«Εγώ, θεία, δε μπορώ να το φάω αυτό! Ούτε και να βγάλω τη φλούδα απ΄το μήλο με το μαχαίρι και το πηρούνι, που μούπε η μάνα μου... Δε πειράζει, μη μου πάρεις ούτε ποδήλατο ούτε τίποτα...»
Η θεία Κονδυλία σήκωσε τα μάτια της απ΄το πιάτο όπου ξεμονάχιζε ένα αχνιστό σουφλέ και κύτταξε με περιέργεια τον ανηψιό της. Όχι πως είχε καμμιά αμφιβολία για το ότι ο δεκατριάχρονος θα ήταν σε θέση να συμπεριφερθεί έστω και στοιχειωδώς με αξιοπρέπεια. Όσο για την νύφη της, την σύζυγο του αδελφού της, είχε σαφή άποψη περί της θέσης που τής έπρεπε, δηλαδή στην κουζίνα, στον κήπο, στο πλυσταριό, στον ακάλυπτο και οπουδήποτε δεν θα ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους της τάξης της.
Η αντίρρησή της είχε εκφρασθεί εξ αρχής με σαφήνεια και με λίγα λόγια συνοψιζόταν στο ότι, ας κόψει τον λαιμό του ο αδελφός της και ας παντρευτεί αυτήν την πλύστρα.
Η οποία πλύστρα δεν ήταν πλύστρα, αλλά, επειδή φόραγε εκείνα τα φαρδειά τα ρούχα που ανεμίζανε, κάπως της έκαναν της Κονδυλίας σαν μπουγάδα απλωμένη και της είχε κολλήσει το προσωνύμιο «πλύστρα».
Η Αρετή, η «πλύστρα», είχε παντρευτεί σε πολύ κλειστό κύκλο με τον Μηνά, τον αδερφό της Κονδυλίας, αν μπορείς να πεις έστω κλειστό κύκλο τους δυό τους σε μια εκκλησία κάπου στην Άνω Τιθορέα, εκεί που ήταν και το λημέρι του Καραϊσκάκη, του οποίου τα κατορθώματα τραγουδούσε στο λαούτο η Αρετή.
«Τότε, ακούμπησε το κουτάλι στο πιάτο διαγωνίως και περίμενε!» είπε με ήρεμο βλέμμα ανθρώπου που απευθύνεται σε μωρό χιμπατζή.
«Το σουφλέ είναι ένα εκλεπτυσμένο γλυκό που ξεφεύγει από τα γνώριμά σου σιροπιαστά» εξήγησε η θεία στον Αντώνη.
Από τα αγαπημένα τραγούδια της Αρετής ο “Κυρ-Αντώνης” του Χατζιδάκη, γιατί της θύμιζε έναν θείο της που έμενε στο Μαρούσι σε συνθήκες πανομοιότυπες με αυτές που περιγράφει το τραγούδι και που είχε πεθάνει ένα βράδυ κάτω από τις ανθισμένες λεύκες του δρόμου γυρνώντας απ΄το ταβερνάκι και για χάρη του, ονόμασε το παιδί Αντώνη.
«Δεν τρώω σιροπιαστά» απάντησε με την φυσική του ευγένεια ο μικρός.
«Κάνει η μαμά μια τούρτα μανταρίνι που μ΄ αρέσει πολύ και τρώω απ΄αυτήν».
Η Κονδυλία πήγε να μιλήσει αλλά ο μικρός συνέχισε: «Από έξω αγοράζουμε μόνον προφιτερόλ, από τον Δημόπουλο, που κάνει το καλύτερο προφιτερόλ και βάζει και τρίμμα σοκολάτα από πάνω».
Η Κονδυλία ξέχασε τί πήγαινε να πεί. Το προφιτερόλ την είχε αποστομώσει. Ήταν ανέκαθεν τ’ αγαπημένο της γλυκό. Το παιδί τής Αρετής είχε κάνει κτήμα του μια δική της, αποκλειστική γωνιά της ψυχής της;
Ένιωθε να καταρρέει κάτι μέσα της, κάτι μικρό, που κατέρρεε με πολύ θόρυβο όμως...
Θεωρούσε ανέκαθεν μέγα σφάλμα των γονέων το να αποφασίζουν να κάνουν και δεύτερο παιδί σε μεγάλη χρονικά απόσταση από το πρώτο. Δεν θα ήταν σαν κανονικά αδέρφια ποτέ. Και οι επιλογές τους, οι παρέες τους δηλαδή, θα μεγάλωναν αυτήν την απόσταση. Η Αρετή δεν έφταιγε σε τίποτε. Η Κονδυλία ήταν ειλικρινής σ’ αυτό.
