η ιστορία της Ασημούλας

Ο μπάρμπας μου ο Σταμάτης ήταν ο πρώτος συγγενής, που πήρε ποδήλατο.
Μιλάμε τώρα για τον πρώτο καιρό που κατέβηκαν απ' τις στάνες στα Τρίκαλα, εκεί, γύρω στο πενήντα-πενήντα πέντε, λίγο μετά τον εμφύλιο.

Δεν ημπορούσε να συνηθίσει τα λεωφορεία, εκείνα με τις μουτσούνες και τη μηχανή δίπλα στον οδηγό, δεν είχε και πού να σταλίσει το μουλάρι του άμα έκανε να το φέρει κάτου, πήρε ποδήλατο.
Αυτός κι' ο Θύμιος ο μανάβης είχαν ποδήλατα.
Κι' απ' αυτόν τον Θύμιο τον μανάβη, δεν μου το βγάζεις απ' το μυαλό, πήραν και φτιάξαν την ταινία με τον Χατζηχρήστο, εκείνη με τον Ζήκο, τον μπακαλόγατο, βρε φτυστός δεν ήτανε...

Πήρε, που λες, ένα μεταχειρισμένο, μαύρο ήτουνε, με τα γυριστά τιμόνια και πούχε σίδερα αντίς για ντίζες στα φρένα.
Θα μου πείς, πού τάξερες τότε αυτά, μετά τάμαθες και μας τα λες.

Πέρναγε ο Σταματόγιαννος, Γιάννης ήταν ο πατέρας του, εξ' ου και το Σταματόγιαννος, πέρναγε που λες ο Σταματόγιαννος απ' την πλατεία, πάταγε και στραβά τα πόδια στα πετάλια με τις φτέρνες προς τα μέσα και τις μύτες των παπουτσώνε να κυττάνε όξω, ήταν και μια σταλιά άθρωπος, τον έκανε χάζι το καφενείο μα δε μίλαγε κανείς.
Είχε, βλέπεις, σκοτώσει τον Πανταγιά τον Τσάκαλο, έναν αγριάνθρωπο που γύρναγε στα βουνά και τούχε κλέψει ένα γίδι να το κολατσίσει με τον αδερφοποιτό του τον Γρηγόρη της θειάς της Βαγγέλαινας.
Μπάμ, στον τόπο, ούτε σούπα, ούτε μούπες.
Ποίος να κόταγε να μιλήσει τώρα για το ποδήλατο, φοβόντουσαν, σου λέει, δε θέλει και πολύ να μας σφάξει στο γόνατο...

Μετά λίγο καιρό, να δεις πού θέλω να καταλήξω, κανείς δεν έδινε σημασία στον μπάρμπα μου. Τον είχανε συνηθίσει. Έβαλε και ντιναμό, κρέμασε και κροσσάκια απ' το τιμόνι, έβγαζε και το γαρούφαλλο απ' το πέτο και το πέρναγε στο τιμόνι, μόρτης ο μπάρμπας, σα γκόμενα τόχε το ποδήλατο.
Το πιό σπουδαίο, κανείς δεν έδινε πιά σημασία, δεν έκανε εντύπωση ό,τι κι' αν έκανε στο ποδήλατο.

Πώς πήγε τώρα το μυαλό μου σα θέλησα να ταιριάξω το ποδήλατο με τη δουλειά μου, δε το καταλαβαίνω.
Δεν είναι να πεις πως αυτά που σου λέω τάχα παρατηρήσει τότες. Είναι που τώρα που μ' ένοιαξε, λες κι' άνοιξε ένας σινεμάς και μου πρόβαλε εκείνες τις εικόνες.

Πήγα, που λές, και πήρα ένα ποδήλατο, ούτε πολύ φτηνό, ούτε πολύ ακριβό. Τί χρώμα το θες μου λέει, θες κόκκινο, θες κίτρινο; όχι του λέω, ασημί, να μη λερώνει κιόλας. Γέλασε, νόμισε τόλεγα στ' αλήθεια, "μ' ένα πανάκι καθαρίζει" μου λέει, "πάρε το κόκκινο να κάνεις και το κομμάτι σου!", άσε του λέω, για δώρο το θέλω, και πήρα το ασημί.
Βάλε και μιά σχαρίτσα, του λέω, και στερέωσέ μου και δυό τσαντάκια, νάχει χαρά ο μικρός που θα πηγαίνει μ' αυτό στους προσκόπους!

Τέλος πάντων, το πήρα και τόβαλα στο σπίτι μέσα, να μη φαίνεται ούτε από απέναντι, ούτε από πουθενά. Άμα ερχότανε κανείς τόκρυβα στην κρεβατοκάμαρα.
Ανέβηκα στην Καρδίτσα, έκοψα το μαλλί, και μετά άρχισα ν' αφήνω μούσι και μουστάκι, ίσα να μαυρίσει λίγο το πρόσωπό μου.
Μόλις μεγάλωσαν τα μούσια και το μουστάκι, πήρα ένα απογεματάκι την Ασημούλα, τούχα βγάλει κι' όνομα του ποδήλατου στο μεταξύ, και τράβηξα μια βόλτα κατά την πλατεία.
Είχα και μια φαγωμάρα, μ' έτρωγε να δω αν θα πιάσει το κόλπο, αν θα με γνωρίζουν, χτύπαγ' η καρδιά μου, τρέμαν τα χέρια μου, κι' άσε ύστερα τους άλλους να λένε τον αναίσθητο και το τέρας και ξέρω' γω τί...!
Περνάω μία, τίποτε, ούτε καλησπέρα.
Περνάω δύο, ξανά, τίποτε, ούτε μια χαιρετούρα, βρε ούτε μία ματιά!
Τρείς, τέσσερεις, κανείς δε με γνώρισε, κανείς δε με χαιρέτησε...
Βρε! λέω, λές νάναι τόσο εύκολο...

Τέλος πάντων, μετά άρχισα να πεταλάρω και πρωί. Την πρώτη φορά βγήκα νωρίς, ό,τι είχε πάρει να χαράζει. Μετά, ε! ξεθάρρεψα, βγήκα και κατά τις εννιά, μετά κατά τις δέκα, μετά τόπαιρνα για όπου ήθελα να πάω.

Η πλάκα είναι πως μ' αυτά και μ' αυτά, δυνάμωσαν και τα πόδια μου και μούφυγε και η όρεξη για τσιγάρο.
Ά, ρε Βασίλη, είπα, γι'αλλού εσύ ξεκίνησες
κι' αλλού το ποδήλατο σε πάει.

Κι' ήρθε η μεγάλη μέρα, που λες...
Εκατό φορές είχα πάει μέχρις εκεί, τις είκοσι είχα μπει και μέσα, τι διάολο...

Ένα δεν είχα σκεφτεί και παρ' ολίγο να την πατήσω.
Άμα μου το κλέβανε στο μεταξύ;
Να το δέσω; δεν θα προλάβαινα μετά να κουνηθώ...
Έκανα και ΄γω το πιό απλό: ακούμπησα το ποδήλατο στην κολώνα, πέρασα την αλυσσίδα, έτσι, να κρέμεται μόνο σα νάτανε δεμένη, χωρίς να την δέσω και έκαμα τον σταυρό μου μην γίνει η στραβή.

