, λιβάνι, σκεπάσματα απλωμένα στον ήλιο, γεράνια και βασιλικά.
Όλα θα πάνε καλά, μόνο μην σας ακούσει ο εργολάβος και σας βρεί...
Μετά οι ευκάλυπτοι, σε πνίγει το άρωμα και η δροσιά, αρχή της ανηφόρας της Πανεπιστημιούπολης. Θέλει ρυθμό, ειδικά με τα έξι (οκτώ μείον το ΦΠΑ) επιπλέον κιλά μου, θέλει ρυθμό και υπομονή.
Και πάλι ο καταραμένος συνομώτης έχει τσοντάρει δυό-τρείςστροφές και καμμιά πεντακοσαριά μέτρα παρατεταμένης ανηφόρας και στο τέλος έχει βάλει κι' έναν λοφίσκο με ένα νεροφάγωμα ,που μέσα του χωράει το ποδήλατό μου με όλα του τα ξαδέρφια.
Δεκαπέντε λεπτά μετά, πίνω νερό στην Καλοπούλα και με θαυμάζω εμένα τον Φαρισαίο, που ευτυχώς δεν μοιάζω με κάτι γνωστούς μου που μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα και σαν να μη φτάνει αυτό μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα και πόσο καλός είμαι ενω μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα...
Ο Υμηττός είναι θεός με την έννοια του αληθινού, ορατού, αντιληπτού, ουσιώδους συμμέτοχου στην καθημερινή ζωή. Βασιλεύει σαν φίλος, αρωγεί σιωπηλά, φέρνει τον ήλιο στις πλάτες του, στέκει και μας παραστέκει, κρυφός και κοντινός.
Απαντάω όλες τις ερωτήσεις του γιού μου, τον βάζω να καθήσει πάνω στη σέλλα "μπαμπά, γιατί έχει λάσπες το ποδήλατο;", τραβάει το ζέρσεϋ "μπαμπά, τι γράφει δίπλα στο ζωάκι;", αγγίζει την γρατζουνιά από τα σχίνα "μπαμπά, τί είναι τα σχίνα;", του δείχνω ξερά φύλλα με χίλια απίστευτα χρώματα που του μάζεψα "μπαμπά, είναι πολύ μακριά ο Υμηττός;", θέλει να πιεί νερό απ' το παγούρι "Ααααχχχχχ! μπαμπά, τα σκυλάκια πίνουν κι΄αυτά νερό;", τσουλάμε το ποδήλατο στο μπαλκόνι "μπαμπά, την άλλη φορά θάρθω κι' εγώ μαζί σου", σφίγγεται η καρδιά μου...
Δευτέρα, στην επιστροφή απ' την δουλειά, τον έχω απέναντί μου με ακατάστατα σύννεφα στην ράχη του, να βάφονται παρέα στον ήλιο που φεύγει προς την Αίγινα. Δεν έχει κίνηση, δεν καθυστερώ, στρίβω στην Συγγρού, χαζεύω τα πρώτα ανοιξιάτικα μπουτάκια στις στάσεις των λεωφορείων.
Αυτήν την Κυριακή πρέπει να πάμε στον θείο γιατί μπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλαμπλα και τόσο καιρό έπρεπε μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα τι θα πει ο μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα.......
Ιστορίες με και για το ποδήλατο ή και χωρίς αυτό...