Πηγαίναμε αμίλητοι. Ο ένας οδηγούσε, ο άλλος έστριβε τσιγάρα. Τα άναβε δυο δυο και έδινε το ένα στον οδηγό. Στα πόδια του συνοδηγού υπήρχε ένα κουτί από παπούτσια. Μέσα είχε κασέτες, με αριθμούς και μυστήρια ονόματα γραμμένα στις ράχες με μπλε μελάνι. 1 ΠΙΝΚ ΦΛΟΥΝΤ, 2 ΜΠΙΤΛΣ, 3 ΤΑΝΓΚΡΑΜ, 4 ΡΕΑΡ ΕΡΘ, 5 ΚΡΗΜ, 6 ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ… Τις ακούσαμε όλες. Με τη σειρά. Πλευρά πλευρά. Σε κάθε στάση για κατούρημα αλλάζαμε. Σε κάθε καντίνα που βρίσκαμε σταματούσαμε. Αν πεινάγαμε, τρώγαμε. Αν όχι, πίναμε από μια μπύρα. Μετά ο συνοδηγός συνήθως ξέκλεβε κανά μισάωρο ύπνο, αφού είχε στρίψει πρώτα τρία τέσσερα τσιγάρα για τον οδηγό. Δύσκολα κοιμόμασταν παραπάνω. Μας ξυπνούσε το “κλακ” που έκανε το κασετόφωνο όταν τέλειωνε η πλευρά και έφτυνε την κασέτα. Αυτός που οδηγούσε κοιτούσε το δρόμο. Ο άλλος το τοπίο. Χωράφια, βουνά, χωριά, βενζινάδικα, πυλώνες της ΔΕΗ. Δεν αλλάξαμε κουβέντα μεταξύ μας. Προσπαθούσαμε να μην είμαστε κοντά ο ένας στον άλλο όταν παραγγέλναμε στις καντίνες ή όταν γεμίζαμε το ρεζερβουάρ, ή όταν αγοράζαμε πολεμοφόδια απ’ τα μίνι μάρκετ. Λες και οι φωνές μας ήταν ναρκοπέδια που προσπαθούσαμε να τα αποφύγουμε έρποντας. Μπερδεμένοι στίχοι και μελωδίες ανακατεύονταν στο μυαλό μου, και από το βάθος, σαν μέσα από πυκνή ομίχλη ξεπρόβαλε μια ερώτηση χωρίς δικό της σώμα, σαν άυλη, σαν ρούχο που το παίρνει ο αγέρας και το μπερδεύει στα κλαδιά των δέντρων και στα καλώδια του ηλεκτρικού. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει. Να βρέχει δυνατά, με ορμή, λες και ο ουρανός ήταν σκύλος και τινάζουνταν να στεγνώσει, λες και κάποιος έστυβε μια τεράστια μπουγάδα πάνωθέ μας. Έβρεχε μέχρι το τέλος. Μέχρι το κασετόφωνο να φτύσει την τελευταία κασέτα. Μέχρι ο άλλος να στρίψει την τελευταία γύρα. Έβρεχε όταν στεκόμασταν όρθιοι μπροστά στο μαρμάρινο τάφο. Εκείνος. Κι εκείνη. Μας κοίταζαν. Και τότε σταμάτησε να βρέχει. Τότε που ήμασταν πάλι όλοι μαζί. Αυτοί. Κι εμείς. Και ο ήλιος άρχισε να σκαρφαλώνει δειλά δειλά πίσω απ’ τα σύννεφα. Και τα άσπρα, βρεμμένα χαλίκια άρχισαν να αστράφτουν κάτω από το φως. Ανάψαμε τα τσιγάρα μας. Και τότε κοιταχτήκαμε για πρώτη φορά σε όλο το ταξίδι. Και τότε εκείνη η ερώτηση πήρε πνοή, και σχήμα, και σώμα, και φωνή. Και ανάλαφρα, σαν αεράκι, αφέθηκε να κατοικήσει τη στιγμή, να κόψει το χρόνο στα δυο, στο πριν και το μετά, στο εδώ και τώρα και στο επέκεινα. Στο μαζί και στο χώρια.
“Ξέρεις τι γεύση έχει το χαλίκι…?”
Categories:
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι
Μπράβο, Μορφέα, το κείμενό σου μου αρέσει πάρα πολύ. Να ζήσεις!
Σας εύχομαι κάθε καλό
Πολύ βαθύ, πολύ αληθινό.
Ντρέπομαι λίγο που μιλάμε όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι.
Λίγο μυστήριο στο τέλος,
δεν σας κρύβω, άρχισα τις εικασίες
της κλειδαρότρυπας-
ποιοί να είναι άραγε στα δυο μνήματα..
να είναι οι γονείς τους
ή ένα ζευγάρι αγαπημένων φίλων
που πέταξαν μαζί για την αιωνιότητα;
...μόνο οι γονείς θα μπορούσαν να είναι...