Δεν την ένοιαζε το ποδήλατο. Σκοτίστηκε για το ποδήλατο. Τις Παρασκευές πήγαινε στην βόλτα για να ψωνίζει κανένα γκόμενο. Ούτε γκόμενο δηλαδή, καμμιά ξεπέτα της μιάς ώρας, έτσι, να κάνει την χάρη σε κείνο το κομμάτι του εαυτού της που δεν άντεχε χωρίς πήδημα. Εννιά χρόνια με τον μαλάκα τής φτάνανε και της περισσεύανε, δεν χρειαζότανε κι’ άλλον να τον ψυχαναλεύει και να τον μαμακίζει. Ούτε να τον σκέφτεται.
Τώρα δα μόλις τον σκέφτηκε. Δεν ήταν από την αρχή έτσι. Μετά όσο πέρασε ο καιρός απόγινε. Ένα νιάνιαρο, φοβισμένο, χεσμένο εμπρός σε κάθε μικροαναποδιά, που έπαιζε τον άντρα μονον όταν έβλεπε μπάλα με τους φίλους του. Ένας από δαύτους της είχε πιάσει μια φορά τον κώλο στην κουζίνα. Τί νάλεγε. Ο κολλητός σου μού πιασε τον κώλο; Θα τον έφερνε σε χάλια θέση, να μην τολμάει να πει τίποτε γιατί, άλφον, σιγά τον αγριολεβέντη, και βήτον, γιατί θα χάλαγε η παρέα και με ποιόν θάβλεπε μπάλα μετά...
Της άφησε το ποδήλατό του και καλά, να τον θυμάται. Μα ‘κείνη τον θυμόταν για το απύθμενο μηδέν που έφερε στη ζωή της. Εννιά χρόνια. Τρέχα τώρα να χορτάσεις όσο γαμήσι έχασες όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί όσο καλό και να ήταν, άμα τόχεις μέσα στο μυαλό σου συνδεδεμένο με τον μαλάκα, σου βγάνει μια πίκρα.
Μέχρι στιγμής είχε πιάσει ένα ποσοστό γύρω στο εβδομήντα τοις εκατό, που πα να πει, στις δέκα Παρασκευές, εφτά ξεπέτες. Γιατί Παρασκευή όμως; Γιατί δεν ήθελε ούτε ραντεβού. Τους ξέκοβε με τρόπο σε κανένα παρκάκι, σε κανένα σκοτεινό αδιέξοδο, σε καμμιά αλάνα και μετά δεν μπορούσαν ούτε στη σέλλα ν΄ανέβουν, όχι και να συνεχίσουν με τους άλλους. Μέχρι να κουμπωθούν εκείνοι, είχε ανεβάσει το κολάν και είχε εξαφανιστεί. Γιά αυτό το κολάν φοριέται χωρίς βρακί. Και γι΄αυτό είναι ελαστικό, για να μπορείς να ανοίγεις τα πόδια χωρίς να πρέπει να το βγάζεις. Είχε βάλει μια τάξη στη ζωή της. Παρασκευή ο πήδος, Σάββατο με καμμιά κολλητή σε μπαράκι και την Κυριακή νανάκια μεχρι τη μία. Πουθενά χώρος για μαλάκες. Κυριακή απόγευμα σίδερο και σκούπισμα, τέλος. Νοικοκυρά.
Ήταν κι΄αδιέξοδο όμως. Είχε τριανταπενταρήσει και πήγαινε φούντο στην κατηφόρα αζήτητων. Πες εσύ πως γνώριζε ένανε, βάλε τρία έτη γνωριμία, μετά δύο αρραβωνιασμένοι, μετά το ευτυχές συμβάν και νάσου τα τα σαράντα και δεν θα γινόταν μανούλα ποτέ. Θάθελε να γίνει μανούλα. Μόλις πέρασε απ΄το μυαλό της ένας εύκολος τρόπος να γλυτώσει πέντε χρόνια. Να γυρίσει στον μαλάκα. Τον ξανασκέφτηκε πάλι. Χέσε.
Γιατί έμεινε μαζί του αφού τον έβλεπε; Μα τώρα, το παραδεχόταν: γιατί της άρεσε να είναι το γερό χέρι στην χειραψία, το σίγουρο κλείδωμα στην εξώπορτα το βράδυ. Εξουσία. Όλα για την εξουσία. Που άμα το ψυχαναλέψεις λιγάκι, είναι υποκατάστατο του σεξ. Δηλαδή, τον εξουσίαζε για να του γαμεί τη ζωή; Παίζει κι΄αυτό. Άβυσσος το ασυνείδητο.
Σάμπως τόχε προγραμματίζει να γαμιέται κάθε Παρασκευή; Μόνο του της βγήκε. Από δεκάξι χρονών είχε να γαμηθεί σε απλωσιά, χωρίς στέγη από πάνου, της άρεσε. Μια βόλτα στα παιδικάτα της. Απ΄τη μία το γαμησάκι στο ξέσκεπο την είχε πάει είκοσι χρόνια πίσω κι΄απ΄την άλλη το ποδήλατο που την είχε πάει άλλα εικοσιπέντε, βγαίνει μια σούμα σαρανταπέντε χρόνια πίσω. Κι΄ήταν τριαντεπέντε, δηλαδή, έβγαινε στο μείον δέκα, αγέννητη, αγνή, αθώα κι΄αμόλυντη, όπως η σκέψη στο μυαλό της μάνας της και του πατέρα της, καλή τους ώρα εκεί στην Αυστραλία που πάλευαν με το χαμπουργκεράδικο, όταν είπαν, ε, ήρθε η ώρα να κάνουμε και μεις ένα παιδάκι. Και ψωνίσανε από σβέρκο. Τεφαρίκι το θηλυκό. Την ξεκουμπίσανε στην Ελλάδα για να γλυτώσει το αναμορφωτήριο. Και ‘κει κάτου δεν αστειεύονται, τα αναμορφωτήρια είναι ξύλο, δουλειά, ξύλο, ύπνος και πάλι ξύλο.
Έμεινε στην θεία Ελπινίκη αρχικώς. Αρχικώς. Κάπως σα νάκανε το στρατιωτικό της. Μία μέσα δύο έξω. Μία στης θείας, δύο στου γκόμενου. Γιατί στο τελικώς, η θεία μια μέρα ετίναξε σιωπηρώς τα καρφοπέταλα. Και στην διαθήκη, θεός οίδε γιατί είχε κλάψει κιόλας στο συμβολαιογραφείο, τής άφηνε το σπίτι. Τέλος Μαυροματαίων, σύνορα με Κυψέλη, μια ζωή να μη ξέρει σε ποιό δημοτικό διαμέρισμα υπάγεται και πού στο διάολο ψηφίζει. Αει γαμήσου και με τις εκλογές. Τις σιχαινόταν.
Πώς φτάσαμε ως εδώ τώρα; Κάτι έλεγα προηγουμένως, αλλά τί... Ξέχασα. Κάτσε να διαβάσω λίγο παραπάνου.... Α! Ναι! Ήθελε πάση θυσία να γίνει μανούλα να τσουλήσει πλάι-πλάι με το ποδηλατάκι της μικρής. Θάθελε η μικρή να κάνει ποδήλατο..; Και θάταν μικρή ή θάταν μικρός..; Ήθελε κορίτσι για να την κάνει σκύλα σωστή να μην αφήσει κανέναν να της κλέψει εννιά χρόνια απ΄τη ζωή της. Μα τώρα δα δεν είπε πως μόνη της τόθελε; Ναι, μα η μικρή δεν θα το θέλει. Αυτό τώρα πάει να γίνει πάλι μιά άσκηση εξουσίας, έ; Πώς διάολο μεγαλώνουν παιδιά οι άλλοι, ρε πούστη μου, έχουν εγχειρίδιο μεγαλώματος στο κούτελο ή κάνεις ότι σου κατέβει στο κεφάλι;
Και θέλει και πατέρα. Τα σαλιγκάρια. Αυτά είναι εντελώς ευτυχισμένα. Τα σαλιγκάρια είναι ερμαφρόδιτα, τόξερες αυτό;. Περπατάει το σαλιγκάρι, πέφτει πάνω σ΄ένα άλλο, θες; το ρωτάει, δε ξέρω άμα μιλάνε ή είναι θέμα χημείας, πάντως τελικώς αγκαλιάζονται και, πώς το λέμε ευγενικά γιατί τόχω ξεφτιλίσει σήμερα, ανταλλάσουν υγρά. Στην κυριολεξία όμως. Και μετά γεννιούνται τα σαλιγκαράκια και πάει λέγοντας.
Καλά, αυτά έχουν και το πλεονέκτημα της στέγης, που την έχουν στον βασικό εξοπλισμό και κανένας δεν μπορεί να αφήσει τον άλλον εντελώς στον δρόμο.
Παρασκευή αύριο. Πότε πέρασε η βδομάδα... Ο τελευταίος ήταν καλός. Τόχε φχαριστηθεί και θάθελε κι΄άλλο, αλλά, μετά...τάπαμε να μην τα ξαναλέμε. Τόχε πλύνει το μπλε κολάν ή ήταν ακόμη στη μικρή λεκάνη πούχε για το πλύσιμο στο χέρι; Τής έκανε ωραίο κώλο, τον στρουμπούλευε καπως και έκανε και σαν ημιδιαφανές και όποιος ερχόταν από πίσω ή θα την πήδαγε ή θα πήγαινε σπίτι και θάδερνε την γυναίκα του. Γιατί, πώς μου διέφυγε, αλλά ήταν κορμί αστέρι, επαναπατρησθείσα εξ Αυστραλίας όπου το ξενητεμένο ντιενέϊ είχε πάρει και κάτι από τις αλόγες τις ντόπιες. Και τέτοια γυναίκα με τον μαλάκα πώς πήγε κι΄έμπλεξε... Να, τον σκέφτηκε πάλι, πέντε φορές στο σύνολο μέχρι τις εννιακόσιες ογδόντα τέσσερεις λέξεις του κειμένου μέχρις εδώ.
Ωραία. Κόλλησα. Να την βάλω τώρα να ξαναβρίσκει τον γκόμενο της προηγούμενης Παρασκευής και να αφήσω υπονοούμενο για αίσιο τέλος ή να μην την αφήσω να πάει στην βόλτα και να κάτσει να βλέπει τηλεόραση ντυμένη με τα ποδηλατικά..; Θάχω το άγχος να μην συγκαεί, οπότε άστο...
Μπορεί πάλι και να πηγαίνει βόλτα μόνη της και να βρίσκει αναπάντεχα τον έρωτα σε μια στροφή της Πανεπιστημίου ή να τηνε χτυπάει κάποιο αμάξι και να την αφήνει τούμπανο, οπότε να βάλω και λίγο από κάρμα και ντάρμα και ολίγον από βουδισμό που πουλάει αρκετά τα τελευταία εξήντα χρόνια... Μπερδεύω όμως τον Κρισναμούρτι με τον Μποντιντάρμα και θα τα κάνω χαρδαβέλια...
Τί διάολο, δεν έπρεπε νάχω ξεκινήσει διήγημα με γυναίκα και μάλιστα όμορφη. Με σαστίζουν οι όμορφες και χάνω τα λόγια μου και τη γράψη μου. Θα φταίει εκείνη η χυλόπιτα στην Δευτέρα Λυκείου. Που νομίζετε πως δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με το ποδήλατο, αλλά, αυτόν που είχε προτιμήσει εκείνη που μού ‘ριξε την χυλόπιτα τον έχω βάλει να πεθαίνει ποδηλατώντας σε στατικό ποδήλατο σε άλλο διήγημα. Εκδίκηση. Θα τον δω καμμιά μέρα ζωντανό μπροστά μου και θα σαλέψω, τόσο που τόχω πιστέψει.
Πάει, μούμεινε η γκόμενα αμανάτι. Θα την βάλω να βγαίνει απ΄το χαρτί (έστω, από την οθόνη...) και να με ερωτεύεται σφόδρα και να φεύγουμε μαζί στο ηλιοβασίλεμα καβάλα στα ποδήλατά μας. Κι’ άμα διαβάσει η γυναίκα μου τούτο ‘δω να πρέπει εγώ να κάνω τον Μάτριξ που αποφεύγει σφαίρες, αλλά στην βερσιόν με το καλό σερβίτσιο... Άστο, δεν το γράφω.
Λοιπόν το βρήκα!
Θα αφήσω το διήγημα να μην τελειώνει και θα στήσω και την γκόμενα να μην μποράει να βγει απ΄το αδιέξοδο και να πρέπει να πέσει στην ανάγκη μου. Είναι ένας τρόπος κι΄αυτός να εκδικηθώ εκείνη με την χυλόπιτα που τής σκότωσα τον γκόμενο στο διήγημα που σας έλεγα και που κάποτε θα το διαβάσετε. Καλά να πάθει. Κουφάλα...
Θα μας σκάσεις άνθρωπέ μου!
Μολόγα το, τι έγινε τελικά την Παρασκευή?
Όχι πες μου ρε συ scrab. Δεν είναι ανωμαλάρα η κειμενάρα;
Θα φορέσω την πέτσινη μάσκα με το φερμουάρ στη μέση και θα το διαβάσω πάλι. Ατελείωτη ηδονή κι ανωμαλία.
...ετοιμο για γερμανικη τσοντα φετις/μπι.ντι.ες.εμ. σε βλεπω ,παντως ανωμαλια δε μου βγαζει με τιποτα το κειμενο...
Δε φοράς κορμάκι γι' αυτό.
...δεν εχω προχωρησει τοσο πολυ ...
Γιατί να μην δώσει ο καθένας τη συνέχεια που θα ήθελε?
Αυτή η φρ'αση. όλα τα λεφτά: " όποιος ερχόταν από πίσω ή θα την πήδαγε ή θα πήγαινε σπίτι και θάδερνε την γυναίκα του"
Ωστε μαζευτούνε οι γυναίκες δερμένες για να δείρουνε τους άντρες τον ένα μετά τον άλλο;
αν δε βρεις γυναίκα μετα απαυτό..πιάσε τα ζώδια..:)
βρε ofios .. κοπέλλα είσαι ??
Με αφορμή την παραπάνω πρωινή & πονηρή απορία.
Πρώτα απ' όλα, καλημέρες, κατά δεύτερον, είσαι απόλυτος και άπλυτος άρχων ρε συ ofios. Η μαγεία των λέξεων, που πάνε και στις λάσπες, άμα γουστάρουν. Έσπασα τη μέση μου να υποκλίνομαι.
Σημ. Ξαναδιαβάστε παρακαλώ, μικροί μου ποδηλάτες, είναι για καλό. Μαγεία & τρελό καράτε.
...διαβαζετε-διδιδετε τον βαλε (βειλ) ...οριστε σου κανω και γκριζα διαφημηση...
Κι εγώ σ' αγαπώ και το ξέρεις.
..."πες σ΄ αγαπω με πετρες" ...