Το κάντρο στον καφενέ

"Λάδωσ’ τη τη ρημάδα...Κρικι κρικι, κρίκι-κρίκι, μας έχει σπάσει τα νεύρα..."
Ο Φώτης ο καφετζής πλησίασε με το θυμωμένο του μουστάκι να κυττάει ψηλά και στάθηκε πάνω από τον παραπονούμενο.
"Μάλιστα κύριε Διονύση, όπως προστάξετε, κύριε Διονύση! Κάτσε έξω άμα θες να μην την ακούς, κύριε Διονύση! Παληό μαγαζί, παληά κι η πόρτα, ε, τι θες να κάμει, θα τρίζει. Εδώ τρίζουν και τα μέσα μας πιά, και τα σκληρά και τα μαλακά, η πόρτα δεν θα τρίζει;"

Ο Διονύσης γύρισε μια βόλτα τον ντελβέ στο φλυτζανάκι, ρούφηξε την τελευταία γουλιά και σηκώθηκε σβελτα παρά την προεξέχουσα κοιλιά και το μπαρμπουνί χρώμα του προσώπου του πούλεγες τώρα θα σκάσει να γεμίσει ο τόπος κρέας.
Δε μίλησε μόνο κύτταξε τον Φώτη λίγο περιπαικτικά. Μπερεκετατζής άνθρωπος ο Φώτης, καφετζής από πεθερό μεριά, δεν του κάκιωνε κανένας. Τ’ άρεσαν τα πειράγματα και είχε πάντα έτοιμη μιάν απάντηση να δώκει, που να κουμπώνει στην περίσταση.
Ο Διονύσης πάλι, λιγομίλητος και μιά στις τόσες γινόταν μια πρέζα στριφνός, μα πάντα παρεατζής και με φαρδειά την τσέπη στην συντροφιά.

Άνοιξε την πόρτα, κρίκι-κρίκι έκανε πάλι εκείνη, ο Διονύσης κύτταξε τον Φώτη στα μάτια, βγήκε, πήγε μέχρι το αμάξι πούταν απόξω αφημένο, άνοιξε και πήρε ένα μπουκάλι σαν του ντι-ντι-τί και κουνώντας το σαν μπιμπερό με γάλα σκόνη, γονάτισε μπροστά στην πόρτα και ψέκασε στους μεντεσέδες, κάτω, μέση και πάνω. Μετά έπιασε την πόρτα και την έκανε μέσα-έξω δυό τρεις φορές.
Σιγή. ‘
Ενα ανεπαίσθητο φρουτς-φρουτς έκανε το αεροστόπ μόνο.

"Άμα έχεις κανένα δύσκολο να μου λές", είπε στον Φώτη με γελαστά τα μάτια. Σπάνια θα τον έβλεπες να γελάει παρά τις σπόντες που μπορεί να έκαναν τον υπόλοιπο καφενέ να σείεται απ΄τα γέλια.
"Το χάσαμε το κρίκι-κρίκι. Κρούφτηκε! Σε κανα δίμηνο πάλι που θα ξανάρθει έλα και πέ μου".
Ο Φώτης δήθεν σκοτισμένος σούφρωσε τα χείλια κι΄ανέβηκε το μουστάκι ακόμα πιό πάνω, κι οι τρίχες του σημάδευαν τον Διονύση κατάφατσα. "Τί διάολος είναι τούτος ‘δω", ρώτησε.
"Μαντέκα για το μουστάκι", έκανε ο Διονύσης. "Τί θες νάναι, Φωτάκο; Λάδι για λαδώματα είναι".
"Και πού τόβρες εσύ τέτοιο πράμα; Να μου πάρεις κι εμένα ένα."
"Δεν έχει, άμα θες θα μου λές..."έκανε ο Διονύσης και ψιλοσυννέφιασε.

Ο Φώτης δε μίλησε, δεν ήταν ώρα να πει κάτι, το κατάλαβε.
Έληξε η ιστορία εκεί, ξεχάστηκε. Καλοκαίρι αυτά που λέμε τώρα.
Περάσαν κάτι μήνες, ανοίξαν τα σχολεία, πέσαν και τα φύλλα απ΄τις μουριές, ο φούρνος έβανε κι’ έψηνε κάτι μουστοκούλουρα σα χειροβομβίδες του εμφυλίου, αρχίνισε κι’ ο Φώτης να δίνει κι’ ένα ταψί μ’ ένα φαί τη μέρα στο φούρνο θες για μεζεδάκι με το τσίπουρο, θες για κυρίως γεύμα για τους μπεκιάρηδες, κυρτώσαν οι ώμοι, ετρίβονταν και τό να χέρι με τ’ άλλο, χειμώνιασε, είπαν.

"Μας γκάστρωσες με τη μπάλα ρε Φώτη, όλο μπάλα δω μέσα! Χαθήκαν τ’ άλλα κανάλια..!" γκρινιαξε ο Διονύσης που στο μεταξύ είχε εναποθέσει ακόμη λίγο λιπάκι στο διπλοκοίλι, μα είχε σταματήσει να ιδρώνει και είχε ξαναπάρει το φυσιολογικό του χρώμα.
Ο Φώτης θεώρησε περιττό ν απαντήσει. Κάθε Σεπτέμβρη που ξεκίναγε το πρωτάθλημα ο Διονύσης γρίνιαζε. "Τί σόι άθλημα είν’ αυτό που σπρώχνονται και πετάει ο ένας τον άλλον κάτω, καημένε; Μπουνιές και κλωτσιές με τους διαιτητές! Πού ακούστηκε! Ό,τι πιό σάπιο είναι ‘κει μέσα μαζεμένο και ‘συ μου λές..."

"Και τί να βάλω κύριε Διονύση να μου φέρει κόσμο στο μαγαζί..; Μπάντμιντον; Ή Χόκεύ επί χόρτου..;"
"Προχτές είχε γύρο της Γαλλίας! Γιατί δεν τ΄άφησες κι΄έβαλες το ντοκυμαντέρ με τον κροκόδειλα και με κείνα τα μαϊμούδια που γλείφαν τον ποπό τους; Ε; ρώτησε με παράπονο ο Διονύσης και σηκώθηκε ορθός. Άσε μας χάμου, μωρέ!"

Ο Φώτης γύρισε να τον βλέπει κατάφατσα, σαστισμένος.
Το ίδιο κι΄ο κυρ-Γιάγκος ο λασπουτζής που είχε αράξει στη ρεσπέτζα και ρούφαγε τον ελληνικό του στο εξαγωνάκι του νερού, το μικρό. Γύρο της Γαλλίας;
"Τί γύρο της Γαλλίας; Έχουν και κεί γύρο; Με πίτα, πατάτες, τζατζίκι κανονικά σα να λέμε;"
"Όχι τέτοιο γύρο βρε Φώτη! Γύρο με ποδήλατα! Που ανεβαίνουν στα βουνά και κατεβαίνουν!"
"Αααα! Ποδηλατάκια λές..." έκαμε ο Φώτης. Ο κυρ-Γιάγκος που δεν τ’ άρεζαν τα σκούρα, γύρισε ίσα και παρακολουθούσε τη σκηνή μέσα από τον καθρέφτη.
Ο Διονύσης έβγαλε ένα κέρμα, το ακούμπησε στο πιατάκι του καφέ, είπε Γειά και βγήκε.

"Τί τον έπιασε τούτον εδώ τώρα..;" αναρωτήθηκε ο Φώτης. "Ήθελε να δει ποδήλατο, λέει. Και πού να το φανταστώ εγώ δηλαδή πως θάθελε να δει ποδήλατο. Ο Διονύσης από πού κι΄ως πού ποδήλατο..."
"Ξέρω’ γω", αποκρίθηκε ο Γιάγκος ο λασπουτζής. "Πού να ξέρω δηλαδή..."
"Δε σε ρώτησα σένα! Μόνος μου μιλάω και μόνος μου τα λέω. Εσύ άκου μοναχά! Ωχού, με τα τριβόλια δω μέσα..!"
"Καλά", έκανε ο λασπουτζής και έψαξε το μούτρο του μέσ’ τον καφέ που δεν είχε πιά καϊμάκι.

"Να σου πω εγώ κύριε Φώτη", ακούστηκε μια φωνή από το βάθος του καφενείου. "Να σου πω εγώ από που κι’ ως που".
Κι’ ο Νικόλας, ο φοιτητής της Γεωπονικής, τού ‘πε κάτι μόλις πλησίασε, που κανείς άλλος δεν τ’ άκουσε.

Ο Διονύσης την επαύριο μπήκε 'κει γύρω στις οχτώ παρά τέταρτο στο καφενείο, είπε καλημέρα στην ομήγυρη και κάθισε στο πόστο του δίπλα στην πόρτα.
Ο Φώτης είπε καλημέρα την ώρα που ακούμπαγε τον καφέ στο τραπεζάκι και στάθηκε αποπάνου του.
Ο Διονύσης σήκωσε τα μάτια του. "Ε;"έκανε, σα να ζητούσε εξήγηση.
"Μάλιστα κύριε Διονύση... Έτσι κύριε Διονύση..."είπε πικαρισμένος ο Φώτης και γύρισε να φύγει.
Ο Διονύσης κύτταξε προς τον κύριο Παναγιώτη τον συνταξιούχο δάσκαλο για βοήθεια στην κατανόηση του κειμένου, μα κείνος έλυνε το σταυρόλεξο της Εστίας με τα ματογυάλια κρεμάμενα στα Μετέωρα της μύτης του.
Τούφτασε να κάμει μια γκριμάτσα απορίας και με τα χείλια ακόμη κρεμασμένα στα πλάγια ρούφηξε την πρώτη γουλιά καφέ.
Και έφτυσε με δύναμη. Για την ακρίβεια πιτσίλισε με όλη του την δύναμη σαν καρμπουρατέρ όλο τον καφέ παντού τριγύρω.
"Ρε Φώτη! Τί σερμπέτι είναι τούτο δω ρε Φώτη! Να με σκοτώσεις θες!" είπε και σκούπισε με την χούφτα το μούτρο του ψάχνοντας στο μεταξύ για χαρτοπετσέτα.
Ο δάσκαλος ήταν σε προχωρημένο στάδιο κρυμμένου γέλιου και οι τέσσερεις υπόλοιποι είχαν πέσει με τα μούτρα στην συζήτηση μεταξύ τους, συνωμότες κι΄αυτοί. Ο Φώτης, γύρισε αργά.
"Είπες κάτι, κύριε Διονύση;"
"Είπα τί σερμπέτι είναι τούτο δω. Θα με πνίξεις! Αφού ξέρεις πως τη ζάχαρη δεν την αντέχω! Σκάω!"
"Α!" έκανε ο Φώτης αδιάφορα, "δεν θυμόμουν..."
"Πλάκα κάνεις ρε Φώτη, δεν θυμόσουν δεκαπέντε χρόνια δω μέσα, πώς πίνω τον καφέ!"
Ο Φώτης μαστίγωσε το μάρμαρο με την πετσέτα που είχε πάντα στον λαιμό σαν παπαδίστικο επιτραχήλιο: "Κάνω πλάκα; Εγώ κάνω πλάκα; Και στο κάτω-κάτω, τί έγινε; Θα σταματήσεις να μ’ εμπιστεύεσαι; Θα πάρεις τον καφέ σου αλλούθε;"

Ο Διονύσης άνοιξε τα χέρια: "γιατί μιλάς έτσι ρε Φωτάκο; έκαμα κάτι;"

Ο Φωτάκος βγήκε απ΄ τον πάγκο με μια διπλωμένη εφημερίδα στο χέρι. Μια κιτρινισμένη εφημερίδα στο χέρι και πλησίασε τον Διονύση.
"Τί ναι αυτό κύριε Διονύση;" είπε ο Φώτης και βρόντηξε την εφημερίδα στη φορμάϊκα κι’ ο Διονύσης έπεσε απότομα πίσω στην πλάτη της καρέκλας. Έρριξε μια ματιά στην εφημερίδα, αν και δεν χρειαζόταν στ’ αλήθεια, πιό πολύ για να κερδίσει χρόνο, να βάλει τις λέξεις στην κατάλληλη σειρά, να προλάβει να κρυφτεί. Οι άλλοι είχαν σταματήσει να παίζουν το χαζό και κυττάζαν χαμογελώντας. "Ε, τί θες τώρα..." ψέλλισε ο Διονύσης.
"Τι θέλω λέει... Τί θέλω; Θέλω να μ ‘εχτιμάς όπως σ΄εχτιμάω και σου λέω ακόμα και πότε βάτεψα την κυρά μου! Να τι θέλω..."
"Τί ψάχεις τώρα και τί τα σκαλίζεις..." είπε ο Διονύσης. "Ό,τι έγινε έγινε και πάει, το πήρε ο ποταμός... Κάποτε ήμουνα μα τώρα δεν είμαι. Και δε βαστάω ούτε να το θυμάμαι."
"Και ΄γω κάποτε ήμουν σοβατζής στη Μεγαλόχαρη στην Ντήνο και σουβάτιζα το καμπαναριό της Χάρης της μα τώρα κάθομαι δω μέσα να με μαλώνει τούτος δω," είπε ο κυρ-Γιάγκος ο σοβατζής δείχνοντας τον Φώτη. "Όλοι κάτι είμασταν, κυρ-Διονύση," συνέχισε. "Κι’ ο κυρ δάσκαλος ήταν κοτζάμου δάσκαλος και ξεστράβωνε κάτι σα και του λόγου μου κι΄ όλοι δω μέσα είχαν μια ζωή που δεν την έκρυψαν ποτέ από τους άλλους. Εσύ δηλαδή μας είχες για παρακάτου απο τηναφεντιά σου και δεν έπρεπε να ξέρουμε;" Ο Φώτης απόρησε με την παρρησία του Γιάγκου και θυμήθηκε ένα μπουκάλι με κέτσαπ μια φορά που το κούναγε μια ώρα και δεν έσταζε στάλα και μετά τά ‘βγαλε μια κι΄έξω.

Ο Διονύσης κύτταζε έξω. Καθυστέραγε το δάκρυ μ’ αυτόν τον τρόπο που του τον είχε μάθει στο δημοτικό ένας πιό πεισματάρης από αυτόν.

"Ώστε πρωταθλητής, κύριε Διονύση μας!" έκαμε ο Φώτης. "Πρωταθλητής ποδηλασίας τρία χρόνια σερί ο κύριος Διονύσης μας! Και μεις εδώ μέσα να πιπιλάμε το δαχτύλι μας! Αμ, έτσι εξηγείται το λαδάκι σε σπρέυ, Διονυσάκο μας!"

"Τέλος πάντων!" αποφάνθηκε ο Φώτης. "Θα υπογράψεις ένα χαρτί και τότε μπορείς να συνεχίσεις να ‘ρχεσαι..."
"Τί σόι χαρτί..;" ρώτησε ο κατηγορούμενος.
"Τούτο δω!" είπε ο Φώτης και τούβαλε μπριστά στα μούτρα του την εφημερίδα με την φωτογραφία που τον έδειχνε εικοσιπεντάρη πάνω σε μια κούρσα με καπελάκι τζόκευ και την φανέλα της ομάδας, να κρατάει ένα κύπελλο ανάμεσα σε κάτι κουστουμαρισμένους.
"Θα γράψεις, στους φίλους μου στον καφενέ του Φώτη και θα το υπογράψεις και μετά θα μπορείς νάρχεσαι."
"Και τί θα το κάμεις;"
"Θα το κάμω κάντρο και θα λέω ελάτε να δείτε τον γύρο της Γαλλίας, εκείνο με τα ποδήλατα, και για τις απορίες σας έχουμε τον πρωταθλητή να σας τις λύνει!"

Έτσι κι΄έγινε. Ο καφενές μάζευε αρχικά την τοπική ομάδα ποδηλασίας και όση ώρα έβλεπαν τον αγώνα ο Διονύσης μίλαγε κι’ οι άλλοι άκουγαν. Μετά, εμφανίστηκαν και κάτι δημοσιογράφοι που πολέμαγαν να πουν πως ανακάλυψαν τον άσσο Τάδε, μα ο Φώτης τούκαμε νόημα μή λες τίποτε, και ξεκουμπιστήκαν.
Ο Διονύσης πάχυνε κι΄άλλο και το καλοκαίρι κοκκινίζει η μούρη του σα του μπαρμπουνιού κι΄όλο λες τώρα θα σκάσει σα σαμπρέλλα. Μα δε σκάει. Λαδώνει τακτικά την πόρτα και γρινιάζει κάθε Σεπτέμβρη.
Και τάπε όλα στην παρέα.
Ακόμη και για τότε που ο προπονητής τού 'χε δώσει να φάει πριν τον αγώνα δεκαπέντε κουταλιές ζάχαρη για νάχει αντοχή και ‘κείνος έφυγε βολίδα και μετά κιντύνεψε να κοιμηθεί πάνου στο τιμόνι...

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
Petaliaris
Εικόνα Petaliaris
Απών/απούσα

ένα αριστούργημα, εφάμιλλο ασπρόμαυρης Ελληνικής Ταινίας, του παλιού καλού κινηματογράφου,χρωματίζει με χίλια χρώματα το φόρουμ μας, το καφενέ μας.
Ρίξε μας όση ζάχαρη θέλεις! εμείς θα τη πιούμε...
Και παραφράζοντας το τίτλο "το κάντρο στο καφενέ", θα λέγαμε οτι το κείμενο θα γίνει ..."κέντρο στο καφενέ", πρέπει να το διαβάσουν όλοι, και να γίνει...το επίκεντρό μας!
Άλλωστε απο ...κέντρα μπουχτήσαμε! Μπράβο, πολλά συγχαρητήρια!

Vale
Απών/απούσα

Έχει δίκιο ο παραπάνω πονηρούλης, αριστούργημα.
Τέχνη - τρελό καράτε - ποίηση. Όλα σ΄ ένα.

Μοναδικός ρε φίλε.

Σημ. Δες κι ένα άλλο αριστούργημα, εδώ μέσα. Ζημιά λέμε.

tkant
Εικόνα tkant
Απών/απούσα

+1 κι από μένα και καλό φθινόπωρο, καλό χειμώνα και με το καλό να ξαναπάμε διακοπές σύντομα

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

....πολλά μπράβο.
Ζεστό, ανθρώπινο- εγώ σ αυτά κολλημένη-
ένας κόσμος αθωότητας (;) γεμάτος μικρά πάθη, μικρές χαρές, μεγάλη νοσταλγία, ένας αντρικός κόσμος, το σύμπαν του καφενείου.
Θα συμφωνούσα ότι βγάζει μια ατμόσφαιρα παλιάς, καλής ελληνικής ταινίας.
Κάπου έξω από τον καφενέ κάνει βόλτες ο Ζήκος με το διπλοσκέλετο...

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

χίλια μπράβο, Όφιε, να ζήσεις!

Vale
Απών/απούσα

BookLuv wrote:
....πολλά μπράβο.
Ζεστό, ανθρώπινο- εγώ σ αυτά κολλημένη-
ένας κόσμος αθωότητας (;) γεμάτος μικρά πάθη, μικρές χαρές, μεγάλη νοσταλγία, ένας αντρικός κόσμος, το σύμπαν του καφενείου.
Θα συμφωνούσα ότι βγάζει μια ατμόσφαιρα παλιάς, καλής ελληνικής ταινίας.
Κάπου έξω από τον καφενέ κάνει βόλτες ο Ζήκος με το διπλοσκέλετο...

...έτσι.
Το παρακάτω δεν είπε:

Ο καφετζής, παλιό τραβεστί, γνώρισε τις μεγάλες δόξες της πόλης και τις βραδινές περιπλανήσεις των αθώων πελατών. Η Φούλα με τα δαμάσκηνα. Μεγάλη ιστορία.

Ο Νιόνιος, απ' τους πρώτους Έλληνες αθλητές που δοκίμασαν τους απαγορευμένους καρπούς της παλιάς, καλής, Ανατολικής Γερμανίας. Εκτός από κοιλιά έχει και τεράστια βυζιά. Μεγάλη μορφή.

Στον καφενέ, μετά τις δέκα μ.μ. το στρώνουν για τα καλά, ξεφτιλίζουν την τσόχα, το κόκαλο και τα φρουτάκια, πάνε σύννεφο. Το χειμώνα έχουν και μεζέ (τρελά κορμιά από Ουκρανία), άσε που δυο τετράγωνα παρακάτω έχει και μπουρδελάκια.

Ο λασπουτζής Γιάγκος, μεγάλο μούτρο, χαφιές και παλιός πρεζάκιας, τα νιάτα του τα έφαγε στις Αμερικές, έφαγε πολύ κόσμο. Φήμες κυκλοφορούσαν πως ήταν και κοπρολάγνος-γυάλιζε το σύμπαν με τη σπάτουλα.

Ο Παναγιώτης, ο δάσκαλος με τη χρυσή μασέλα. Μορφή του πενταγράμμου. Καημός του να μάθει μπουζούκι, όμως η μαμά του δεν τον άφησε ποτέ να πιάσει όργανο του σατανά. Τον σπούδασε με πολύ ιδρώτα (έστρωνε και ξέστρωνε κρεβάτια η Κυρά Παναγιώταινα...). Τον έντυνε κορίτσι μέχρι τα δεκατέσσερά του, βλέπεις ο Θεός δεν της έδωσε την κόρη, που τόσο λαχταρούσε.

Ο φοιτητής, γκόμενος του δάσκαλου.

Αυτά.

Ζωαρίστρια
Εικόνα Ζωαρίστρια
Απών/απούσα

Vale wrote:
BookLuv wrote:
....πολλά μπράβο.
Ζεστό, ανθρώπινο- εγώ σ αυτά κολλημένη-
ένας κόσμος αθωότητας (;) γεμάτος μικρά πάθη, μικρές χαρές, μεγάλη νοσταλγία, ένας αντρικός κόσμος, το σύμπαν του καφενείου.
Θα συμφωνούσα ότι βγάζει μια ατμόσφαιρα παλιάς, καλής ελληνικής ταινίας.
Κάπου έξω από τον καφενέ κάνει βόλτες ο Ζήκος με το διπλοσκέλετο...

...έτσι.
Το παρακάτω δεν είπε:

Ο καφετζής, παλιό τραβεστί, γνώρισε τις μεγάλες δόξες της πόλης και τις βραδινές περιπλανήσεις των αθώων πελατών. Η Φούλα με τα δαμάσκηνα. Μεγάλη ιστορία.

Ο Νιόνιος, απ' τους πρώτους Έλληνες αθλητές που δοκίμασαν τους απαγορευμένους καρπούς της παλιάς, καλής, Ανατολικής Γερμανίας. Εκτός από κοιλιά έχει και τεράστια βυζιά. Μεγάλη μορφή.

Στον καφενέ, μετά τις δέκα μ.μ. το στρώνουν για τα καλά, ξεφτιλίζουν την τσόχα, το κόκαλο και τα φρουτάκια, πάνε σύννεφο. Το χειμώνα έχουν και μεζέ (τρελά κορμιά από Ουκρανία), άσε που δυο τετράγωνα παρακάτω έχει και μπουρδελάκια.

Ο λασπουτζής Γιάγκος, μεγάλο μούτρο, χαφιές και παλιός πρεζάκιας, τα νιάτα του τα έφαγε στις Αμερικές, έφαγε πολύ κόσμο. Φήμες κυκλοφορούσαν πως ήταν και κοπρολάγνος-γυάλιζε το σύμπαν με τη σπάτουλα.

Ο Παναγιώτης, ο δάσκαλος με τη χρυσή μασέλα. Μορφή του πενταγράμμου. Καημός του να μάθει μπουζούκι, όμως η μαμά του δεν τον άφησε ποτέ να πιάσει όργανο του σατανά. Τον σπούδασε με πολύ ιδρώτα (έστρωνε και ξέστρωνε κρεβάτια η Κυρά Παναγιώταινα...). Τον έντυνε κορίτσι μέχρι τα δεκατέσσερά του, βλέπεις ο Θεός δεν της έδωσε την κόρη, που τόσο λαχταρούσε.

Ο φοιτητής, γκόμενος του δάσκαλου.

Αυτά.

Μ' αρέσει η στρέβλωση, της φαντασίας, του χωροχρόνου...γενικά ο "άλλος δρόμος"

rihardos
Απών/απούσα

Τι λες ρε φίλε!
Πότε γύρισες πίσω και δεν πρόλαβα να σε κατσαδιάσω από κοντά;;;
Τι ωραία που γράφεις!
Γιατί δεν το κάνεις και στο μπλογκ σου????
Μπράβο Οφιε :-))

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να φανταστεί κανείς ότι όλα αυτά κρύβονται πίσω από τους χαρακτήρες;
Ξέρω πως δεν υπάρχει ''όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος'',
αλλά γιατί όλα να είναι τόσο βρώμικα, τόσο απαξιωμένα;
Δεν μπορεί ο Φώτης να είναι απλά ο Φώτης ο καφετζής;
Δεν μπορεί ο συνταξιούχος δάσκαλος να είναι ένας καθημερινός άνθρωπος χωρίς το διεστραμμένο alter ego;
Μια σκέψη εκφράζω, είμαι έτοιμη ν ακούσω τις δικές σας.

Vale
Απών/απούσα

Στη φαντασία δεν υπάρχει εξαναγκασμός-και στη ζωή δεν πρέπει.
Τι είναι για σένα ζεστό κι ανθρώπινο; Αυτό πρέπει να μας βάζει σε σκέψη.

Βρόμικο κι απαξιωτικό γίνεται το μυαλό μας, πολλές φορές.
Τι κακό έχει ένας πούστης καφετζής;
Ένας πρεζάκιας; Ένας κοπρολάγνος; Ένας, οποιοσδήποτε ένας.

Τι πιο ζεστό, ανθρώπινο, αθώο έχω εγώ που δεν το 'χει ο άλλος;

Σημ. Αρκετά πήδηξα το θέμα του αγαπητού ofios. Ας μπει ένα θέμα και τα λέμε εκεί.

Σημ.2 @Ζωαρίστρια. Κοπελάρα δε σε ξέχασα. Άσε τα +1, πες τι κουκλάκι είμαι, τι τέλειο πλάσμα, τι γίγαντας, το απόλυτο όπλο. Τα πάντα.

ofios
Απών/απούσα

Άλφον: στον Vale, που μ' έκανε να γελάσω μέχρι δακρύων
Βήτον: στην Bookluv, να μην ανησυχεί, τίποτα δεν μπορεί να μας λερώσει εκτός από τον εαυτό μας τον ίδιο. Και αυτό ήθελα να στο γράψω από ένα σχόλιό σου σε 'κείνο το κείμενο με τον τραβεστί, το ΕΞΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ, που έγραψες κάτι για εξαγνισμό. Δεν υπάρχει εξαγνισμός για μένα στο κείμενο, γιατί απλώς, δεν θεωρώ πως ένας τραβεστί είναι πιό "ακάθαρτος" από οποιονδήποτε. Ο χαρακτηρας μας είναι αρκετά ανεξαρτητος από τον ρόλο που μας βάζει η ζωή να παίξουμε. Αρκεί να μην επιβάλλει τον τρόπο ζωής του στους άλλους.

Απλώς ο Vale παίρνει το θέμα και κάνει κάτι σαν τις παραλλαγές Diabelli (να δείξω ότι ξέρω και από Beethoven...)

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...η παρατήρηση, Όφιε, και σ ευχαριστώ.
Δεν χωρίζω τους ανθρώπους σε καθαρούς και ακάθαρτους, δεν μου επιτρέπει κάτι τέτοιο η ηλικία και οι εμπειρίες της ζωής.
Θα σταθώ στην πολύ εύστοχη πρότασή σου. ''Ο χαρακτήρας μας είναι αρκετά ανεξάρτητος από τον ρόλο που μας βάζει η ζωή να παίξουμε.''
Κλασικό παράδειγμα, η αδελφή του ''Τσε''.

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια