ΣΠΙΤΙ ΟΣΟ ΧΩΡΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΑΦΙΑ ΟΣΑ ΜΠΟΡΕΙΣ

Καιγότανε για ώρες. Το πήρε η φωτιά και τόκαιγε και πέφτανε τα δοκάρια, πετάγονταν οι φλόγες απ’ τα παράθυρα ίσαμε και δέκα μέτρα πέρα, είχε μέσα μπογιές και νέφτια και σκάγανε κι’ αυτά, και τελικά κάνει ένα κρακ και πέφτει η οροφή και έμειναν τα ντουβάρια όρθια, κάτι θηρία ως ογδόντα πόντους πάχος, παληά οικοδομή, γερό πράμα, κάστρο! Μα τα στεγάδια, πόσο ν’ αντέξουν...

Και ‘κει δίπλα μου λένε, να δες, αυτουνού είναι το μαγαζί και μου δείχνουν τον Διαμαντή. Νάτανε σαράντα-σαραντα πέντε χρονών τότε ο Διαμαντής.
Κυττάω βλέπω έναν άνθρωπο με σκαμμένα μάγουλα, γερτούς ώμους και με γκρίζα μαλλιά ν’ ανεμίζουν σαν του τρελλού.
Λέω αυτός είναι που του καίγεται το βιός του και είναι έτσι ήσυχος; Ναι, λέει ο άλλος. Λέω μέσα μου, δε ξέρεις ποτέ στη δυστυχία τί του μαγειρεύει το μυαλό του τού καθενού. Μπορεί κιόλας να προτιμάει ο νούς ο ίδιος να τραβηχτεί κάπου πιό μέσα, κάπου πιό ήσυχα, να μην αφήσει να τον αρπάξει η συμφορά και τον κομματιάσει στα δόντια της.
Ε, λέω, άμα συνεφέρει από το αναπάντεχο θα τα πούμε, κράτα και μια πισινή και να τον έχετε απόκοντα μπα και πάει και σκοτωθεί πουθενά.

Μετά έκλεισε η εταιρεία με τα λιπάσματα, δεν με ξανάφερε ο δρόμος από ‘κεί. Αριά και που άμα βρισκόμουν σε καμμιά παρέα, ξέρεις, εκεί που ξεκινάει ένας να λέει κάποιαν ατυχία που ‘λαχε σε κάποιον γνωστό του και πετάγονται οι άλλοι να πουν τα ακόμη χειρότερα που έχουν ακούσει και κείνοι, ε, έλεγα κι’ εγώ για την πυρκαγιά και τον Διαμαντή κι’ αυτό ήταν όλο.

Και μια μέρα με φέρνει ο δρόμος με την οικογένεια μαζί, ήτανε Απρίλιος αν θυμάμαι καλά, πηγαίναμε στο χωριό να ξεχειμωνιάσουμε το πατρικό της γυναίκας μου, μας φέρνει ο δρόμος που λές από Βαλτεσινίκο προς Ολυμπία και ‘κει μόλις περνάς τον Λάδωνα παραδίπλα είναι μια καλύβα από ‘κείνες που πουλάνε φρούτα, λαχανικά, μέλια, κρασιά και τέτοια. Λέει ο μικρός σταμάτα να ξεμουδιάσουμε, κάνω δεξιά, κατεβαίνω, πέφτει το μάτι μου στον Διαμαντή. Δεν κατάλαβα πως ήταν ο Διαμαντής, απλώς, σαν κάτι να μου θύμισε.

Λέω όμως δεν παιρνω κανένα κρασάκι να το πιούμε το βράδυ στην αυλή...
Πάω κοντά στάσου μου λέει να σου βάλω να δοκιμάσεις. Βάζει κι’ ένα δικό του, άντε στην υγειά μας, πιάνει και κάτι καρύδια κι’ αρχίζουμε το μπούρου-μπούρου.

Για πού τόβαλες πατριώτη, ε, λέω, πάμε κατά Βασιλικό μεριά στης γυναίκας το σπίτι. Εσύ από πού είσαι. Α, μου λέει δεν είμαι από δω τριγύρω εγώ είμαι από μακρυά φερμένος. Και ‘κει πάνω αρχινάω να θυμάμαι.
Είχες μαγαζί στο Ρίζωμα; τονε ρωτάω για μιάς. Γυρίζει, κρεμάει ένα χαμόγελο στα χείλια, πού με ξέρεις, μου λέει. Τί να του πώ τώρα, πως σε θυμάμαι από τη μέρα που καιγόταν το μαγαζί σου...δε λέγονται αυτά. Ε, λέω, πέρναγα από κει και σ’ είχα δεί μια δυό φορές. Γελάει, πού μ΄είχες δει; στο μαγαζί;
Κολλάω, ναί, λέω μαγκωμένος. Σκάει σε κάτι γέλια, λέω μέσα μου να πού του βγήκε του δύστυχου του Διαμαντή η πίκρα.
"Κάηκε το ρημάδι μου λέει, κάηκε το πήρε ο διάολος και το σήκωσε!" Εγώ κιχ, δε μιλάω, δεν κουνιέμαι. Κάνει νάρθει η κυρά κοντά της κάνω νόημα με το χέρι, στάσου όπου είσαι.
Το θυμάσαι το θεριό; Ναι λέω πώς δεν το θυμάμαι. Κάηκε, στάχτη μέσα σε μιάν ώρα, δεν έμεινε τίποτε, ίσωμα όλο, κάνει με χαρά. Αρχινάω να μη νιώθω καλά, κωλοστρίβομαι στο σκαμνί, τέλος δεν αντέχω, του λέω, και έτσι το λές πως κάηκε η περιουσία σου και δεν βουρκώνεις; Ξανασκάει στα γέλια, και δεν έχει σταματημό αυτή τη φορά.
Σηκώνομαι να φύγω, λέω πάει, αποτρελλάθηκε, τί κάνω εδώ με τον παλαβό... Στάσου μου λέει, κάτσε κάτω, κάτσε και θα σου πω. Πές και στη κυρά και στο παιδί να κοπιάσουν μη τους φάει ο ήλιος. Κι’ είχε έναν ήλιο τί να σου πω.

Εγώ που λες, τό μαγαζί τόχα απ΄τον πατέρα μου που τόχε απ΄τον πατέρα του που τόχε απ΄τον δικό του, αρχινάει. Τέσσερεις γενιές μέσα σε ‘κείνο το κάστρο. Είχα και ‘γω μια περηφάνεια που λες, ο συνεχιστής της δυναστείας, μικρό πράγμα για ‘κείνη την γωνιά της περιβόητης ελληνικής επαρχίας;
Τρείς νομοί έπεφταν μέσα στο μαγαζί για να ψωνίσουν, δεν ήταν βουλευτής και νομάρχης που να μην περάσει να υποβάλλει τα σέβη του, δεν ήταν εταιρεία που να μην γυρέψει συνεργασία άμα πάταγε στο Νομό. Και μετά, μιάν ημέρα, τί μια ημέρα δηλαδή, μιά ζωή ολάκερη, με φωνάζουν: τρέχα Διαμαντή, τρέχα, το μαγαζί, ώσπου να πάω μ’ είχανε ζωσει τα φίδια, είδα και τους καπνούς ανέβηκε η ψυχή μου στο στόμα μου. Και βγαίνω απ΄την γωνία, το βλέπω να καίγεται, λύγισαν τα γόνατά μου. Στέκομαι απεναντι στη φωτιά και κυττάω.
Και ‘κει πάνω καταλαβαίνω πως δε στεναχωριέμαι. Σαστίζω. Μια άγρια χαρά μού ‘χει ανέβει ως τα μάτια, μ’ έχει ζώσει και με κάνει να θέλω να πηδήξω, να χορέψω και μια φωνή έχει ξεχειλίσει να πεταχτεί έξω απ΄το στόμα μου: «Είμαι λεύτερος, είμαι λεύτερος!» Κρατιέμαι βέβαια και από μέσα μου έχω αρχίσει ήδη από εκείνη τη στιγμή και σχεδιάζω την απόδρασή μου, έτσι την έλεγα, απόδραση.

Μετά, τελειώνουν όλα, καθαρίζω με τις διαδικασίες, πουλάω και ό,τι είχα και με βάραινε, αυτοκίνητα, χωράφια, αποθήκες, σπίτια, ό,τι σκατά με ταλαιπώραγε και μια μέρα κατεβαίνω στην πόλη, παίρνω το πρώτο υπεραστικό για Αθήνα και μόλις φτάνω πιάνω δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Μη φανταστείς τίποτε λούσα, σ’ ένα φτηνό πήγα, ίσα να ξεχαστώ και ν’ αποφασίσω τί θάκανα τώρα πιά.

Πέντε μέρες δε βγήκα απ΄το δωμάτιο. Έμενα ξαπλωμένος, ανάσαινα αργά κι’ απολάμβανα την ησυχία. Ούτε τηλέφωνο, ούτε φωνές, ούτε παραγγελίες, ούτε εφορίες και τεβε και ικα και μίκα και σκατά. Όποτε ήθελα κοιμόμουν κι΄όποτε ήθελα ξύπναγα. Άνοιγα λίγο τηλεόραση κι΄έβλεπα παιδικά, όσα δεν είχα δει σ όλη μου τη ζωή. Μόλις άρχιζαν ειδήσεις την έκλεινα και έπιανα ένα μολύβι και τράβαγα γραμμές σ΄ένα χαρτί.

Μετά μια μέρα σηκώθηκα και ντύθηκα, πλύθηκα, χωρίς να το σκεφτώ, έτσι, σαν το σώμα μου ν’ αποφάσιζε από μόνο του. Κατέβηκα και βγήκα στην Πατησίων. Τα μισά που έβλεπα δεν τα καταλάβαινα μα δεν ήθελα κιόλας να τα καταλάβω, δεν είχαν καμμιά δουλειά με μένα. Μόνο βλέπω ένα κουρείο, το ζήλεψα, μπαίνω, ρωτάω «Ξύρισμα με ξυράφι κάνεις;», «Κάτσε» μου λέει, κι’ όπως με τυλίγει ο αφρός, πάω χρόνια πίσω, στο πρώτο ξύρισμα της ζωής μου, σ’ όλη εκείνη την εποχή που έχεις την αφέλεια να νομίζεις πως η ζωή θα πάει όπως θες εσύ.
Είμαι λοιπόν εκεί με μισόκλειστα τα μάτια, και αυτήν τη φορά αποφασίζω πως η ζωή θα πάει εκεί που θέλω εγώ ακριβώς! Μου πήρε μισόν αιώνα, μα το κατάφερα!
Πιάνει και μια ευλογημένη βροχή με το που βγαίνω απ’ το κουρείο κι’ αναγκάζομαι και κόβω μέσα από μια στοά και ‘κει είναι ένας μπάρμπας και στήνει κάτι ποδήλατα τόνα πλάι στ΄άλλο. Πάω κοντά, πόσο τάχεις τα ποδήλατα; του λέω. Τί είναι ντομάτες είναι τα ποδήλατα, πατριώτη, μου λέει; Τί θα πει πόσο τάχω... Ποιό θες, να σου πώ πόσο κάνει! Καλά του λέω μην αγριεύεις, ούτε που ξερω καν ποδήλατο, του λέω. Απλώς , τά ‘δα και τα ζήλεψα έτσι πολύχρωμα και γυαλιστερά κι είπα να ρωτήσω. Το θες για το παιδί; ρωτάει. Ποιό παιδί, δεν έχω παιδί, έτσι ρώτησα, λέω. Έλα μέσα, μου λέει και με τραβάει μέσα στο μαγαζί.

Και πιάνουμε μια κουβέντα και με αρχίζει σε μια φιλοσοφία για το ποδήλατο και την ελευθερία και τον αέρα που σε χτυπάει στο πρόσωπο και το πώς αλλάζει ο άνθρωπος απάνω στη σέλλα, λέω, κύττα να δεις που με πετυχαίνει στην κατάλληλη στιγμή!

Και μετά βρίσκομαι εδώ που με βρίσκεις και ‘συ. Έβαλα τα φραγκάκια σε δυό χωράφια και φύτεψα ό,τι ζαρζαβατικό φανταστείς. Το ένα είχε μέσα και τριάντα ρίζες εληές, έβαλα και πέντε μελίσσια στην αρχή, μετά τάκανα δέκα, μετά δεκαπέντε και πάνω ‘κει παίρνω χαμπάρι πως πάω να γίνω έμπορας ξανά και το κόβω το τιμόνι και με σταματάω. Λέω, τί πας να κάνεις, Διαμαντή! Αλί στό σκυλί που μάθει να πνίγει! Και διορθώνω πορεία ξανά και στήνω το καλυβάκι και νάμαι! Και θυμάμαι την γιαγιά μου που άμα έβλεπε τον πατέρα μου να αγοράζει και να χτίζει, μονολόγαγε φωναχτά, ν’ ακούγεται: ΣΠΙΤΙ ΟΣΟ ΧΩΡΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΑΦΙΑ ΟΣΑ ΜΠΟΡΕΙΣ. Τ’ απογεύματα περνάει και μια κοντοχωριανή, χήρα αυτή, κι’ όλο ο δρόμος την έφερε, κι΄όλο της έτυχε μια δουλειά από δω κοντά και κάπως ξεγελάμε τη μοναξιά μας.
Να, δες εκεί και το MERCIERάκι μου, είπε και έδειξε μέσα στο καλύβι, τόχω στον ίσκιο γιατί άμα τ’ αφήνω έξω μετά ζεματάει η σέλλα, χαχαχα! Στην αρχή με πόναγε ΄δω από κάτω, με το συμπάθειο δηλαδή, με πέθαινε! Μετά συνήθισα. Άλλο πράμα το ποδήλατο... Άμα δεν ήταν κι΄αυτό μπορεί και νάχα ξανακυλίσει στο εμπόριο, χαχαχα!

Έτσι είπε και σταμάτησε.

Ακούω στο πλάι την κυρά να ξεφυσάει, ρίχνω την άκρη του ματιού στον πιτσιρικά, τονε βλέπω να κυττάει το απέναντι βουνό και να ‘χει χαζέψει, λέω πάει ο μικρός, τον χάσαμε... Μιά που τα είδε τα βουνά και μία που θα τα πάρει...
Σηκώνω το κεφάλι, πέφτει το βλέμμα μου στα καφάσια με τα κουκιά και τις αγκινάρες. Μουρμουράω ένα ξέπνοο «ωραία» και σηκώνομαι, πιάνω μια χαρτοσακκούλα κι’ αρχινάω να την γεμίζω, έτσι για να γεμίσει και η άδεια η στιγμή δηλαδή, λέω και στη γυναίκα κάτι για αγκινάρες αλά πολίτα, κάπως μπαλώνεται το κενό.
Και πάνω ‘κει που σκέφτομαι, άντε να δούμε πώς θα προσγειώσουμε τον νεαρό, ακούω τη φωνή του Διαμαντή: «Εσύ, παλλικάρι μου, κάνεις ποδήλατο;»

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
scrabler
Εικόνα scrabler
Απών/απούσα

Όταν λοιπόν ανοίγεις το κομπιουτέρι ένα πρωινό και βλέπεις να 'χει ρίξει το διπλοσέντονο ο όφιος το μιαλό αυτόματα αρχίζει να ψάχνει ένα κενό για τις επόμενες ώρες ή μέρες για να το διαβάσει. Έτσι, μόλις σήμερα τ' απόγευμα βρήκα χρόνο ν' αράξω, να φτιάξω ένα καφέ και να "διαβάσω", πάντα με την έννοια του ταξιδεύω.
Ευχαριστούμε -ξανά- για τη μοιρασιά!

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

γέμισες την καρδιά μου χαράς, τένωσης και σκέψεων.

Σ´ευχαριστώ πόλύ

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...με τα πολλά βρήκα το χρόνο και την ησυχία να διαβάσω αυτό το κείμενο. Μπαίνοντας σπίτι πέταξα την τσάντα του σχολείου [όχι με βία, για να μην τη χαλάσω] , άνοιξα τον υπολογιστή και...do not disturb.
Ίσως το ωραιότερο, κατ εμέ, κείμενο του Όφιου που έχω διαβάσει.
Περί πτωχείας ο λόγος, περί ελευθερίας που προκύπτει μετά την απαλλαγή από τα βάρη της ιδιοκτησίας, περί έρωτος και ανατάσεως ψυχής επί ποδηλάτου.
Απλά υπέροχο...ζηλεύω τα πεζά σου, Όφιε.

papi
Εικόνα papi
Απών/απούσα

ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΚΑΛΟ........ Οπως παντα βεβαια, αλλα πραγματικα δεν εχω λογια....

Να σαι καλα!!!

one less car
Απών/απούσα

υπέροχο!
δαγκώνει βαθιά.-

Tiger-1
Εικόνα Tiger-1
Απών/απούσα

Τροφή για πολλές σκέψεις... Ειδικά τέτοια εποχή, αλλά όχι μόνο...

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact