Οι άνθρωποι μετρούν τον χρόνο με περίεργους τρόπους

Ήταν απλά ελεύθερη, νομίζω πως καμία άλλη λέξη δεν μπορούσε να περιγράψει καλύτερα αυτό που του έδινε εκείνη η εικόνα… Απορροφούσε αυτή την ελευθερία, κλεισμένος στο αυτοκίνητό του, σαν σφουγγάρι. Ο χρόνος είχε σταματήσει κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο, σαν τα αυτοκίνητα μπροστά του. Το ραδιόφωνο επαναλάμβανε μονότονα για το αναποδογυρισμένο βυτιοφόρο που είχε δημιουργήσει ουρές χιλιομέτρων στην Εθνική.
Έστρεψε πάλι του βλέμμα του στην κοπέλα που κατέβαινε το χωμάτινο δρομάκι που κυλούσε παράλληλα στον δρόμο. Τα καστανόξανθα μαλλιά της, αφήναν μια πινελιά στο καλοκαιρινό τοπίο και μικρά συννεφάκια σκόνης ξεπηδούσαν μέσα από τα ξεραμένα χόρτα για να χαθούν μετά από λίγη ώρα.
Ελεύθερη!
Πόσος καιρός να πέρασε στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στο σήμερα και την τελευταία φορά που ανέβηκε στη σέλα του ποδηλάτου του; Οι άνθρωποι μετρούν τον χρόνο με πολύ περίεργους τρόπους, σκέφτηκε. Οι άνθρωποι μετρούν τη ζωή τους με περίεργους τρόπους…
Θυμήθηκε το χαμόγελο του παππού του όταν γύριζε κουρασμένος στο σπίτι, τα καλοκαιρινά βράδυα και, χαιδεύοντας του το κεφάλι του έλεγε να κατέβει πια από το γαιδουράκι του. Γιατί έτσι αποκαλούσε το ποδήλατο ο παππούς, γαιδουράκι. Θυμήθηκε ένα κοριτσάκι που είχε έρθει διακοπές από την Ιταλία και κάνανε ποδήλατο όλη μέρα. Πως συνεννοούνταν; Δεν μπορούσε να θυμηθεί, ίσως και να μη μιλούσαν, αλλά κάνανε ποδήλατο. Πόσα χρόνια, αλήθεια!
Η καστανόξανθη πινελιά χανόταν σιγά σιγά μέσα στα ξεραμένα χόρτα και τα συννεφάκια σκόνης άφηναν μια αδιόρατη ομίχλη πίσω της. Ελεύθερη! Κι όλος ο υπόλοιπος κόσμος είχε χαθεί στην ακινησία και τον αυγουστιάτικο ήλιο.
Θυμήθηκε ακόμα τα μονοπάτια που ανέβαινε εκείνος όταν ήταν μικρός, σχεδόν μπορούσε να νιώσει τους τριγμούς κάτω από τη σέλα. Έπιασε το τιμόνι με δύναμη, όπως έπιανε το τιμόνι του ποδηλάτου του για να κρατηθεί στον δρόμο. Εκείνος ο πλάτανος που ξάπλωνε τα μεσημέρια κουρασμένος, διαβάζωντας παιδικά μυθιστορήματα φαντασίας είχε ακουμπισμένο στον κορμό του το όχημα των ποιητών και φιλοξενούσε στον ίσκιο του, τα όνειρα του. Και τα βράδυα, τότε που κουρασμένος σταματούσε να πάρει ανάσα πατώντας λίγο στο πετάλι, λίγο στον δρόμο και λίγο στην δροσιά του καλοκαιριού, κάτω από τα αστέρια…
Η καστανόξανθη πινελιά είχε πια χαθεί κι ο κόσμος ήταν πάντα στάσιμος. Μια οσμή από καμένα λάστιχα πήδησε από τα ανοιχτά παράθυρα.
Θυμήθηκε...“Τρέξε!” ούρλιαζε η παιδική φωνή. Εκείνος ήταν πρώτος και πίσω του τα ποδήλατα των φίλων του. “Τρέξε”, σκεφτόταν με το μυαλό του. Αλλά δεν υπολόγισε καλά τη λακούβα στο τέλος της κατηφόρας κι αυτή τον πέταξε μακρυά. Και τρίβωντας το ματωμένο πόδι του, κοιτούσε με παράπονο τα παιδιά που τερματίζαν και τον έπαιρνε το παράπονο. Εκείνος ήταν πρώτος, για λίγα μέτρα ακόμα, τι ατυχία!
Πόσα χρόνια!
Το σημάδι στο γόνατο του είχε μείνει από τότε.

Ο στάσιμος κόσμος τυλίχτηκε σε ένα στιγμιαίο λευκό φως κι ένα υπόκωφο μουγκρητό, σαν τον ήχο των κυμμάτων που πέφτουν με ορμή στα βράχυα. Και τέλος ο ήχος της έκρηξης. Λαμαρίνες που γυάλιζαν πετώντας στον γαλανό ουρανό, γυαλιά που φεύγαν προς κάθε κατεύθυνση.
Ηρεμία.
Και μετά φωνές, βογγητά, κλάματα. Άνοιξε την πόρτα του για να πάει μπροστα, ίσως να μπορούσε να βοηθήσει, ίσως να ακολουθούσε κι άλλη έκρηξη. Φοβόταν. Ένας νεαρός με ματωμένο πρόσωπο έπεσε πάνω του, τρέχωντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στα μάτια του έβλεπε τρόμο, μόνο τρόμο, ένα πρόσωπο που μπορούσε κανείς να διαβάσει σαν βιβλίο. Και πίσω του, ένα κύμα ανθρώπων ερχόταν αλλοπρόσαλλα προς το μέρος του.
Έφτανε μια στιγμή για να ξεσπάσει όλο αυτό το χάος.

Το βράδυ, στο σπίτι του παππού του, που είχε πια φύγει από τη ζωή αρκετά χρόνια πριν, έβλεπε στις ειδήσεις τις εικόνες από το ελικόπτερο. Πολλοί τραυματίες, κάποιοι σοβαρά αλλά κανένας νεκρός. Έβλεπε το πλήθος να τρέχει μετά την έκρηξη από ψηλά, σαν μυρμήγκια… Έκλεισε την τηλεόραση και πήγε στην αποθήκη. Σε μια γωνίτσα είδε το ποδηλατό του, μισοσκουριασμένο με σκασμένα λάστιχα, μακρινή ανάμνηση του λαμπερού ποδηλάτου που καβαλούσε κάποτε. Σκεφτόταν πως θα μπορούσε να το βάψει, τι έπρεπε να αλλάξει, από που να αγοράσει καινούργιες σαμπρέλες… Σκεφτόταν πως η ζωή είναι σύντομη.
Σκεφτόταν πως οι άνθρωποι μετράν τον χρόνο, με περίεργους τρόπους.
Και πως μια καστανόξανθη πινελιά μπορεί να ζωγραφίσει την ελευθερία…

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
ofios
Απών/απούσα

Τι σφαλιάρα ήταν αυτή τώρα;;;;;;;;

fantasmamore
Απών/απούσα

Σφαλιάρα; Τι εννοείς ακριβώς;

ofios
Απών/απούσα

εννοώ ότι, το κείμενο με ταρακούνησε και σαν αφήγημα και σαν ύφος γραφής.

fantasmamore
Απών/απούσα

Είσαι πολύ ευγενικός... Και γω που νόμιζα πως σε χτύπησα... :)

fotonio
Απών/απούσα

Σ` ευχαριστώ!

slayerarg
Εικόνα slayerarg
Απών/απούσα

5 αστερια απο εμενα!!!

Vlachos
Απών/απούσα

Μεγάλε!!!
Που ήσουνα κρυμένος εσύ τόσο καιρό;;;;

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

πολύ ωραία διηγημένο κείμενο

carmen
Απών/απούσα

το κειμενο σου μας αγγιξε :)keep writing..

ofios
Απών/απούσα

αν θες στείλε μου το e-mail σου, σκέφτομαι κάτι που μπορεί να σ' αρέσει:

nikosatta κουάκ gmail τελεία com

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact