Ο ΧΑΡΗΣ

Τα πιό χαμένα του λεφτά θεωρούσε εκείνα που είχε δώσει για τα δόντια του.
Για νάχει πάντα μια κατάλευκη οδοντοστοιχία και να βγαίνει στις φωτογραφίες με πλατύ χαμόγελο και να λάμπει έτσι η επιτυχία του. Είχε γίνει μαζί με όλη την παρέα των επιτυχημένων σαραντάρηδων και φωτογραφία-σαλονι στο περιοδικό εκείνου του ανεκδιήγητου τύπου που έγινε μεγαλοεκδότης με την στήριξη μεγαλοστελέχους της τότε κυβέρνησης και με λεφτά της ΕΟΚ και που, τώρα γλειφόταν σε νυχτερινή εκπομπή με όποιον πουσάρανε τα μέντια.

Άλλοι καιροί. Η διαφημιστική εταιρεία με ένα σωρό επιδοτήσεις και έτοιμες, μιλημένες δουλειές από γνωστούς και «φίλους», η άνοδος, η «καταξίωση», μετά η στασιμότητα, το «φλατ» που έλεγαν και οι οικονομολόγοι «φίλοι» του που τον ξετίναξαν για ένα κομμάτι ψωμί, δικό τους, όχι δικό του, και μετά η σιωπηλή κατάρρευση. «Όταν πέφτεις είσαι τελείως μόνος σου», είχε πει σε ένα ανερχόμενο στέλεχος, που τον είχε κυττάξει σαν κινέζο, με απόλυτη, αγέρωχη συγκατάβαση.

Ο Χάρης έπεσε από ψηλά και βρόντηξε με όση δύναμη χρειαζόταν για να σπάσει κάθε κόκκαλο του επαγγελματικού του εαυτού και να μην καταφέρει να ξαναβρεί δουλειά αντάξιά του ποτέ πιά. Οι δύο γκαρσονιέρες που είχε, η μία για να πηγαίνει με τις γκόμενες και η άλλη στο κέντρο που ήταν κοντά στη δουλειά, του παρείχαν τώρα το απαραίτητο εισόδημα για να ζει χωρίς να δουλεύει.
Αν και είχε, για ένα μικρό διάστημα, δουλέψει σαν λατζέρης σε σουβλατζίδικο. Αυτο όμως τόχε κάνει υστερόβουλα, για να εκδικηθεί τον εαυτό του, για να νιώσει στο πετσί του την πτώση, να μπορέσει επιτέλους να συνειδητοποιήσει, να πιστέψει πως εκεί ήταν η θέση του και ότι, δεν υπήρχε ασανσέρ που να σε παίρνει απ τα σκουπίδια και να σε πηγαίνει στον όροφο με τις τζαμένιες πόρτες.

Το δυαράκι ήταν παρατημένο. «Πώς κατάντησες, Χάρη...» έλεγε και ξανάλεγε δεκάδες φορές τη μέρα στον εαυτό του και στριφογύρναγε το «κατάντησες» στο στόμα του, το κράταγε σαν μπουκιά κακοψημένο κρέας, να το γεύεται σαν ύστατη ακτίδα μιας ελπίδας που πήγαζε από την υποτιθέμενη αυτοτιμωρία που είχε υποβάλλει τον εαυτό του.

Τριγύρω όλα ήταν ανάκατα. Τα μπουκάλια όμως τα κατέβαζε σε μαύρη σακκούλα με σχολαστικότητα. Δεν ήθελε να βλέπει μπροστά του μπουκάλια. Δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως έπινε γιατί τούχε γίνει εξάρτηση. Έλεγε πως έπινε για κάποιον λόγο ασαφή, με επιπολαιότητα και πως σύντομα θα σταμάταγε. Ένιωθε πως έμενε νέος άμα έδινε περιθώρια στον εαυτό του να διορθωθεί, να ξεκόψει απ το ποτό.

Και για να είμαστε ειλικρινείς, κανείς ποτέ δεν έχει πιστέψει πως κάποτε θα πεθάνει, ούτε καν αυτοί οι ίδιοι οι αυτόχειρες.
Δεν είχε κάν φανταστεί πως εκείνο το τυχαίο, οποιοδήποτε βράδυ που είχε ανέβει στο στατικό ποδήλατο θα ήταν το τελευταίο του. Είχε ανέβει για λίγο μόνον για να δείξει στον εαυτό του που ωρυόταν πως είχε πιεί πάρα πολύ και απόψε, ότι άντεχε, να, θα έκανε και δέκα χιλιόμετρα ακόμη στο στατικό για να το αποδείξει.
Το μόνο ευτύχημα ήταν πως δεν έμεινε για πολύ νεκρός επάνω στο ποδήλατο. Ήταν η μοναδική μέρα του μήνα, που η αδερφή του πέρναγε για να τον δεί και μάλλον, να απολαύσει την εικόνα του παρηκμασμένου αδελφού.

Γιατί και ‘κείνη της ίδιας συνομοταξίας ήταν. Φτασμένη επιχειρηματίας με τριάντα κοριτσάκια να τα στέλνει από ‘δω κι από κει σε φωτογραφίσεις και σε επιδείξεις μόδας. Και αυτή είχε κάνει το ηχηρό μπαμ! αλλά, είχε φροντίσει προηγουμένως να έχει κάνει και ένα καλό κομπόδεμα γιατί τάβλεπε τα σκατά ναρχονται και ήξερε πως σε μια τέτοια σύγκρουση χαμένος βγαίνει ο λιγώτερο μυρωδάτος. Και δεν είχε αφήσει τον εαυτό της να πέσει.

Βλέπεις, από την αρχή σκεφτόταν την Οδό Ιερολοχιτών στην Καλλιθέα απ΄όπου είχε ξεκινησει και την λασπουριά, που είχε φάει με το κουτάλι στις ατέλειωτες ώρες μονότονου, εξαναγκασμένου παιχνιδιού, όταν ο Χάρης έπαιζε μπάλα με τους συμμαθητές του και την «πρόσεχε», παρατημένη στην άκρη του πεζοδρομίου, με δυό ξεμαλλιασμένες κούκλες και κάτι πλαστικά κουζινικά.

Είχε, λοιπόν, αποφασίσει να μην ξαναπεράσει από το πατρικό της ούτε σε στιγμές έσχατης ένδοιας. Η ένδοια όμως, αποφάσεις δεν κυττά και αυτό τόξερε η Νέλλη κι΄έτσι τάβαλε όλα καλά μελετημένα σε βήματα υλοποιήσιμα και ρεαλιστικά.

Και τώρα έβρισκε τον αδερφό της νεκρό επάνω στο στατικό ποδήλατο που αυτή η ίδια του είχε χαρίσει..! Τόχε κάνει δώρο στον Χάρη για να τον προλάβει να μην πεθάνει από την ακινησία και την αγυμνασιά και τώρα τον έβρισκε κάγκελο επάνω στα πετάλια. Στα πιό χαζά πετάλια του κόσμου, στα οποία κατατάσσονταν πρώτα τα πετάλια των στατικών ποδηλάτων, δηλαδή μιας απλώστρας ρούχων με ταχύμετρο και ρυθμιζόμενη αντίσταση. Δικό της ήταν το ποδήλατο.
«Άντε στον διάολο, ρε, που θα κάθομαι εγώ να πεταλάρω σαν τη μαλάκω στη μέση του σαλονιού! Δεν πάω να γαμηθώ καλύτερα μέχρι να σκάσω!» Και το ποδήλατο είχε πάρει την άγουσα προς το θεοσκότεινο σαλόνι του Χάρη.
Απορούσε καμμιά φορά πως δεν σκόνταφτε μέσα στο διαρκές σκοτάδι, να βρει το κεφάλι του σε κείνο το μεταλλικό Paul Frank τραπεζάκι να μείνει στον τόπο.

Τελικά το τραπεζάκι αθωώθηκε και τον φόνο τον χρεώθηκε το στατικό ποδήλατο. Σε συνέργια πάντα με το νούμερο δύο μπουκάλι φτηνό VAT-69 της ημέρας, που θα μπορούσε να ήταν και αποφράδα, εάν ο Χαρούλης είχε καμμιά σύζυγο και τίποτε παιδιά που θα της γίνονταν βάρος. Και ειδικά στην κηδεία, που θάπρεπε να στέκει μαζί τους και να καμώνεται πως θρηνεί το πάλαι-ποτέ κωλόπαιδο που την είχε μιά ζωή στο κλάσιμο.

Δεν είχε σιχαθεί τίποτε στην ζωή της όσο το ποδήλατο. Το εξωτερικού χώρου, δηλαδή, όχι μόνο το στατικό. Το σιχαινόταν με όλη της την ψυχή. Δεν είχε ζητήσει ποδήλατο ποτέ για δώρο, δεν είχε ανέβει σε κανενός ποδήλατο για να δει πώς είναι, δεν ήθελε να ισορροπήσει ούτε μια στιγμήεπάνω σ’ αυτό το μαλακισμένο μηχάνημα για αργόσχολους. Κι’ ήθελε να ρίξει ένα ξέσκουφο σκαμπίλι σε κείνη τη μικρή την Χαρίκλεια που πάνω κάτω πάνω κάτω στο στενό όλη τη μέρα της έπρηζε όσα δεν είχε να της πρήξει. Τί καταλάβαινε αφού δεν πήγαινε πουθενά; Νόημα έχει άμα μπορείς να πας κάπου. Αλλιώς τί στο διάολο κάνεις πετάλι;

Και το κολύμπι. Σιχαινόταν και το κολύμπι. Μια ατέλειωτη ταλαιπωρία για να πας λίγο πιό μέσα και να κάθεσαι να κυττάς τους απόξω. Ανόητα πράγματα.

Άντε να ξεφορτωθείς τώρα όλα τούτα τα μπάζα. Κάποτε ήταν έπιπλα, μα κάποτε. Τώρα δεν έκαναν ούτε για προσάναμμα. Να τα κατεβάσεις στον δρόμο; Θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, να δεί ο κόσμος τις λερωμένες μαξιλάρες του καναπέ, τα σχισμένα ακουμπιστήρια, ακόμη και το σημάδι εκεί που ακούμπαγε το κεφάλι του Χάρη, το για μέρες άλουστο κεφάλι του Χάρη, που έβλεπε τηλεμάρκετινγκ ως το πρωί, μέχρι να αρχίσουν τα πρωινάδικα, οπότε και σηκωνόταν, η νέα μέρα χάραζε και ξεκίναγε την «καθαριότητα».

Μάζευε τα μπουκάλια κυρίως, τα χαρτιά απ΄τα σουβλάκια γιατί μυρίζανε, τις πλαστικές σακκούλες γιατί δεν άντεχε τον ήχο του πλαστικού, τις κάλτσες που είχε βγάλει για να μπορεί να ξυνει τις πατούσες του, άλλη μια απίστευτη συνήθεια του αδερφού της, και έφτανε, ως εκεί. Το υπόλοιπο σπίτι τελούσε σε κατάσταση άγνωστη γι’ αυτόν. Η κρεβατοκάμαρα ήταν απλώς σκονισμένη, πηγαίναν χρόνια που δεν κοιμόταν στο κρεββάτι. Η κουζίνα ήταν παραδόξως καθαρή, το ίδιο και το μπάνιο.

Ο Χάρης παρέμενε ένας ακαταλαβίστικος ξένος.
Ένας ξένος που είχε εδώ και καιρό περάσει απέναντι. Πεταλάριζε καθημερινά σαν παλαβός, μα αυτό δεν θα το μάθαινε κανείς εκτός από τον ιατροδικαστή, που θα έβρισκε πίσω από το ανοιγμένο στέρνο μια υγιέστατη καρδιά και δύο πεντακάθαρα πνευμόνια.
Ο Χάρης δεν είχε καπνίσει ποτέ του εκτός από τη μέρα που είχαν φωτογραφηθεί για το ΚΛΑΚ και ο στυλίστας τού είχε βάλει ένα πούρο στο στόμα γιατί «Η επιτυχία, καλέ μου, έχει συγκεκριμένες εικόνες που την πιστοποιούν!». Ο Χάρης έβλεπε ένα μακρύ τούνελ και πεταλάριζε σαν μανιακός να βγει στην άλλη άκρη. Το φως στο βάθος ήταν ένας άλλος κόσμος, χωρίς εταιρείες, χωρίς συνεργασίες, χωρίς μπόνους και προμήθειες, χωρίς πάνω και χωρίς κάτω.

«Κατάντια...», έλεγε και νόμιζες πως εκείνο το ταυ θα κατάφερνε να έσπαγε τους τοίχους, να τον έβγαζε ξανά στον κόσμο εξαγνισμένο, καθαρό από την πρότερη ζωή, έναν άλλον Χάρη, νέο ξανά, με όλη τη ζωή εμπρός του.

=Νάλεγα πως ο Χάρης χαμογέλαγε, έτσι όπως βρέθηκε με το ένα χέρι πεσμένο στο πλάι και τ’ άλλο στη μανέτα του στατικού ποδήλατου, άπνοος, με το κεφάλι γερμένο αφύσικα στο στήθος, νάλεγα πως κατάλαβε πως ευτυχούσε τουλάχιστον εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα.
Και να τόλεγα, θα ήταν μια φαντασιοπληξία δικιά μου, θα φτιασίδωνα μιαν άσχημη κατάσταση, θα έβαζα μια νότα ρομαντική στο τέλος του καλύτερού μου φίλου, που όσο κι’ αν δοκίμασα δεν κατάφερα να τον συνεφέρω.

Ζήλευα πάντα στις ταινίες όλους εκείνους που με μιά λέξη αλλάζουν την γνώμη των άλλων, ανατρέπουν καταστάσεις, ξυπνάνε συνειδήσεις. Όσες φορές προσπάθησα να το κάνω κατέληγα σε κάτι απίστευτα ρητά αποφθέγματα, που μας έκαναν και τους δυο να γελάμε μέχρι δακρύων.
«Κομφούκιε, να μ’ αγαπάς όπως είμαι!» μού ‘λεγε και ‘γω ένιωθα πως ήταν αδύνατο να δεχτώ τον παρακμάζοντα Χάρη για φίλο μου, πίστευα πως όφειλα να τον ξανακάνω όπως ήταν. Αγαπούσα τον εαυτό μου περισσότερο απ΄τον φίλο μου.
Τον φίλο μου, που κατάφερε να κάνει την μεγαλύτερη απόσταση της ζωής του πεταλάροντας μέσα στο σκοτεινό σαλονάκι του.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
Vale
Απών/απούσα

Ντιν νταν ντον
Κορίτσια, κάποιος βαρά τις καμπάνες!

Σημ. Υπέροχος, τα είπαμε. Βρε μπελάς (θα το διαβάσω μετά, με μπιρόνι και γυαλάκια).

Ζωαρίστρια
Εικόνα Ζωαρίστρια
Απών/απούσα

...δεν είχα καταλάβει οτι είσαι, και καλός μάλιστα!

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...τρυφερό και σκληρό ταυτόχρονα,
δηλαδή ανθρώπινο.
Υπέροχο, με τα γυαλάκια μόνο και χωρίς μπύρα
το διάβασε η BookLuv χωρίς ανάσα και διακοπή.
Σημ. ένδεια, και με το λάθος ''οι'' δεν σε κάνει φτωχότερο!

ofios
Απών/απούσα

Χαίρομαι που σας αρέσει, απλώς έχω λυσσάξει να γράφω και καταλήγω να φορτώνω το site με ό,τι μούρθει...

Αγαπητή boοkluv, εκείνο το "οι" δεν τόβαλα εγώ, ήταν δάκτυλος των μυστικών υπηρεσιών, που τίς έβαλαν οι κρυπτονιανοί, που αποκάλυψε τη δράση τους ο Λιακόπουλος, βοήθειά μας, να σπιλώσουν την υπόληψή μου....

Εΰχαριστώ για την διόρθωση...

Ζωαρίστρια
Εικόνα Ζωαρίστρια
Απών/απούσα

κι άλλο!! Να δούμε λίγο πάθος βρε παιδί μου, κι ας είναι και σε υπαρξιακά διηγήματα στο web

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

Όφιε, μπράβο σου!

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια