Ο Γιώργης Σταυρακάκης (Μιχαλόμπας) υπογράφει τους παρακάτω υπέροχους στίχους σε πρόσφατο τραγούδι που ερμηνεύει ο Ψαραντώνης (υποκλίνομαι):
"Δεν παίζω πέτρα σε δεντρό να μην του σπάσω κλώνο
πως δε μιλεί πονεί κι αυτό παίρνει βουβό τον πόνο.
Και τα δεντρά δακρύζουνε όσο κι αν δε μιλούνε
γιατί σταλάζουνε νερό όταν οι κλώνοι σπούνε.
Πρωτού χαλάσεις τη φωλιά να λυπηθείς τσι κόπους
π' αναμαζώνει το πουλί κλαδιά 'πο χίλιους τόπους.
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε τ' αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούριο πάν να δουν διυλιστήριο.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά (δις)
με τα χεράκια της
και γέμισ' από τ΄ άνθη η πλάτη, η αγκαλιά
και τα μαλλάκια της.
A great big tree grows near our house
It's been there quite some time
This tree's a slipp'ry elm tree and very hard to climb
But when my wife starts after me, up in that tree I roost
I go up like a healthy squirrel and never need no boost
The other day a woodman came to chop the refuge down
And carve it into kindling wood, to peddle 'round the town
I says to him, "I pray thee cease, desist, refrain and stop
Lay down that razor, man, chop not a single chop"
[chorus:]
Woodman, woodman, spare that tree
Touch not a single bough
For years it has protected me
And I'll protect it now
Chop down an oak, a birch or pine
But not this slipp'ry elm of mine
It's the only tree that my wife can't climb
So spare that tree
[2nd verse:]
I said to him, "You see that hole
Up near that old treetop
I've got five dollars there, that's yours, if you refrain to chop
No beast but me can climb that tree, 'cause it's too slippery
I can't get up myself, unless my wife is after me
So get my wife and I'll call her a very naughty word
And then you'll see me give an imitation of a bird
You may not know just where to go, when my wife gets around
But when she comes, remember this, if I'm not on the ground"
Δεν είναι ποίημα είναι άνθρωπος.
Δεν αναφέρεται σε δέντρα αλλά σε πουλιά.
Δεν έχει όμως απολύτως καμία σημασία.
Ότι κι αν κάνετε αυτή τη στιγμή ίσως αξίζει να το διακόψετε για λίγο και να παρακολουθήσετε το παρακάτω απόσπασμα:
http://www.youtube.com/watch?v=dJ-BBR2r72I&feature=related
Όταν παιδίον διηρχόμην εχεί πλησίον, επί οναρίου οχούμενος, δια να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρύν. Οποίον μεγαλείον είχε! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί∙ οι κλώνες της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου...
Από τα φύλλα της εστάλαζε κι έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κι έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της, βαθύκομος, ηγείρετο ως στέμμα παρθενικό, διάδημα θείον.
Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ους, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθη». Μ’ έθελγε, μ’ εκήλει, μ’ εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω∙ να περιπτυχθών τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα δια πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν’ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν’ αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν’ ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακραίμονας... Και αν δεν μ’ εδέχετο, και αν απέβαλεν από το σώμα της και μ’ έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου.
Επόθουν αλλ’ η συνοδείας των οικείων μου, μεθ’ ών ετέλουν τας εκδρομάς εκείνας ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μοι το επιτρέψη. Και μίαν χρονιάν, ήτο κατά τας εορτάς του σωτηρίου έτους 186... καθώς είχομεν διέλθει πλησίον του δένδρου, εφθάσαμεν εις το Μέγα Μανδρί – ήτο δε το Μέγα Μανδρί μικρός συνοικισμός, θερινόν σκήνωμα των βοσκών του τόπου. Εκατοίκουν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειαι αγροτών. Δύο εκ των οικογενειών τούτων συνεδέοντο προς του γονείς μου δια δεσμών βαπτίσματος, κολληγοσύνης κτλ. και όλοι ήσαν φίλοι και συμπατριώτες μας.
Κατηρχόμεθα εκεί συνήθως τας ημέρας του Πάσχα είτα πάλιν του Αγίου Γεωργίου ή την Πρωτομαγιάν, άλλοτε δε του Αγίου Κωνσταντίνου ή της Αναλήψεως. Επί τερπνού λόφου υπήρχε το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου ελειτουργούμεθα.
Ήγοντο εκεί χοροί και πανηγύρεις∙ δρόσος και αναψυχή και χάρμα εβασίλευεν. Εθύοντο αρνία και ερίφια, και σπονδαί εγίνοντο πυροξάνθου ανθοσμίου. Ετελούντο αγώνες αμίλλης, δυσκοβολίαι και άλματα. Έπληττε τας πραείας ηχούς ο φθόγγος του αυλού και της λύρας, συνοδεύων το έρρυθμον βήμα των παρθένων προς κύκλιον χορόν. Και ξανθαί, ερυθρόπεπλοι βοσκοπούλαι επήδων, επέτων εκελάδουν.
Καθώς είχομεν φθάσει εκεί, την χρονιάν εκείνην, με είχε κυριεύσει ζωηρότερον η εντύπωσις η μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα εκάστοτε ουχί μακράν του δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας οδόν από το Μέγα Μανδρί. Ο δρόμος μας ήτον επί της κλιτύος, ολίγον υψηλότερον της θέσεως όπου ίστατο το δένδρον, έτεμνε δε πλαγίως το βουνόν... και η δρυς η μαγική, καθώς εξηκολούθουν να την βλέπω επί ικανήν ώραν, με εγοήτευε και με εκάλει, ως να ήτο πλάσμα έμψυχον, κόρη παρθενική του βουνού.
Κατά τα ποικίλας κυμάνσεις της οδού, σύμφωνα με τα κοιλώματα ή τα προεξοχάς του εδάφους και κατά τας κινήσεις του οναρίου, τας ιδιοτρόπους και πείσμονας –καθώς εξάνοιγα το πρώτον την δρύν, καθόσον επλησίαζα ή απομακρυνόμην απ’ αυτής, τόσας θέας, απόψεις και φάσεις ελάμβανε το δένδρον. Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος, εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη.
Όλην την νύκτα κοιμώμενος και αγρυπνών, ωνειρευόμην την δρύν, την θεσπεσίαν και υψηλήν... Την πρωΐαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχεν ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνας και λιβανωτίδας, και είχε κρουσθή τρελά από παιδικάς χείρας ο μικρός κώδων, ο υπεράνω του γείσου της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων το «Ανάστα ο Θεός», το οποίον έψαλλεν ο παπάς ραίνων τους πιστούς με πέταλα ρόδων και ίων... είτα, πριν απολύση η λειτουργία, εγώ έγινα άφαντος.
Δια πλαγίου, κρυφού δρομίσκου, τον οποίον είχον ανακαλύψει την προτεραίαν, ήρχισα να ανέρχωμαι την ράχιν του βουνού...διευθυνόμενος προς το μέρος όπου ευρίσκετο η βασιλική δρυς. Επίστευον ότι εγνώριζα καλά τον δρόμον.
Ήτον όλη η οδός ανωφερής, κι εγώ έτρεχον, έτρεχον δια να φθάσω ταχέως, ν’ ασπασθώ την ερωμένην μου –επειδή η δρυς υπήρξεν η πρώτη παιδική μου ερωμένη- και ταχέως πάλιν να επιστρέψω, φανταζόμενος, ότι η απουσία μου τότε δεν θα παρετηρείτο, και δεν θα είχον ν’ ακούσω επιπλήξεις από τους οικείους.
Προ εμού είχον αναχωρήσει από τον ποιμενικόν σκήνωμα ολίγοι εκ της τάξεως των βοσκών, απερχόμενοι εις την πολίχνην, δια να κοσμίσωσιν αρνία και τυρίον εις τους κολλήγας, αποφέρωσι δε άλλα οψώνια εκ της πόλεως. Ούτοι θα επέστρεφον προς εσπέραν, και δεν ήτο πιθανόν να συναντήσω τινάς καθ’ οδόν. Πλην παρ’ ελπίδα είδον μακρόθεν άλλους ερχομένους προς τα εδώ, εν συνοδεία γυναικών και παίδων και υποζυγίων∙ ούτοι ήρχοντο εκ της πόλεως δια να συνεορτάσωσιν εν τη εξοχή πλησίον των συγγενών των, των βοσκών.
Πάραυτα εξετράπην της οδού, κι έσπευσα να κρυβώ όπισθεν πυκνών θάμνων. Οι άνθρωποι εκείνοι αν με συνήντων, μεμονωμένον, μακράν των γονέων μου, πορευόμενον άγνωστον πού, θα επαραξενεύοντο, και αν δεν μ’ έπειθον να κατέλθω μετ’ αυτών ευθύς οπίσω, εξ άπαντος θα με κατήγγελον εις τους γονείς μου, τους οποίους θα εύρισκον κάτω εις το Μέγα Μανδρί. Ήμην ένδεκα ετών παιδίον.
Εκείνοι ταχέως αντιπαρήλθον, κι εγώ ανέλαβα τον δρόμον μου, αλλά μετ’ ολίγον τον έχασα. Εις έν σταυροδρόμιον, όπου έφθασα, επήρα τον δρόμον αριστερά, τον υψηλότερον, και ασθμαίνων έφθασα εις την κορυφήν του βουνού. Πλην η μεγάλη δρυς υπήρξεν ευεργέτις μου και κηδεμών μου. Αύτη μ’ εξήγαγεν εκ της απάτης, εφαίνετο δε ως να μοι ένευε μακρόθεν, και με ωδήγει να έλθω πλησίον της.
Καθώς την είδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχωμαι, μέσω των αγρών, υπερπηδών αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας... Τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών.
Ήμην κατάκοπος και πνευστιών. Άμα έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ’ όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνους της τους κραταιούς, και ανοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της. Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνους της, έμελπον τρελά τραγούδια... Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου...
Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθή καλά την νύκτα. Ο ύπνος μου έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο Μορφεύς ήλθε και μ’ εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνας, ως εις περίεργον παιδίον.
Μου εφάνη, ότι το δένδρον –έσωζον καθ’ ύπνον την έννοιαν του δένδρου- μικρόν κατά μικρόν μετάβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν. Εις μίαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην, είτα κατ’ ολίγον εξεκόλλησαν και εχωρίσθησαν εις δύο∙ ο κορμός μού εφάνη, ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας∙ οι δύο παμμέγιστοι κλάδοι μού εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμεναι, συγκαταβατικώς, προς την γην, εφ’ ης εγώ εκείμην∙ και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα μού εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τα άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρούμενη προς τα κάτω.
Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο∙ «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες!».
Όταν μετ’ ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νω την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, το οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν «Κατ’ αρχάς μεν είδεν τους ανθρώπους ως δένδρα∙ δεύτερον δε τους είδε καθαρά...».
Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τί έλεγε το φάσμα∙ η κόρη –η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν.
-Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν...δια να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν είμ’ εγώ νύμφη αθάνατος∙ θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον.
Εξύπνησα έντρομος κι έφυγον... Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει. Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος... Από τον αντικρινόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλή εξ ονόματος.
Ήτον είς μικρός βοσκός με την κάπαν του, με την στραβολέκαν του, και με δέκα αίγας, τας οποίας ωδήγει. Μού εφώναξεν, ότι ο πατήρ μου με ανεζήτει ανήσυχος, και να τρέξω, να φθάσω ταχέως εκεί κάτω...
Δέ ενόησα τίποτε από το μαντικόν όνειρον. Αργότερα εδιδάχθην από εγχειρίδιον μυθολογίας ότι η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρύν, εν ή ευρίσκεται ενσαρκωμένη.
Μετά πολλά έτη, ξενιτευμένος από μακρού, επέστρεψα εις το χωρίον μου, κι επεσκέφθην τα τοπία εκείνα, τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτέ η Δρύς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων.
Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας, τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθήμενη έξωθεν της μικράς καλύβης της.
Όταν την ηρώτησα τί είχε γίνει το «Μεγάλον Δένδρον» το οποίον ήτο ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν.
-Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε...μα κι εκείνος δεν είχε να κάμει νισάφι με το τσεκούρι του∙ όλο θεόρατα δέντρα, τόσο σημαδιακά πράγματα... Σαν το ’κόψε κι ύστερα, δεν είχε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε και σε λίγες μέρες πέθανε... Το μεγάλο Δέντρο ήταν στοιχειωμένο.
--------
(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Υπό την βασιλικήν δρυν»
Από τη συλλογή Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Πασχαλινά Διηγήματα», εκδόσεις Εστία)
Υ.Γ. Αφιερωμένο στην Royaloak λόγω ψευδωνύμου!