--
--
κλέβω πάρκινγκ στο CHAMPION, κατεβαίνω-
υπέροχη μέρα, στο βάθος ο Υμηττός-
στην υποτυπώδη παιδική χαρά τρείς πακιστανοί κάνουν κούνια σαν μικρά παιδιά, γελάνε, σπρώχνονται-
ντρέπομαι που δεν είμαι χαρούμενος με όλα όσα έχω, "η χαρά έρχεται από μέσα και όχι απ' έξω" λέει μιά φωνή μέσα μου-
φοράω το σακκάκι, πιάνω τον χαρτοφύλακα και στρέφω προς το γραφείο-
μένω, εκπλήττομαι, μιά διαρκής σφαλιάρα με ακινητοποιεί-
ένας παππούς με ένα ποδήλατο από 'κείνα τα αρχαία διασχίζει το πάρκινγκ για να βγει στην Θηβών,
σκύβει ελαφρά μπροστά στο τεράστιο καμπύλο τιμόνι, ανοίγει τους αγκώνες προς τα έξω, πεταλάρει με σταθερό ρυθμό, φοράει πλεχτό γιλέκο πάνω από το κατάλευκο πουκάμισο, δεν υπάρχουν αυτοκίνητα γι' αυτόν , μάλλον δεν είχε ποτέ -
παύει να είναι παππούς και γίνεται ένας υπερήλικας έφηβος, διακτινίζεται από την εποχή του Λογοθετίδη και του Χατζηχρήστου στο σήμερα και ξεφτιλίζει το full-suspension ποδήλατό μου, με εκμηδενίζει σαν ποδηλατική ύπαρξη, γίνεται η πεμπτουσία του ποδηλάτου, ο ιδεατός αει-υπάρχων ποδηλάτης, παύω να βγάζω θεωρίες για το ποδήλατο και μένει αυτή η εικόνα σαν χίλιες λέξεις στο μυαλό μου-
για μιά στιγμή λυπάμαι που δεν προλαβαίνω να τον φωτογραφίσω, την αμέσως επόμενη όμως, ξέρω πως η εικόνα του θα είναι πλέον αναπαράγωγο του ήχου της αλυσσίδας μου όποτε βγαίνω βόλτα-
θάθελα να του μιλήσω, μα τί να του πω-
περπατάω, περνάω έξω από το καφενείο, καμμιά δεκαριά όμοιοι παππούδες κάθονται γύρω με τους καφέδες τους και συζητούν.
-
-
Ή μήπως δεν είναι παππούδες.....