Το ιστολόγιο του/της fotonio

Ο Μενέλαος

Δύο φορές άλλαζε λάστιχο στη πίσω ρόδα, μία στη μπροστά. Ο Μένιος ο Σούζας με το όνομα. Μπορούσε να κάνει σούζα για πάντα! Από τότε που ο παππούς του έκανε δώρο ένα ΒΜΧ, πρώτα έμαθε να το πηγαίνει στη μία ρόδα και μετά κανονικά. Ο Μένιος εκτός από σούζας ήταν και της εκκλησίας παιδί. Όταν δεν ήταν στη πλατεία, ήταν στο κατηχητικό. Όταν δεν ήταν στο κατηχητικό έκανε σούζες έξω από το μανάβικο του Τόλη που` χε για κόρη την ωραία Ελένη.

Η Ελένη καθόταν πάνω στα καρπούζια και άνοιγε της ματάρες της και θαύμαζε τον Μένιο που πέρναγε τρώγοντας γαριδάκια ή παγωτό, κάνοντας σούζα και το γούσταρε το παλικάρι. Το γούσταρε αλλά τα έφτιαξε με το κολλητάρι του τον Πάρη που της έφερνε κοκά και τσικουλάτες και καθόσον είχε και συμφέρον τον προτίμησε. Όπως κάνουν οι Ελένες και τη σήμερον ημέρα. Το λοιπόν, ο Μένιος μελαγχόλησε το παιδί και πήγε στη εκκλησία να βρει την υγειά του. Πουτάνες είπε μια φορά μόνο ( θεέ μου συγχώρα με) και έβαλε τα ράσα να μη του ξανατύχει.

Πάτερ Δωρόθεος , διάλεξε αυτό το όνομα για τον καινούριο δρόμο που πήρε η ζωή του και το έκανε για ένα και μόνο λόγο. Όταν σούζαρε και κοίταγε τον ουρανό, ένιωθε την ψυχή του ελεύθερη και τον εαυτό του έτοιμο να τον δωρίσει στον θεό του. Μόλις τα χαμήλωνε έβλεπε την Ελενίτσα. Δηλαδή τον διάβολό του. Και ερχόταν η Ελενίτσα τις Κυριακές στην εκκλησία και ο Δωρόθεος κοίταζε πάνω…

Μια Κυριακή, έπαιζαν οι πιτσιρικάδες στην αυλή της εκκλησίας.
- Ρε καλόπαιδα γιατί δεν μπαίνετε στην εκκλησιά να σας δει και ο Θεός;
- Άσε μας ρε παπά, κάνουμε σούζες τώρα, άλλη ώρα.
- Και είσαστε καλοί;
- Οι καλύτεροι!
- Βάζουμε στοίχημα; Άμα σας κερδίσω μπαίνετε για λειτουργία, άμα χάσω κερνάω παγωτό.

Το στοίχημα πήγε και τα παιδιά σκάσαν στα γέλια.

Δεν βλέπεις και κάθε μέρα παπά πάνω σε ποδήλατο… Ανέβηκε ο παπάς απάνω σε ένα, σήκωσε τα ράσα, σήκωσε και τη ρόδα και ξέχασε να κατέβει. Τα πιτσιρίκια τον θαύμασαν. Τον θαύμασε όμως και η Ελενίτσα που περίμενε για να αρχίσει η λειτουργία.

Ο Εκπαιδευτής

Οι ρόδες έσχιζαν το νερό στις λακκούβες και ο εκπαιδευτής μουγκάνιζε αγκομαχώντας να ανέβει την ανηφόρα. Δεν ήταν κανονικός εκπαιδευτής σε κανέναν. Το παρατσούκλι του το έβγαλε η μαρίδα μια Κυριακή που πήγε να πέσει από το ποδήλατο. Το είχε φορτώσει με χόρτα και σε μια ξαφνική μετατόπιση του φορτίου, με μια μαγική κίνηση και ένα δυνατό μουγκρητό το υπέταξε. Κοίταξε τα παιδιά και έφυγε χαμογελαστός. Από τότε για τα παιδικά τους μάτια αυτός ήταν ο Εκπαιδευτής. Ο υπέρτατος Εκπαιδευτής!

Το πραγματικό του όνομα ήταν Ανέστης αλλά κανείς δεν το ήξερε. Ο Εκπαιδευτής υέγραφε πάντα με σταυρό και ήταν μουγκός. Κανείς δεν είχε τρόπο για να μάθει πως τον λένε εκτός από τη γυναίκα του που τον φώναζε ζώον.

Παράξενη μορφή ο Εκπαιδευτής απάνω στην Ματίνα. Αδύνατος, ξερακιανός με ένα παλιό αλλά καθαρό παλτό. Σαν ιππότης της αποκάλυψης. Η Ματίνα, ένα παλιό ποδήλατο raleιgh Άγγλου ταχυδρόμου που είχε ξεμείνει από τον πόλεμο είχε πάρει ζωή στα χέρια του. Στο λαιμό της είχε δέσει μια αποκριάτικη μάσκα γάτας, μια μάσκα που έμοιαζε καταπληκτικά με μια κεραμιδόγατα που είχε μικρός. Τη Ματίνα.

Η Λουκία ήταν η γυναίκα του εκπαιδευτή. Καμιά άλλη δεν θα μπορούσε να είναι γυναίκα του Εκπαιδευτή. Σκληρή και απάνθρωπη που του έκανε τη ζωή ποδήλατο. Θα έλεγε κανείς πως στον πόλεμο ήταν μαζί με τα Ες Ες! Στρατηγό την φώναζαν στη γειτονιά.

- Που είσαι ρε ζώον δε σου είπα στις 7 να είσαι στο σημείο;
- Μουγκρ ( στον κώδικά του εκπαιδευτή το ένα μουγκρ σήμαινε ναι το δύο όχι).
- Βρε άι στα αρχίδια μου (από το αί γαμήσου και το στα αρχίδια μου), όλα μόνη μου πρέπει να τα κάνω.

Ο εκπαιδευτής χαμήλωσε τα μάτια. Δεν μούγκρισε. Μονάχα πετάχτηκε η φλέβα του κάτω από το αριστερό του μάτι. Πήρε τη Ματίνα και έφυγε. Δεν είχε που να πάει, απλά έφυγε…

Ο Παναής

Ο Παναής ήταν μάγκας.

Όχι μαγκάκι του σωρού. Μάγκας με τα όλα του. Έφερνε βόλτα στον μαχαλά και τον έτρεμαν και οι μύγες. Στραβό περπάτημα, στραβό σαγόνι, και το σακάκι φορεμένο μόνο στο ένα μανίκι για να τραβάει το μαχαίρι πιο γρήγορα και μουστάκι παχύ τσιγκελωτό. Ό,τι γούσταρε το έκανε και αντίλογος δεν υπήρχε. Όσοι διαφώνησαν τώρα κοιτάνε τα ραδίκια ανάποδα.

Ένα καημό είχε μόνο. Τη Μαριγώ τη κομμώτρια.

ο Κοκός

Σαββατόβραδο και το πρώτο του ουααα έκανε τη μάνα του να κλάψει. Από χαρά έκλαψε η Γεωργίτσα, και ο Μπάμπης έκλαψε από μέσα του. Καθόσον οι άντρες δεν κλαίνε πόσο μάλλον να είναι και οικοδόμοι. Και να σου τα κεράσματα στο γήπεδο και στον καφενέ ο Μπάμπης και περηφάνια πολύ την είχε που θα άφηνε στρωμένη δουλειά στον Κωστάκη του.
Μεγάλωσε ο μπόμπιρας αλλα του είχε μείνει κουσούρι εκ γενετής και οι καρποί του ήτανε λιγάκι χαλαροί, η μεσούλα του χαλαρή επίσης και η φωνούλα του τραγουδιστή. Δικαιολογιότανε ο Μπάμπης και έλεγε στους φίλους ότι το παιδί μιλάει λιγάκι τραγουδιστά καθόσον Κερκυραίοι στην καταγωγή τιμάμε και το μέρος. Για τους καρπούς και τη μεσούλα δικαιολογία δεν είχε και ποιούσε τη νύσσα. Και στην οικοδομή τον πήρε τον Κωστή ο πατέρας του να τον κάνει άντρα και στις γυναίκες τον πήγε και το όνειρο γκρεμίστηκε. Ρε μπας και το παιδί μου βγήκε ντιγκιντάγκας έλεγε μέσα του ο Μπάμπης και σκίζονταν τα φυλλοκάρδια του.

Αγόρασε το λοιπόν ο Κωστής ένα ποδήλατο και άρχισε να κάνει θελήματα στη γειτονιά να βοηθήσει στα οικονομικά στο σπίτι γιατί ταλέντα για τους καρπούς του δεν είχε. Ούτε κομμωτής, ούτε τίποτα. Και να σου όλη μέρα στη γύρα με το ποδήλατο και να τον γιουχάρει η μαρίδα στις γειτονιές και η μάνα του να κλαίει με μαύρο δάκρυ που έβλεπε τον Μπάμπη να μαραζώνει και να τσακώνεται στο καφενείο.
- Κωστάκη μου πρέπει να φύγεις αγόρι μου
- Τζάζεψες μανούλα; Και που να πάω;
- Στην Αμέρικα πουλάκι μου στον θειό σου τον Αποστόλη. Τα έχουμε μιλήσει.

Και καθόσον παιδί με φιλότιμο ο Κωστής μπάρκαρε για την Αμέρικα για μια καλύτερη τύχη για να δουλέψει στο Ρεστοράν του Αποστόλη. Πήρε και το ποδήλατο μαζί γιατι τα` αγαπούσε πολύ το ποδήλατο ο Κωστής και του έβαλε και τα έξτρα ναύλα και η μάνα μη το κακοκαρδίσει τι παιδί.

contact