Ο αδελφός της ομως, δεν είχε καμμία δουλειά με μια που προσποριζόταν τα προς το ζείν παίζοντας λαούτο σε ηχογραφήσεις παραδοσιακών τραγουδιών. Είχε έρθει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όταν μια φίλη της της είχε πει πως είδε την Αρετή να παίζει λαούτο καθισμένη στα σκαλιά ενός σπιτιού στον πεζόδρομο που περιτριγυρίζει την Ακρόπολη. Κι’ ο Μηνάς; Είχε σκεφτεί. Έμενε σπίτι και δεν ήθελε να ξέρει τίποτε από αυτές τις ασχολίες της συζύγου του. Έτσι έλεγε στον εαυτό της και δεν ήθελε καν να ρωτήσει την φίλη της. Μα της το είπε από μόνη της. Ο Μηνάς ήταν στο παραδίπλα πεζουλάκι και πούλαγε μπλουζάκια ζωγραφισμένα στο χέρι, είχε μάλιστα η φίλη της αγοράσει ένα και ήταν απίστευτα καλό.
«Και μένα μ’ αρέσει το προφιτερόλ», άκουσε τον εαυτό της να ξεστομίζει η Κονδυλία. «Όταν ήμουν μικρή», σε καλό μου, σκέφτηκε, μ’ έπιασε πολυλογία, «Μ’ έπαιρνε η νονά μου και με πήγαινε μια ώρα δρόμο μακρυά να μου πάρει προφιτερόλ από 'κει που μ ΄αρεσε». Έλα, θεέ μου, τι μ έπιασε, ξανασκέφτηκε.
«Γυρνάγαμε από μια εκδρομή στην Κακιά Θάλασσα και είχαμε σταματήσει να φάμε μια πάστα κάπου στον δρόμο και 'κει δοκίμασα για πρώτη φορά προφιτερόλ». Ο μικρός κύτταζε με απόλυτη φυσικότητα την θεία που ξαφνικά τής είχε ανοίξει το στόμα. «Ε, εκείνο ήταν το καλύτερο προφιτερόλ της ζωής μου και μόνον εκεί ήθελα να πηγαίνω να τρώω προφιτερόλ χειμώνα-καλοκαίρι!» είπε και της έμεινε ένα χαμόγελο στο στόμα. Ο εαυτός της έμεινε να την κυττάζει αποσβολωμένος.
Ο Μηνάς δεν είχε καμμία επαφή με την κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του. Πιό πολύ σαν συγκάτοικο την αντιμετώπιζε παρά σαν συγγενή. Η Κονδυλία δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει έστω φίλη με το ήσυχο αγοράκι που πέρναγε τις ώρες του ζωγραφίζοντας στην αυλή του δίπατου σπιτιού στον Βύρωνα. Οι σπουδές, το πιάνο και το μπαλέτο τής κατανάλωναν κάθε ελεύθερη στιγμή, «και κάθε ικμάδα ανεμελιάς και νεανικότητας» σκέφτηκε αμέσως τώρα, που το μυαλό της έκανε αυτή την αστραπιαία αναδρομή στα φρουτένια της χρόνια.
Ο πατέρας είχε αφήσει το μικράκι εντελώς ήσυχο, έφταιγε ίσως και ο απόηχος των ταραχών του ’65 με τους τόσους άδικους θανάτους, μπορεί πάλι και νάχε αντιληφθεί τί απολίθωμα κινδύνευε να δημιουργήσει έχοντας σπρώξει την κόρη του σε τόσες ασχολίες, με τον ιερό σκοπό να την εξοπλίσει μέ όσο το δυνατόν περισσότερα «εφόδια» για να πετύχει μια καλύτερη ζωή.
«Εμείς παίρνουμε φαγητό μαζί όταν πάμε για μπάνιο στα Κανάκια στη Σαλαμίνα» είπε ο Αντώνης. «Γλυκά δεν παίρνουμε γιατί χαλάνε και να σου πω την αλήθεια θεία, δε μ’ αρέσει άλλο γλυκό από την τούρτα μανταρίνι της μαμάς μου!»
Η καλύτερη ζωή. Η Κονδυλία είχε ζητήσει πάντα μια καλύτερη ζωή. Είχε μπει σε κύκλους απαιτητικούς και τάχε καταφέρει άψογα, δεν είχε επιστρέψει στον εαυτό της να αποτύχει στον δρόμο για την καλύτερη ζωή. Ο γάμος της είχε σύντομο τέλος. Ο Κυριάκος Ζαμπαΐδης είχε πεθάνει τέσσερα μόλις χρόνια μετά την καθωσπρέπει τελετή και είχε αφήσει την Κονδυλία με εξασφαλισμένα εισοδήματα για τέσσερις ζωές ακόμα. Και τότε η Κονδυλία είχε έρθει αντιμέτωπη με τον σαστισμένο εαυτό της, που απαιτητικός ων, δεν είχε τί να της ζητήσει πιά, αφού η καλύτερη ζωή ήταν εδώ και τώρα.
