Τριγύριζε το κούτελο της διόρωφης πολυκατοικίας, γώνιαζε και ακολουθούσε πιστά το μαρμάρινο γείσο κι' αναβόσβηνε άχαρα αυτή η χριστουγεννιάτικη γιρλάντα, λες κι' ολόκληρο το τετράγωνο είχε ανάψει φλας για να στρίψει, να φύγει από την γκρίζα πλατεία, να πάει να χωθεί παραπάνω σε κάποιο ήσυχο στενό, δίχως φώτα και υπόκωφους ρυθμούς από τις καφετέριες.
Η βροχή...
Είχε γυαλίσει όλα τα πεζοδρόμια, τους τοίχους, τις προσόψεις των κτιρίων, τις φωτεινές επιγραφές, ακόμη και αυτήν την ηλίθια άσφαλτο, μαλάκωνε τις όψεις, αντανάκλαγε τα ακίνητα φώτα κυρτώνοντας τις ευθείες σε μιά τρεμουλιαστή ασάφεια και τα κινούμενα σε κυνηγούς των εαυτών τους, πέρναγε μιαν φτηνή γιορτινή πατίνα σε όλα. Και είχε αφήσει τους διαβάτες να συνεχίσουν τον δρόμο τους, απαλή, σαν χάδι κομματιασμένο σε χιλιάδες αγγίγματα.
Ο πλαστικός δίσκος.
Είχε πάνω του τα απομεινάρια ενός δείπνου σερβιρισμένου σε χάρτινες συσκευασίες, λερωμένες τώρα από σκόρπιες σταγόνες κέτσαπ και μουστάρδας, τσαλακωμένες για να μην παρασυρθούν από κάποιον αέρα, θλιβερές μέχρις ανοησίας.
Ο άνθρωπος...
Καθόταν στο πλαστικό κάθισμα ακουμπώντας στην πλάτη, με τα χέρια στις τσέπες του μπεζ, κοτλέ μπουφάν, με τα πόδια απλωμένα ανοικτά κάτω απ΄το καρφωμένο στην πιλοτή τραπέζι, δίπλα σε πολλά άλλα ολόϊδια τραπέζια.
Έκρυβε τη νεαρή του ηλικία κάτω από αρκετό πάχος, κάτω από τα αραιά, αφρόντιστα μαλλιά και το αξύριστο πηγούνι του, πίσω από τα μελαγχολικά, αδιάφορα μάτια, μέσα στην βαρειά στάση του.
Τα δύο ποδήλατα.
Χώθηκαν βιαστικά στην εσοχή που βρισκόταν το ταχυφαγείο, οι αναβάτες ξεπέζεψαν από τις σέλλες μιλώντας δυνατά, με κέφι που έβγαινε ως τα κόκκινα μάγουλά τους και τις βαθειές ανάσες τους, σαν αγγελιαφόροι σε ταινία με ιππότες που φτάνουν στο απομονωμένο πανδοχείο, ακριβώς την στιγμή που ένας δυσκίνητος θαμώνας σηκωνόταν για να βγεί κι' έπεφτε πάνω τους.
Το σάστισμα...
Που έγινε μάτια και στόμα διάπλατα ανοιγμένα και μια φράση απολύτως αυθόρμητη, Ποδήλατο! είχα κι' εγώ ποδήλατο, κάπου πρέπει νάναι στο αποθηκάκι, αυτό πόσες ταχύτητες έχει, το δικό μου είχε δώδεκα, ήτανε MERCIER, όλοι στο γυμνάσιο τότε MERCIER αγοράζαμε, Χα!
Η απάντηση, που δεν την άκουσε ποτέ γιατί είχε ήδη διασταυρώσει στο απέναντι ρεύμα για να σταματήσει ένα ταξί ήταν “Εικοσιτέσσερεις”.
Έκλεισε πίσω του τα τρία σκαλοπάτια που είχε ανέβει για να φτάσει στην εξώπορτα, το βρεγμένο χορτάρι στο παρτέρι του μικρού περίβολου, το φως της λάμπας του δρόμου, το ταξί που άναβε ξανά την σημαία καθώς ξεκίναγε για να χαθεί στο βάθος του δρόμου, τον ήχο των κερμάτων στην παχουλή χούφτα του, την ευγενική καληνύχτα στον ταξιτζή και κρέμασε το νοτισμένο μπουφάν απλωμένο σε δύο κρεμαστάρια για να στεγνώσει μέχρι το επόμενο πρωί.
Η μάνα έβγαλε το γκρίζο κεφάλι της στον διάδρομο απ΄την κουζίνα που βρισκόταν, Γύρισες Αντώνη μου, δε σε περίμενα, νόμιζα θα κάτσεις στα ξαδέρφια σου περισσότερο, έσκυψε ν' αποφύγει το βλέμμα της, Ε, δεν ήθελα άλλο, πιάσανε τα ποδοσφαιρικά και τα πολιτικά και βαρέθηκα, τί να λέω...
Χωρίστηκαν. Απ' την κουζίνα ακούστηκε η γυναίκα, Έχω ετοιμάσει για αύριο φρικασέ, έχεις φάει, να σου βάλω να δοκιμάσεις μια μπουκιά; Είχε μπει στο μπάνιο, έπλενε τα χέρια του, Άσε μάνα, είμαι λίγο βαρύς, θα φτιάξω ένα τσάι πιό μετά.
Η μάνα έβλεπε την αγαπημένη της σειρά στην τηλεόραση. Έσπρωξε ελαφρά το ένα φύλλο της τζαμόπορτας και μπήκε στο σαλονάκι, Μάνα, να σε ρωτήσω, εσύ μπορεί να θυμάσαι, η γυναίκα γύρισε στη ράχη του καναπέ, Τί, γιέ μου. Έξυσε το κεφάλι του εκεί που ξεκινάνε τα μαλλιά, Εκείνο το ποδήλατο που είχα τί το κάναμε; Η μάνα έσμιξε τα φρύδια, Μα δεν είναι στο υπόγειο; το έβαλες εκεί όταν πέθανε ο πατέρας.
Εκεί ήταν, λοιπόν, εκεί τόχε ξεχάσει, τόχε σβήσει, τόχε θάψει μαζί με τον πατέρα, κτέρισμα που δεν ακολούθησε ποτέ τον νεκρό.
Πήρε τα κλειδιά που κρέμονταν πίσω απ΄την πόρτα της κουζίνας, Μάνα, πάω κάτω, θες τίποτε άμα ανέβω; Ακούστηκε ο ήχος της τηλεόρασης να χαμηλώνει, Τέτοιαν ώρα, Αντώνη μου, τί σου 'ρθε; Ξεκλείδωνε την πόρτα, Κάτι θυμήθηκα και θέλω να δω...
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια, θα΄λεγες βαρειά, μα δεν γινόταν πιό σβέλτα, ήταν υγρά και το μωσαϊκό τους φαγωμένο στο κέντρο από τόσων χρόνων πατήματα.
Γύρισε τον διακόπτη στον διάδρομο, η λάμπα κιτρίνισε το υπόγειο, προχώρησε στην κλειστή πόρτα στο βάθος, γύρισε σιγά το χερούλι που είχε στίγματα σκουριάς, έριξε μια ματιά απ΄έξω μέσα, προσπαθώντας να διακρίνει στο σκοτάδι. Τίποτε. Άπλωσε το χέρι στα τυφλά κι΄έψαξε στη δεξιά πλευρά τον διακόπτη, τον βρήκε, τον γύρισε. Έκανε ένα βήμα μέσα. Δεν είδε τίποτε.
Τράβηξε τη πόρτα που ήταν διάπλατη ανοικτή στ' αριστερά του και, Κόκκινο...
Ήταν κόκκινο, όχι μπλε όπως νόμιζε ότι θυμόταν. Μπλε ήταν του Κώστα, το δικό του ήταν κόκκινο, κόκκινο με άσπρες ταινίες στο τιμόνι κι' άσπρη σέλλα...
Η βροχή...
Δεν θα μπορούσε νάχει τρυπώσει από πουθενά εδώ μέσα, να του πιτσιλάει τα χέρια, να του μουσκεύει το πουλόβερ που φόραγε κατάσαρκα, να του βρέχει τα μάγουλα.
Κι' ήταν δάκρυα, δηλαδή, αυτά..;
Μπράβο σου, Όφιε, απόλαυσα το κείμενό σου, να ζήσεις!
Απολαυστικός πεζός λόγος που σε παίρνει μαζί του...Τα φωτογραφικά και κινηματογραφικά στιγμιότυπα της πόλης με βροχή δημιουργούν ένα είδος dezavous [συγγνώμη,δεν είμαι γαλλομαθής].Ανάβω μαζί του το φως της αποθήκης και μου έρχεται η μυρωδιά του υπογείου.Ένα κείμενο ολοζώντανο,γνήσιο συναίσθημα που μιλάει κατ ευθείαν στην καρδιά. Ελένη.