Ήταν εκεί κάθε μέρα. Τον έβλεπε κάθε φορά που πήγαινε στο κοντινό σουπερμάρκετ.Ήταν καθισμένος στον πλαστικό καναπέ, στη γωνιά κοντά στον τοίχο, σ εκείνον το χώρο, όπου μπορείς να πιεις ένα γρήγορο καφέ, μια ανάσα στο τρέξιμο της μέρας.
Το μάτι της άρχισε να τον προσέχει περισσότερο, καθώς τον συναντούσε ξανά και ξανά. Θα ήταν κάπου μεταξύ εξήντα και εβδομήντα, γερασμένος-αφημένος, θάλεγε κανείς- μ ένα μαύρο περιβραχιόνιο, δείγμα ότι πρόσφατα είχε χάσει τη συνοδοιπόρο. Είχε φύγει από τη ζωή η γυναίκα που μοιραζόταν ως τώρα την καθημερινότητα, το μόχθο της κουζίνας, τη γκρίνια για τα μικρά και ασήμαντα, τη βλακεία της βραδινής τηλεόρασης.
Αξύριστος, κακοντυμένος, το κεφάλι στη ράχη του καναπέ, το βλέμμα του αδιάφορα χάζευε την κίνηση του μαγαζιού. Περνούσε την ώρα του, τη σκότωνε μάλλον, δεν τον χωρούσαν οι άδειοι τοίχοι, το αφρόντιστο σπίτι, η ανία του άπραγου εργένη.
Σκέφτηκε ότι, πριν αρκετά χρόνια, μια τέτοια παρουσία ήταν οικεία σε κάθε λογής μαγαζιά της γειτονιάς. Στο μπακάλικο, στο κουρείο, στο ξυλουργείο, στο ψιλικατζίδικο, στο καφενείο κατ εξοχήν, περνούσαν το πρωινό τους απόκληροι κάθε είδους. Οι συνταξιούχοι, οι μοναχικοί, οι χασομέρηδες, μαθαίνοντας τα νέα, κουβεντιάζοντας πολιτικά, παραγεμίζοντας με καθημερινές ασημαντότητες το κενό της ζωής τους.
Σκέφτηκε τους τακτικούς θαμώνες στο μπακάλικο του Ζήκου, όπου μαζί με το τυρί και τις ελιές, μοιράζονταν μια ιδιότυπη, παρηγορητική ψυχοθεραπεία.
Θυμήθηκε τους άνεργους μπατίριδες στον αξέχαστο ''Ηλία του 16ου''.
Τι απέγινε η φιλία; αναρωτήθηκε.
Ξανανθίζει, άραγε, τώρα, στους ''εσχάτους καιρούς'' της κρίσης;
Ωραίο!, μου άρεσε.
Σημαντικό ερώτημα:Τι απέγινε η φιλία;
Μπράβο φίλη BookLuv
πράγματι πανέμορφο το κείμενό σου, με βάζει στις σκέψεις...
Να ζήσεις