Τ' άλλα τα ξέρεις, μπήκα-βγήκα χωρίς να βλαφτεί κανείς, χαιρέτησα σαν κύριος και βγήκα, πήγα μέχρι τη γωνία που είχα την Ασημούλα αφημένη, πήγε κι' ήρθε κι' η καρδιά μου μέχρι να δω πως ήταν εκεί, έβαλα τις τσάντες στη σχάρα, άλλαξα το μαύρο καπέλο μ' ένα κόκκινο, έβγαλα και τα γυαλιά, ανέβηκα κι' άρχισα το πετάλι. Χαλαρά, σα να μην τρέχει τίποτα. Πέρασα δίπλα από τα περιπολικά, έτρεμα ολόκληρος, είχε σταματήσει η καρδιά μου, χτυπάγαν τα σαγόνια μου, αλλά, κύτταζα πέρα σα να είχα βγει για ψώνια. Σφυρίξαν οι σειρήνες τους καμπόσο, μετά μπήκα σπίτι, ακούμπησα την Ασημούλα στον τοίχο κι' έπεσα στον καναπέ ξερός, ούτε δάχτυλο να μη μπορώ να κουνήσω.
Κάποια στιγμή πρέπει να με πήρε και ο ύπνος, άκουγα και την τηλεόραση να λέει, να λέει, να λέει, άκουσα και τ' όνομά μου, πήρε το μάτι μου και κάτι φωτογραφίες μου παλιές, μετά κοιμήθηκα.

Ξύπνησα, κλείδωσα την πόρτα, που την είχα αφήσει έτσι όπως μπήκα, κι' έκαμα όλα τα συνηθισμένα που δε στα λέω γιατί τα ξέρεις κι' απ' τα δικά σου.

Αυτή είναι, που λες, η ιστορία της Ασημούλας πούκαμα δώρο στην κόρη σου. Μ' αυτήν τόκαμα και μ' αυτήν πέρασα κάτου απ' τα μάτια τους.

Άσε μετά πώς ήρθαν τα πράγματα...

Το λοιπόν, βάλε, που σου λέω, το κορίτσι στα γράμματα, στείλ' το και στα γαλλικά και τ' αγγλικά του, μάθε το ' κει πέρα πέντε γράμματα να μη βρεθεί ποτέ στην ανάγκη και, άκου με, να μη της κόψεις ποτέ το ποδήλατο.

Άμα ανέβηκε μιά φορά, μη την αφήσεις να ξανακατέβει ποτέ...
Ποτέ δεν ξέρεις...

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
VANIC
Απών/απούσα

ΚΑ -ΤΑ -ΠΛΗ -ΚΤΙ -ΚΟ.
Βρε συ Όφη, είσαι Καρδιτσιώτης;
Αν ναι, έχουμε πολλά να πούμε !!!!!

ofios
Απών/απούσα

ευχαριστώ, είσαι πολύ ευγενικός.
Όχι, δεν είμαι Καρδιτσιώτης, απλώς, έχω αρκετούς φίλους από 'κει.
Τα υπόλοιπα είναι προϊόν ποδηλατικής φαντασίας, ξέρεις, όσο λιγώτερο ποδηλατείς, τόσο περισσότερο φαντάζεσαι πράγματα...

VANIC
Απών/απούσα

Έχεις ποδηλατήσει στην λίμνη μας ( Πλαστήρα ), η έχεις σκοπό να το κάνεις στο προσεχες μέλλον;

strouf
Εικόνα strouf
Απών/απούσα

ομολογώ πως είναι η πρώτη φορά που δεν κατάλαβα τι θέλει να πει ο (συγκεκριμένος) ποιητής, του οποίου τα κείμενα συνήθως απολαμβάνω...

ofios
Απών/απούσα

ο τύπος ληστεύει τράπεζα και διαφεύγει με το ποδήλατο.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και γεγονότα είναι καθαρά συμπτωματική......

ofios
Απών/απούσα

κατά Οκτώβρη μας βλέπω ν' ανεβαίνουμε προς τα πάνω, οπότε, μάλλον θα βρεθούμε.

VANIC
Απών/απούσα

Μένω Αθήνα αλλά έχω σπίτι στην λίμνη.
Στειλε έγκαιρα mail στο ntsoytsos@yahoo.gr για να κανονίσουμε.

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact