27 λεπτά πριν τις 8.
Μόνο το κόκκινο ποδήλατό του ξεχώριζε κι όλα τα υπόλοιπα ήταν γκρίζα και μουντά.
Είχε σταματήσει για να πάρει μια ανάσα και να ξεκουράσει τα γόνατά του. Παρατηρούσε τον κόσμο που κατηφόριζε βιαστικά τα πεζοδρόμια, τα αυτοκίνητα που στριμώχνονταν στους στενούς δρόμους κι όλα αυτά στην ευθεία μπλέκονταν και κατέληγαν σε μια θολή γκρίζα γραμμή που προχωρούσε με θόρυβο κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό. Το σκουριασμένο αίμα αυτής της απρόσωπης πόλης. Άνθρωποι που έτρεχαν να προλάβουν, που σκέφτονταν τις δουλειές τους, που δεν σταματούσαν να κοιτάξουν γύρω τους, να κάνουν μια παύση... Τόσοι άνθρωποι κλεισμένοι σε λαμαρίνες και σε ρολόγια, γρανάζια μιας πόλης χωρίς άλλες αντοχές, χωρίς όνειρα, δίχως χρόνο.
14 λεπτά πριν τις 8.
Είχε αγκαλιάσει την κούπα με τον καφέ και κοίταζε την αντανάκλαση του στο βυθό. Πρώτη μέρα στη δουλειά σήμερα, ήθελε να κάνει καλή εντύπωση. Ευτυχώς το γραφείο ήταν μόλις δύο στενά από το καφέ κι έτσι δεν θα χρειαζόταν να τρέξει. Το πλήθος συνέχιζε να κυλά στον ίδιο ρυθμό και οι πρώτες χοντρές ψιχάλες έπεσαν με δύναμη στη τζαμαρία. Ακούμπησε το μέτωπο του στη γροθιά του και μύρισε ξανά το άρωμα της, απομεινάρι μιας πρωινής αγκαλιάς που κρατούσε πάντοτε λιγότερο από ότι θα έπρεπε. Όσο την σκεφτόταν, αδυνατούσε ακόμα περισσότερο να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι γύρω του σχημάτιζαν γκρίζες γραμμές. “Ίσως”, σκέφτηκε, “να μην έχουν το άρωμα κάποιας αγκαλιάς στον καρπό τους. Κι ίσως ακόμα να μην έχουν μια αγκαλιά και γι' αυτό ξέχασαν να ζουν”.
3 λεπτά πριν τις 8.
Έβρεχε, πάει η καλή εντύπωση. Καβάλησε το ποδήλατο του, και βγήκε στον δρόμο με το σκουριασμένο αίμα που συνέχιζε να κυλάει το ίδιο μηχανικά και με τον ίδιο θόρυβο. Είχε ανάγκη αυτή τη δουλειά, η θέση ήταν καλή. Είχε ανάγκη και από ένα αδιάβροχο, αλλά αυτό έπρεπε να το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ένα λεωφορείο πέρασε δίπλα του και την επόμενη στιγμή ήταν καλυμμένος με τα γκρίζα νερά του δρόμου.
Βρεγμένος και βρώμικος, καβάλα σε ένα ποδήλατο, δίπλα στα γκρίζα θηρία που τον προσπερνούσαν αδιάφορα, λίγα μόνο λεπτά πριν την πρώτη του ημέρα στην καινούργια δουλειά... Έκανε το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει εκείνη την στιγμή.
Σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και.. έβαλε τα γέλια!
Αν δεν είχε σταματήσει, αν δεν είχε κάνει την δική του παύση, αν δεν είχε αναπολήσει την πρωινή αγκαλιά, αν είχε συνεχίσει την πορεία του στον δρόμο με το σκουριασμένο αίμα, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Έπρεπε απλά να ακολουθήσει... Κι όμως εκείνος για λίγα λεπτά σταμάτησε, βγήκε από την αρτηρία, έκανε μια παύση. Η μικρή στιγμή που τα όμορφα και τα άσχημα πράγματα συμβαίνουν, δεν προειδοποιεί ποτέ, παρά μας αφήνει να αναρωτιόμαστε τι θα είχε συμβεί αν...
Λίγα λεπτά μετά τις 8.
Κάνοντας πετάλι όσο πιο δυνατά μπορούσε, κάτω από τη βροχή που ολοένα δυνάμωνε, αυτός πάνω στο κόκκινο ποδήλατό του ανταγωνιζόταν σε ταχύτητα τον γκρίζο, θολό κόσμο, έχοντας αποφασίσει πως οι πρωινές αγκαλιές θα κρατούσαν πάντα λίγο περισσότερο και πως η στιγμή να κάνει κάτι δικό του, είχε πια φτάσει...
Categories:
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι