Το ιστολόγιο του/της fotonio

Ο Τζίμης

Μοτοσακό μπλε και ο Τζίμης με τη Δέσποινα βολτάρουν στα Εξάρχεια. Ο Τζίμης λαμόγιο περιοπής που βγάζει κάτι ψιλά στον παπά και σε δουλίτσες πονηρές. Φοράει σακάκι μπλε λιγδιασμένο, παντελόνι υφασμάτινο, μπεζ σκούρο, άσπρη κάλτσα και σκαρπίνι που πετάει σπίθες. Το Δεσποινάκι μόλις πριν δυο χρόνια κατέβηκε στην Αθήνα και για εκείνη όλος ο κόσμος είναι ο Τζίμης και ο Τζίμης είναι και όλος ο κόσμος που έχει.
Ο Τζίμης οδηγάει και χαζεύει δεξιά και αριστερά βυζάκια και κωλαράκια και βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που έφτιαξε φούρνο ο αδερφός του στο ισόγειο του σπιτιού του. Μέχρι τότε το Δεσποινάκι ήτανε άλογο. Πείναγε όμως και σαν άλογο, και έγινε φοράδα σαν τη μάνα της. Και ανέβαζε τις τυρόπιτες με τις φούχτες. Και καταϊφια και γαλακτομπούρεκα και ψωμί πολύ. Το γούσταρε το ψωμί το Δεσποινάκι. Και μ`αυτά και τα άλλα, σούζα το μηχανάκι. Ο Τζίμης έπρεπε να παράγει χρήμα. Φοβόταν μην την αφήσει νηστική και του φάει τα έπιπλα. Και να σου ένα κορόιδο εδώ και ένα πιο εκεί και τη βγάζανε τη μέρα τους.
Μια μέρα των ημερών τη σακουλεύτηκε τη δουλειά ο μάγκας και σου λέει: Ρε μπας και το κορόιδο είμαι εγώ και με έχει δει η κυρία αμερικάνικη βοήθεια; Το λοιπόν του αμολιέται η ιδέα ή να γίνει η Δεσποινούλα μοντέλο ή να τη στείλει πίσω στο χωριό της. Μπαίνει σε μαγαζί και αλλάζει το παρτάλι με δυο ποδήλατα, ένα μπλε για εκείνον και ένα ροζ με λαχανί φτερά για τη κυρά. Σκάει το λοιπόν στο σπίτι και τ`αμολάει: Δεποινάκι τέρμα το μοτοσακό γίναμε ποδηλάτες! Τρέχει η Δεσποινούλα βλέπει τα ποδήλατα, συγχίζεται, την κόβει και μια πείνα και την κάνει για το χωριό της.
Ο Τζίμης σήμερα, πλατεία Εξαρχείων με το ποδηλατάκι του χαλαρός και μόνος, χωρίς τη χοντρή και τη μπριγιαντίνη πάνω του, χωρίς σακάκι, χωρίς λευκή κάλτσα και χωρίς σκαρπίνι, καμακώνει τις περαστικές με διπλοπεταλιές. Α! βρήκε και δουλίτσα. Σεκιούριτι σε τράπεζα δουλεύει το παιδί και ονειρεύται ακόμα τη μεγάλη φτιάξη...

Ο Γάιδαρος!

Ξύπνησες πάλι νυσταγμένος. Κάθε μέρα η ίδια ρουτίνα. Σπίτι - δουλειά - σπίτι. Αυτοκίνητο - μπύρες - τηλεόραση. Η κοιλιά σου μεγάλωσε... Βαραίνεις μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ και μυρίζεις όλο και περισσότερο σαν καμμένο δάσος απο τα πολλά τσιγάρα.

Μπήκες και σήμερα στο αυτοκίνητο. Δευτέρα... Σκατά! Το ραδιόφωνο απο το ελικόπτερο του σταθμού ανακοινώνει αδιάφορα το ατελείωτο πήξημο και το αυτί σου τεντώνεται για να ακούσει. Ενα ΧΤ με κομμένη εξάτμιση και μολις που άκουσες κάτι σαν Καλ.....ης απο τον εκφωνητή. Σκατά! Τώρα Καλλιρόης είπε ή κάτι άλλο. Τον ήπια ψύχραιμα. Γαμώτο πάλι θα αργήσω, την γάμησα, σκατά, κόρνα... Κουνήσου ρε μπάσταρδε. Κόρνα.... Την γάμησα σίγουρα....

Οι παλάμες μου έχουν ιδρώσει, σκέφτομαι ότι αν το κλειδώσω εδώ που είμαι και πάω για δουλειά μόλις σχολάσω θα το ξεκλειδώσω θα μπω μέσα και θα φύγω. Και το χειρότερο είναι οτι όσο η ώρα περνάει αυτό μου φαίνεται και πιο φυσιολογικό. Όσο η ώρα περνάει σκέφτομαι όλο και περισσότερο να το δώσω το ρημάδι και να πάρω έναν γάιδαρο. Έναν γάιδαρο με μεγάλα αυτιά.Ένα γάιδαρο ίδιο με τον μαλάκα τον Βαγγέλη το αφεντικό μου που μου τα πρίζει κάθε πρωί. Γκναααρ ΑΡΓΗΣΕΣ ΠΑΛΙ ΜΑΛΑΚΑ Γκναααρ. Άντε γαμήσου και εσύ ρε Βαγγέλη. Μας τα έχεις κάνει μπαλόνια με την υγειινή ζωή, με τα γαμωποδήλατα, με τα γκομενάκια. Επειδή ο Βαγγέλας έρχεται με το ποδήλατο στη δουλειά νομίζει ότι ανακάλυψε και τον τροχό; ... Κόρνα.... Κουνηθείτεεεε ρεεεε!