Η Ελλάδα που γνώρισα στα εφηβικά μου χρόνια, ήταν μια χώρα φτωχή.
Πολύ φτωχή, όχι εξιδανικευμένα, όπως μπορεί να φαίνεται σε κάποιους ένα τέτοιο πισωγύρισμα, αλλά μίζερα, όπως μπορεί να οριστεί η ζωή σε αυτό το σύστημα αξιών, όπου επιλέξαμε να ζούμε.
Στην δεύτερη και τρίτη δεκαετία της ζωής ενός ανθρώπου, το αυτοκίνητο, ήταν όνειρο, η διασκέδαση, Σαββατιάτικη ιστορία.
Και τα αγαθά, γενικώς, περιορισμένα.
Εκπαίδευση; Μέτρια, αλλά κάπως καλύτερη, όχι όμως και σπουδαία πράγματα. Ειδικά στην δευτεροβάθμια παιδεία.
Συνεπώς και η μόρφωση περιορισμένη.
Το όνειρο πολλών, αν και οι μισθοί ήταν χαμηλοί, μια θέση στο Δημόσιο, σταθερή δουλειά με άδεια μεγάλη και εξασφαλισμένη σύνταξη.
Υπήρχε αυξημένη πολιτική συνέιδηση,λόγω του προηγούμενου, ανώμαλου καθεστώτως, την οποία επιμελώς, υποδαύλιζαν οι δεξιοί κρατούντες της εποχής, ενώ από κάτω βρίσκοταν ένας λαός κακοπαθημένος από τη χούντα και πολύ μαζεμένος στην έκφραση των όποιων ιδεολογικών του κατευθύνσεων.
Αυτή ήταν η Ελλάδα του '70.
Την αμέσως επόμενη δεκαετία, πολλά πράγματα ξεκίνησαν ν´ αλλάζουν.
Οι νεότεροι είχαμε, σαφώς, περισσότερες επιλογές εξόδου.
Μετακινούμαστε, κυριώς με μηχανές, ξενυχτούσαμε και το γλεντούσαμε κάπως παραπάνω. Ένα αγγλοσαξωνικό μοντέλο διασκέδασης, άρχισε να εμφανίζεται στο προσκήνιο.
Γενικά, στην Ελλάδα, άρχισε να πέφτει χρήμα. Ευρωπαϊκό, όμως.
Το όνειρο πολλών, αν και οι μισθοί ήταν χαμηλοί, μια θέση στο Δημόσιο, σταθερή δουλειά με άδεια μεγάλη και εξασφαλισμένη σύνταξη.
Πάμε στο '90 και σαφώς τα πράγματα αλλάζουν. Η χώρα τρώει λεφτά, οι πολίτες, αν και ταλαιπωρημένοι με την ανικανότητα των κυβερνήσεων, είμαστε σε κάπως καλύτερη κατάσταση, οι τιμές των προϊόντων δεν είναι εξαιρετικά υψηλές, οι τράπεζες συνεχίζουν την ίδια σφιχτή πολιτική και οι δανεισμοί είναι μια ιστορία δύσκολη, η οικονομία δεν ανθεί, αλλά έχει το Ευρωπαϊκό δίχτυ ασφαλείας που την κρατάει.