«Θα πω στη μαμά να σου φτιάξει μια και θα στη φέρω την άλλη φορά!» είπε ενθουσιασμένος με την ιδέα του ο μικρός.
Αυτό μας έλειπε τώρα, σκέφτηκε η Κονδυλία, τούρτα μανταρίνι ποιός ξέρει με τί σόι υλικά και με πόση ζάχαρη...
“Είσαι κακιά”, σκέφτηκε, αφήνοντας άναυδο τον εαυτό της για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα λεπτά. “Η Αρετή έχει όσα δεν είχες ποτέ”. “Η Αρετή έχει όσα δεν είχα ποτέ”, σκέφτηκε η ίδια. “Θα μού 'φτανε να μπορώ να κάτσω κι΄εγώ στα σκαλιά ενός σπιτιού κι΄ας μην ήξερα να ηχήσω το λαούτο, θα καθόμουν εκεί με μια φαρδειά φούστα και με ελαφριά σανδάλια δεμένα στους αστραγάλους να βλέπω τον κόσμο να περνάει. Χωρίς τίποτα στο μυαλό μου, δίχως να πρέπει να φύγω, χωρίς να πρέπει νάμαι κάπου μια συγκεκριμένη ώρα, με κανέναν απολύτως σκοπό”.
Όπως εκείνο τον Σεπτέμβρη στην Ικαρία που περίμενε στον Άγιο Κήρυκο το καράβι που αργούσε νάρθει, μα μέσα της εκείνη παρακαλούσε να αργήσει κι΄άλλο, να χορτάσει, να ευχαριστηθεί αυτή την δικαιολογημένη απραξία, την χρυσοπληρωμένη ξενοιασιά.
«Καλά. Εδώ που τα λέμε, το σουφλέ είναι και βαρύ γλυκό, σου πέφτει σαν μολύβι μέσα στο στομάχι» είπε στον Αντώνη, που κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας με βλέμμα φτασμένου σεφ. «Δε μου λές, Αντώνη μου» είπε και αμέσως ένιωσε την καρδιά της ν’ ανοίγει «Τί ποδήλατο μού 'πες πριν πως θες...»
Ο μικρός χαμογέλασε πλατειά. «Είπε η μαμά πως άμα φερθώ ‘σαν κύριος’» και μιμήθηκε με την φωνή του τη μαμά του, που επίσης μιμούνταν με στόμφο την φωνή κάποιου επινοημένου καθωσπρέπει κύριου, «θα μου κάνεις τα χατήρια και άμα σου έδειχνα και το κόλπο με το μήλο και το μαχαιροπήρουνο, ε, τότε θα μούπαιρνες και ποδήλατο, που λέει ο λόγος..!» είπε και γέλασε αμήχανα.
Η Κονδυλία δεν ήξερε από παιδιά τίποτε. Περπάτησαν όμως μερικά στενά και βγήκαν στην Ακαδημίας, όπου ξεκίνησαν να κατηφορίζουν προς την Κάνιγγος. Είχε εκεί κάτι ποδηλατάδικα, της φαινόταν πως τάχε δει όπως πέρναγε με το ταξί και, εν πάσει περιπτώσει, η Πατησίων δίπλα ήταν, εκεί ήταν βέβαιη πως είχε δει ποδήλατα αραδιασμένα στα πεζοδρόμια. Ο Αντώνης σχολίαζε τα πάντα και η Κονδυλία έβρισκε αφορμές για να τον κάνει να την λέει “θεία” πιό συχνά.
Δεν είχε ήλιο και ετοιμαζότανε να βρέξει. Ο Αντώνης είπε πως λάτρευε τη βροχή και η Κονδυλία απάντησε πως άμα έβρεχε δεν θα μπορούσε η μαμά του να παίξει λαούτο κάτω απ΄την Ακρόπολη, ούτε ο “αδελφός της”, έτσι είπε και όχι “ο πατέρας σου”, θα μπορούσε να πούλαγε τα ζωγραφισμένα μπλουζάκια του. Ο Αντώνης ανασήκωσε τους ώμους και είπε “Δεν πειράζει, κι' αύριο μέρα είναι...” και η Κονδυλία σκέφτηκε πως η μέρα μπορεί να ήτανε εκεί αύριο, όμως όλες όσες έφυγαν σφιγμένες σε σκούρα ταγιέρ, ντυμένες με άψυχους ήχους, πασαλειμμένες με συμβατικά χαμόγελα και ταπεινωμένες σαν σκλάβες, δεν θα ξεπληρώνονταν ούτε με χίλια ποδήλατα. Ϊσως, όμως, με μια τούρτα μανταρίνι..;
Όφιε, την ιστορία σου απόλαυσα εντελώς· βλέπω την Κονδυλία μπρστά μου και τον Αντώνη. Μεγάλη χαρά, να ζήσεις!
Απολαυστικό και γλυκόπικρο, σαν τούρτα μανταρίνι!