Εμφανίστηκε μια μέρα στην τεράστια σιδερένια δίφυλλη πόρτα του συνεργείου να κυττάει δειλά το σκοτεινό εσωτερικό που μύριζε μηχανόλαδο και λαμαρίνα. Κράταγε ένα χάρβαλο BMX. Τί ‘ναι ρε; Ο μικρός έμεινε ακίνητος, Ξενάκι είναι, δεν καταλαβαίνει ελληνικά. Καταλαβαίνω, ψέλλισε ο μικρός. Πού μένεις; Ο Αναστάσης πήγε κοντά του σφουγγίζοντας τα χέρια του με ένα στουπί. ‘Δω παρακάτου. Α! Δεν πα’ να παίξεις; Όχι, έγνεψε ο μικρός με μια μεγάλη κίνηση του κεφαλιού. Μπάλα, δεν παίζεις μπάλα; Τς... έγνεψε ο μικρός. Τα μαύρα σγουρά του μαλλιά που τριγύριζαν το πλατύ πρόσωπο ταλαντεύονταν σε κάθε κούνημα του κεφαλιού.
Καλά. Άμα θες τίποτα, μου λές. Στράφηκε ο Αναστάσης προς τη ράμπα όπου ξαπόσταινε ένα αρχαίο LADA. Ρε Μιχάλη, να, στείλε το παιδί να σου πάρει καφέ που ζήταγες! Ο Μιχάλης πρόβαλε κάτω από ένα επίσης αρχαίο TRANSIT. Πας, ρε; Αμέ! Με αυτόν τον τρόπο ο μικρός προσκολλήθηκε στη γειτονιά με τις λαμαρίνες εκεί πίσω από την Πάντειο, όταν ακόμη ήταν ανοιχτό και το εργοστάσιο του Σαρίδη με τα έπιπλα. Κει γύρω στις οκτώμιση έσκαγε μύτη με το BMX και μέχρι τις μία έκανε θελήματα στα συνεργεία και στα μαγαζιά. Πάνε μέχρι του μαστρο-Παυλάκη και πέστου να σου δώσει το γράσσο το βαρύ, το σαραντάρι. Πετάξου στου Κυβέλου και πέστου, από τη σιλικόνη τη μαύρη για τα πραμπρίζ του 'χει μείνει καθόλου να μας δανείσει, να μην τρέχω;
Άμα χειμώνιασε κι΄αρχίσαν οι βροχές ο μικρός δυσκολευόταν με το ποδήλατο. Το στήλωνε δίπλα στην είσοδο και πήγαινε στις δουλειές με τα πόδια. Κόντευαν Χριστούγεννα και ένας φανοποιός, πού 'χε γκόμενα στην Αμερικάνικη Βάση και μαγαζί στην κατηφόρα απέναντι απ΄ τον Έσπερο, τούκαμε δώρο ένα βάψιμο στο BMX κι΄έγινε σαν καινούργιο. Καμάρωνε ο μικρός και τ’ άφηνε συνέχεια μέσα στο συνεργείο για να μην χαλάσει.
Ήταν ένα εννιάμηνο που τα συνεργεία είχαν βολευτεί με τον Αργύρη και τους καλάρεσε. Έχεις καμμιά γκόμενα,ρε; Χαμογέλαγε πλατειά και κατέβαζε το κοκκινισμένο μούτρο του μέχρι κάτω. Όχι... Να βρεις μια να την κάνεις βόλτα με το ποδήλατο! Ναι, έγνεφε κατεβάζοντας το μούτρο του ακόμη πιό κάτω. Μετά σταμάτησε νάρχεται. Απόρησαν, έψαξαν, έμαθαν πως δεν είχε γίνει κανένα κακό, πως μάλλον η οικογένεια είχε πάει σε άλλη γειτονιά. Ρακοσυλλέκτης ο πατέρας, η μάνα φευγάτη με κάποιονα εδώ και χρόνια, τα δυό παιδιά δούλευαν όπου βρίσκαν.
Απέναντι στον σταθμό του Μοσχάτου, μια μέρα με τσουβαλάτη βροχή, τον ξανάδα να στέκει με το BMX κάτω από ένα δέντρο να περιμένει, μέ ‘κείνα τα ολοφώτεινα μάτια, να κοπάσει το νερό για να περάσει. Ήταν τα σγουρά μαύρα μαλλιά κολλημένα στο μέτωπο και στη δεξιά μανέτα ήταν περασμένη μια σακκούλα με σάντουιτς τυλιγμένα σε λαδόκολλες.
πολύ όμορφη περιγραφή!
νομίζεις ότι τα βλέπεις όλα μπροστά σου ζωντανά, τα πρόσωπα και τα πράγματα,
με τα χρώματά τους να λάμπουν,
με τα συναισθήματα να πάλλονται,
αυτό που λένε λογοτεχνία.
Πάντως, Οφιε, το έχεις το θεματάκι σου με τους ταπεινούς και καταφρονεμένους,
θέμα που σε στοιχειώνει,
recurring theme, όπως μας μάθαιναν στη φιλολογία.
Πολλά μπράβο.
Το περιθώριο έχει όλο το ενδιαφέρον.
Χωρίς περιθώριο, το κυρίως "κείμενο" πήζει.
Θυμάσαι στα τετράδια εκθέσεων πόσο μεγάλα ήταν τα περιθώρια; Υπήρχε προφανής λόγος, λοιπόν. Να αναδεικνύεται το 'κείμενο'και να μπορείς να το διορθώνεις.
τρυφερή περιγραφή, βλέπω τον μικρό κάτω από το δέντρο
Δεν αφήνεις τα ποδήλατα λέω εγώ;
Τα περιθώρια είναι εκεί που ξέρεις και σε βλέπουν να κόβεις βόλτες σαν χασομέρης.
Σημ. Τα γνωστά, τρελή πένα ρε φίλε για τόσο λίγο.
Καψώνια τους κάνεις; Χοχο χο
...
...είναι Βασιλάκης Καίλας
ή Γιάννης Καλαντζόπουλος ;
...καιλας...