Το ποδηλατάκι του παππού

Ο παππούς ήταν πάντα μεγάλος, δεν τον θυμάμαι ποτέ σαν τον πατέρα του πατέρα μου, μού ΄μοιαζε μάλλον σαν παππούς όλων μας.
Ήταν αυτό που λέμε, καλός παππούς, με τα άσπρα του μαλλιά, το μουστάκι του που μας γαργάλαγε όταν μας φίλαγε, τα μεγάλα χέρια και τα κρεμαστά αυτιά που έχουν πολλές φορές οι ηλικιωμένοι, με το ελαφρύ, σκυφτό περπάτημα πούχουν αυτοί που δουλεύαν μια ζωή στα χωράφια και τους φαίνεται ανάλαφρος ο δρόμος.

Μας χαιρόταν όταν μας έβλεπε, άνοιγε η καρδιά του, δεν μας έλεγε ποτέ καλώς τα παιδιά μου ή καλώς τα εγγόνια μου, έλεγε καλώς τα καμάρια μου. Και όταν μας αγκάλιαζε μύριζε σαν παππούς, με τα πολυφορεμένα ρούχα τα πλυμένα με πράσινο σαπούνι, με τις φανέλες που οι μασχάλες τού΄χαν κατέβει ως τη μέση, με τα παντελόνια τα φαρδειά και τα χέρια που πάντα κάτι κράταγε, μα ένα κλαδευτήρι, μα ένα σφυράκι, μα ένα ποτιστήρι.

Είχε μες τη ματιά του, τόβλεπες, φαινότανε, είχε ΄κείνον τον φόβο, που νομίζω πως τον είχε εκείνη η γενιά που περασε δυό πολέμους, όχι μόνον τον δεύτερο , αλλά που ΄χε περάσει και σαν παιδί τον πρώτο πόλεμο κι΄είχε χάσει πολύ γρήγορα το χαμόγελο, ξέρεις εκείνο το παιδικό της ξενοιασιάς, που νομίζεις πως όλος ο κόσμος γυρνάει τριγύρω σου, που νομίζεις πως είσαι το κέντρο του κόσμου όλου και λες μπαμπά και μαμά κάθε δυό λεπτά, όλο κάτι να δείξεις, όλο κάτι να πεις, να ζητήσεις, να ρωτήσεις.

Και ξέρεις, έχω στο μυαλό μου πως ειδικά οι νησιώτες που τους έχουν κουβαλήσει στην πόλη με το ζόρι, θες οι αρρώστειες, θες η ανάγκη, θες η ερημιά του τόπου, έχουν πάνω τους ένα βάρος μεγαλύτερο απ΄τους στεριανούς. Αναστενάζουν αλλιώς, τους πιάνει η νοσταλγία, έχουν νταλκά, νιώθουν να πνίγονται.
Είναι η θάλασσα, η θάλασσα στο κάνει αυτό.
Απ΄τη μια την λατρεύεις, γιατί απ΄όσο θυμάσαι, από μωρό-μωρό, είναι πάντα γύρω σου και σ΄αγκαλιάζει και σε συντροφεύει κι΄απ΄την άλλη, στέκεται και σου ορίζει την απόσταση, σου κανοναρχάει τον χρόνο, σου λέει τώρα θα διαβείς στο νησί, τώρα δεν περνάς, άμα θέλω βλέπεις τα εγγόνια κι΄άμα θέλω δεν τα βλέπεις, έτσι είναι. Σα ζηλιάρα γυναίκα που θέλει νάχει τον έλεγχο του τί κάνεις και πού πας, πως είναι η Σταυρούλα του Μιχάλη, έτσι κάπως, μα όχι και τόσο χάλια..!

Ο παππούς μας δεν μας ελεγε παραμύθια, τού λέγαμε παππού, πες μας ένα παραμύθι και κείνος γέλαγε και φαινότανε κι΄ένα χρυσό δόντι κάτω απ΄το μουστάκι που μας έκανε και γελάγαμε και γέλαγε και κείνος πιό πολύ. Δε ξέρω παραμύθια καμάρια μου, που να τα μάθω ο έρμος, θες να σου πω που πηγαίναμε με το γαϊδουράκι και με τον μούλαρο και κουβαλάγαμε τα ξύλα και τα δοκάρια για να χτιστούν τα σπίτια και οι εκκλησιές στο νησί, να σου πώ, αμέ παραμύθια, δεν ξέρω.

Στο τέλος τον είχαμε ζαλίσει τόσο πολύ που καθότανε κι΄έβλεπε τις παιδικές εκπομπές στην τηλεόραση για νάχει να μας λέει κανένα παραμύθι από κείνα πούβλεπε.
Και νάβλεπες τί γινόταν...
Γιατί μεγάλος άνθρωπος, δεν την ήθελε και την τηλεόραση καθόλου, τα μπέρδευε αυτά που έβλεπε και μας τάλεγε άλλα αντ΄άλλων. Κει που ξεκίναγε το παληκάρι να πάει στην ξενητειά, στην άλλη φράση ήταν σπίτι με τη μάνα του και μετά πολέμαγε τον δράκο παρέα μ΄έναν νάνο στην πίσω αυλή. Σου λέω, να σαστίζουμε και να περιμένουμε να βγάλουμε συμπέρασμα και να μην βγαίνει.
Δεν καταλαβαίναμε και να γελάσουμε, παρά ανοίγαμε τα μάτια και τα στόματα και θαυμάζαμε πώς το παληκάρι πηγαινοερχόταν τόσο γρήγορα ξενητειά-σπίτι, σπίτι-ξενητειά.

Ε, στο τέλος κάπως τόχε πάρει σε μάκρος, μας έβλεπε που ξεφυσάγαμε κι΄ακουμπάγαμε στους αγκώνες μας και γέρναμε το κεφάλι στο πλάι, έβαζε τότε και μια νεράιδα στη μέση, έδινε και μια με το σπαθί κι έκοβε και το κεφάλι του δράκου κι΄ ανακουφιζόμασταν εμείς με το σκοτωμένο θεριό και ΄κεινος που τόχε καταφέρει να το τελειώσει το παραμύθι, έβγαζε κι ένα μαντήλι απ την τσέπη και σκούπιζε το μέτωπό του και ξεφύσαγε ξαλαφρωμένος.
Δηλαδή άμα τούλεγες παππού σύρε στο βουνά να κάνεις ξύλα, το προτιμούσε απ την αγωνία που τράβαγε να ξεμπερδέψει με το παραμύθι.

Μετά, το βραδάκι ο παππούς έπιανε το σκαμνάκι του και καθόταν στο αυλιδάκι κι΄εβαζε κρυφά κι΄ένα ρακάκι που επειδή του φωνάζαν οι μεγάλοι, τόκρυβε μέσα στην γλάστρα με τον βασιλικό και τράβαγε γουλίτσα-γουλίτσα όταν δεν τον βλέπανε. Γλυκός άνθρωπος. Είναι μερικοί άνθρωποι που οι ταλαιπώριες τους σφίγγουν, τους κάνουν να μαζεύονται κι είναι άλλοι, που μαλακώνουν και γλυκαίνουν.
Τέτοιος ήταν ο παππούς.
Μας κύτταζε να κάνουμε ποδηλατάκι γύρω γύρω στην αυλή κι΄όλο έλεγε μα δε βαριούνται, δε βαριούνται γύρω γύρω κι΄όλο μας κύτταγε, δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μας και το μούτρο του χαμογέλαγε ολόκληρο.

Για μας η αυλή πάνω στο Βύρωνα ήταν παράδεισος, δέντρα, λεμονιές, γατιά, πέτρες, γλάστρες και κείνο το τσιμεντένιο διαδρομάκι που πέρναγε ανάμεσα στα παρτέρια και το αλωνίζαμε με τα ποδηλατάκια, εκείνα τα τρίκυκλα με το φαρδύ καθισματάκι να μην πονάει το πωπαράκι και τα πετάλια πάνω στη μπροστινή ρόδα, που ήτανε όλη λαστιχένια, δεν έπαιρνε αέρα όπως τα μεγάλα.
Του λεγε ο πατέρας μου, πού τόχεις το λαδάκι, στάξε λίγο στις ρόδες να μην τρίζουν και σε ζαλίσουν όλο τ΄απόγευμα κι΄έλεγε κείνος, δουλειά σου ΄συ, εμένα μ΄αρέσει να τ΄ακούω να κελαηδάνε.

Μετά, μια μέρα μας πήραν και μας πήγαν σε μιας θειάς μας, στην θεια-Τασούλα που την θυμάσαι, που μας έφτιαχνε σβίγγους με μέλι το καλοκαίρι και ΄μεις δεν είχαμε καταλάβει γιατί αυτήν την φορά δεν μπορούσαμε να πάμε και ΄μεις να δούμε τον παππού. Μας είπαν είναι άρρωστος και ο γιατρός είπε ησυχία και τέτοια που λένε στα παιδιά όταν έρχονται οι μεγάλοι στα δύσκολα και δεν έχουν τί να πουν.

Είχε σώσει το λαδάκι του παππού, ήταν στα τελευταία του κι ούτε άνοιγε τα μάτια, ούτε μίλαγε, μόνο ανάσαινε απαλά και περίμενε. Έλεγε ο πατέρας μου πως τα μάτια του παππού κάτω απ΄τα βλέφαρα παίζανε ασταμάτητα, γυρνάγανε γύρω-γύρω, έβλεπε ο γέρος ποιός ξέρει τί και κάπου κάπου χαμογέλαγε.
Εγώ λέω καμμιά φορά στον εαυτό μου πως κύτταζε τα ποδηλατάκια να γυρνάνε γύρω-γύρω στην αυλή...

Όταν που λες ο παππούς κατάλαβε πως τον φωνάζανε για την τελευταία βαρκάδα, σήκωσε το χέρι προς τον πατέρα μου και τούκανε νόημα να σκύψει κοντά.
Λέει η θειά μου που ήταν μαζί, πως κάτι του ψιθύρισε κι ο πατέρας σηκώθηκε και μισοβουρκωμένος-μισοχαμογελαστός, πήρε το αυτοκίνητο κι΄έφυγε.
Τί ΄ναι πατέρα, ρωτάγανε οι άλλοι, σήκωνε ο γέρος το χέρι καθησυχαστικά, κούναγε τα χείλη χωρίς φωνή, μα ήταν ήρεμος.

Περνάει ένα μισάωρο, περνάνε τρία τέταρτα, πουθενά ο πατέρας μου.
Στην ώρα επάνω, νάσου και καταφθάνει με μια τεράστια σακκούλα από παιχνιδάδικο, μπαίνει μέσα και πάει πάνω απ΄τον παππού. Τόφερα, του λέει και βγάζει από την σακκούλα ένα ποδηλατάκι τρίκυκλο! Κι΄ανοίγει ο γέρος τα μάτια κι΄από ΄κει που ήταν του πεθαμού, γυρνάει στο πλάι, ανασηκώνεται στον αγκώνα και σκύβει να δεί το ποδηλατάκι.
Οι άλλοι κάγκελο... Να μη μιλάει όμως, κανείς. Να κυττάνε τον γέρο που θαύμαζε το ποδηλατάκι και να μην ακούγεται άχνα.
Βάλτο ΄δω, λέει στον πατέρα μου και χτυπάει με την παλάμη του το κρεββάτι δίπλα του, το πιάνει ο πατέρας μου, το απιθώνει δίπλα του κι΄αρχίζει ο παππούς να το αγγίζει, να πιάνει το τιμόνι, ν΄ακουμπάει το κάθισμα, να χτυπάει τις ρόδες να γυρίσουν, να χαζεύει ένα κίτρινο παπάκι πού ήταν κολλημένο μπροστά και να γελάει σαν παιδί. Δάκρυσε η θειά μου, μούλεγε μετά πως βγήκε στη αυλή κι΄άρχισε να τσαπίζει ένα παρτέρι έτσι στα κουτουρού για να διώξει τα δάκρυα.

Ο παππούς που λές, Θοδωρή μου, έζησε άλλες τρεις μέρες από ΄κείνη την στιγμή και δε θα το πιστέψεις, σε απόλυτη διαύγεια, όπως και σε απόλυτη διαύγεια έφυγε.
Το ποδηλατάκι δεν έφυγε από πλάι του στιγμή. Θυμόταν τα πάντα, τα πάντα και μας έλεγε, γράφε, εκεί έχω φυλαγμένο στο κατώι αυτό και ΄κει έχω τ΄άλλο, να το δώσεις στο παιδί και ΄κείνο να το δώσεις στον τάδε, μας άφησε δουλειές. Και στον πατέρα μου άφησε και μιά ακόμη εντολή, που ο πατέρας μου δεν ήθελε να την πει σε κανέναν.

Και πάνε που λες στο νησί, γιατί εκεί είχε παρακαλέσει ο παππούς να τον βάλουν, και γίνεται η κηδεία και στήνουν ένα γλέντι οι συγχωριανοί, με βιολιά και με λαούτα που σείστηκε το χωριό και τον αποχαιρέτησε με τον καλύτερο τρόπο, λεβέντικα και καπεταναίικα.

Πάνε την άλλη μέρα οι θειάδες και η μάνα μου να βάλουν δυό λουλούδια στον παππού πριν φύγουν για πίσω, τί να δούν, το ποδηλατάκι ακουμπισμένο πάνω στον τάφο και τον πατέρα μου να το καμαρώνει καθισμένος σ΄ένα πεζούλι. Καταλάβανε. Σκύψαν, βάλανε τα λουλούδια όμορφα-όμορφα, σάρωσαν και τα φύλλα από τριγύρω, σηκώθηκε κι΄ο πατέρας μου, κουβέντα δεν είπαν για το ποδηλατάκι μέχρι που φτάσαν στην Αθήνα, οπότε ο πατέρας μου άρχισε να γελάει δυνατά. Κυττάνε οι θειάδες κι΄η μάνα μου, τί ΄ναι, Γιαννούλη, τί γελάς, ρωτάνε.

Φαντάζομαι, λέει ο πατέρας μου, τον γέρο να θέλει να βάλει αέρα στα λάστιχα και να μην βρίσκει την τάπα, σαστισμάρα που θα τονε πάρει !

Κι΄από τότε τόχουμε και το λέμε, άμα πάς στο νησί, πέρνα κι΄απ΄τον τάφο του παππού να του φουσκώσεις τα λάστιχα!

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
A little biker...
Εικόνα A little biker...
Απών/απούσα

Πόσο τέλειο... Πόσο αληθινό!!! Λες και διάβαζα για τον δικό μου παππούλη, έτσι ακριβώς ήταν... Ευχαριστώ ofios για το τόσο όμορφο διήγημα σου...

olympics
Εικόνα olympics
Απών/απούσα

nikost
Απών/απούσα

Πόσο όμορφο.

tkant
Εικόνα tkant
Απών/απούσα

Χειρότερος και από τα δακρυγόνα των ΜΑΤ-ατζήδων είσαι.
Και δεν κάνει και τίποτε το μαλόξ σε αυτές τις περιπτώσεις.

kuku
Εικόνα kuku
Απών/απούσα

Μας πηραν τα ζουμιααααα...

Πολυ ωραια ιστορια

Βασικα το τελος ειναι ολα τα λεφτα!!

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

τέλειο, συγκινήθηκα όταν απόλαυσα το κείμενό σου
σ´ευχαριστώ ότι το´γραφες

Pavlos K.
Εικόνα Pavlos K.
Απών/απούσα

Εξαιρετικό και πέρα ως πέρα αληθινό, συγχαρητήρια!

papi
Εικόνα papi
Απών/απούσα

Εκλαιγα με λυγμους στη δουλεια, σα να χασα τωρα τον παππου μου, ουφ!!! Απιστευτο, δεν εχω λόγια να πω, μου ξυπνησες τοοοοσες μνημες και συναισθηματα.... Μπράβο σου παντως οφιε, γράφεις εξαιρετικα, καθε φορα...

priggipas
Εικόνα priggipas
Απών/απούσα

άντε να εξηγήσεις στο συνάδελφο τώρα ότι "μπήκε ένα σκουπιδάκι στο μάτι μου" ή ότι "κουράστηκα από την πολλή ώρα μπροστά στην οθόνη" ή οτιδήποτε...
πάντως, ξέρεις να "τρυπάς" ακριβώς εκεί που πονάει βρε φιδάκι! μπα σε καλό σου

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια