Ο ΧΑΡΗΣ
Υποβλήθηκε από fotonio στις Παρ, 13/02/2009 - 03:31.Βούιξε το παπόρι, τα παλαμάρια δέσανε. Ο θείος Τζόνης κατέβηκε τα σκαλοπάτια και η γραβάτα ανέμιζε στο λιμάνι του Πειραιά. Κλάμα ο μπαμπάς, κλάμα η μάμα. Και ο Χαρίλαος μυξόκλαψε λιγάκι γιατί άμα κλαίνε οι μεγάλοι και οι μικροί πρέπει να κλαίνε. Ο Θείος Τζόνι δεν έκλαψε γιατί έτσι κάνουν οι άντρες.
Χάρι σου έφερα ένα γκίφτ, είπε ο θείος και ο Χάρης σταμάτησε να κλαίει. Μονάχα σκεφτόταν τι είναι το γκίφτ.
Η κούτα άνοιξε στο σαλόνι και μετά το περγαμόντο που έφαγαν και πολύ το ευχαριστήθηκαν ο μικρός φώναξε ξύνοντας τη κεφάλα του: Τι γκίφτ ρε θείο; Αυτό είναι ποδήλατο, δεν είναι γκιφτ. Και ξαναέβαλε τα κλάματα. Δεν τα μίλαγε τα εγγλέζικα ο Χαρίλαος και νόμιζε ότι το γκιφτ, ήτανε κάτι πολύ σπουδαίο, όπως σπουδαίος ήτανε ο θείος με τις δουλειές που είχε ανοίξει στα ξένα. Ποδήλατο του έπαιρνε και ο μπαμπάς του. Σπουδαία τα λάχανα.
Το πήρε με κρύα καρδιά, πήρε και μια βιντεοκασέτα που είχε μέσα η κούτα, είπε ένα φχαριστώ, έσκυψε το κεφάλι και έφυγε. Τράβηξε καρφί για την τηλεόραση και έχωσε τη κασέτα στο βίντεο. Είδε το ποδήλατο του να κάνει σβούρες, να κατεβαίνει σκαλοπάτια και μετά έμαθε ότι το δικό του έχει και όνομα. Μπί-εμ-εξ.
Ο θείος έφυγε ξανά, αλλά ο Χαρίλαος έγινε Χάρης και πολύ γρήγορα και το δικό του ποδήλατο σβούριζε στο Ζάπειο. Ο κόσμος χειροκρόταγε, και ο Χάρης που ήταν και ζωηρό παιδί ψωνιζόταν και δεν ‘’μάσαγε’’.
Όσοι τον είχαν πάρει χαμπάρι του λέγανε και πιο δύσκολα κόλπα. Ο Χάρης έλεγε δεν ‘’ Μασάω’’ και πραγματικά δεν ‘’μάσαγε’’. Λύσσαγαν τα αλάνια.
Εκεί γνώρισε και την Μαρκέλα. Η Μαρκέλα στο πρώτο έτος στη σχολή για μάγειρες, νόστιμη σαν μπουρεκάκι, τον χειροκρότησε και ο Χάρης της τα έριξε στα ίσια.
Πιστεύεις στον έρωτα με τη πρώτη σβούρα;
Το Μαρκελάκι γέλασε και ο Χάρης πίστεψε στον έρωτα.
Κάθε απόγευμα στη πλατεία χέρι-χέρι και ο Χάρης να της σκαρώνει ποιήματα στα παγκάκια.