Επιθεωρητής Ντε Ραγιέ

1.1 Νύχτα
Ο σινιόρ Αντονίνο είχε ένα παράξενο προαίσθημα εκείνο το βράδυ. Δεν ήταν μόνο η καταιγίδα που πλησίαζε σκορπώντας το βαρύ άρωμα της βρεγμένης γης παντού τριγύρω. Κάτι ήταν λάθος. Κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να διακρίνει οτιδήποτε θα εξηγούσε το παράξενο συναίσθημα, αλλά το σκοτάδι ήταν πυκνό και το φεγγάρι κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα. Ο γέρος έριξε το παλτό του στις πλάτες του και πήρε τα τελάρα με τις ψάθες μέσα στο παλιό σπίτι. Όταν τελείωσε την μεταφορά, κλείδωσε την πόρτα, γέμισε το κατρουτσάκι του, άνοιξε το ραδιόφωνο και τέντωσε τα πόδια του προς την φωτιά.
“Η ιστορία που θα ακούσετε είναι αληθινή. Μόνο τα ονόματα έχουν αλλάξει, για να προστατευθούν οι αθώοι” είπε μια βαριά αντρική φωνή μέσα από τον στατικό θόρυβο του ραδιοφώνου και αμέσως μετά ακούστηκε η τρομπέτα και τα τύμπανα, σήμα της εκπομπής που άρχιζε.
Ο Αντονίνο έτριψε τα χέρια του για να τα ζεστάνει - η υγρασία έκανε τα δάχτυλά του άκαμπτα - και έπιασε να στρίβει ένα τσιγάρο. Του άρεσε το θεατρικό ραδιόφωνο και ιδιαίτερα τα αστυνομικά - αν και εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ θα προτιμούσε μια κλασική ιταλική κωμωδία. Αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό το παράξενο συναίσθημα που ένιωθε και κατέληξε πως μάλλον ήταν η αίσθηση του καλοκαιριού που αποχωρούσε. Τον έπιανε πάντοτε μια μελαγχολία στα μέσα Σεπτέμβρη, όταν άρχιζαν οι βροχές. Ήξερε πως κάθε βροχή θα έκανε την επόμενη ημέρα πιο κρύα και η επόμενη ακόμα περισσότερο, μέχρι που θα έφτανε ο Οκτώβρης και η βροχή δεν θα σταματούσε για πολύ, πολύ καιρό. Εκείνη την εποχή αναλογιζόταν πάντοτε τις επιλογές που έκανε στην ζωή του, καθώς έφερνε στο μυαλό του τα μελαγχολικά σπιτάκια του χωριού, με τα φωτισμένα παράθυρα και τις σκιές των ανθρώπων που πηγαινοέρχονταν, τον ήχο από πιάτα και ομιλίες. Τον ήχο από ζωή, παιδιά, πράγματα που προχωρούσαν στο μέλλον, που θα έμεναν ακόμα κι όταν οι ένοικοι του σπιτιού λιγόστευαν. Εκείνος θα άφηνε μόνο το σκουριασμένο ποδήλατό του να σκονίζεται στην γωνία.
“Ο λυκάνθρωπος” ανακοίνωσε τον τίτλο της παράστασης ο εκφωνητής και ο σινιόρ Αντονίνο ήξερε ήδη πως θα άκουγε για μια σειρά εγκλημάτων που όλοι θα απέδιδαν σε ένα τέρας - μέχρι που θα ερχόταν η πεζή εξήγηση στο τέλος της εκπομπής που θα είχε κάποια σχέση με μια παλιά ερωτική ιστορία και κάποιον που ζητούσε εκδίκηση. Οι πρώτες σταγόνες χτύπησαν το τζάμι, και ο γέρος έριξε πάνω του το παλτό του, περισσότερο για να νιώσει ασφάλεια παρά γιατί κρύωνε πραγματικά. Ακόμα κι αν ήξερε το τέλος, αυτό δεν σήμαινε πως δεν θα απολάμβανε την διαδρομή.
Θα τον παρέσυρε η πλοκή, αλλά ο γέρος δεν το ήξερε τότε. Θα τον άγγιζε σε τέτοιο βαθμό που θα ούρλιαζε βλέποντας την σκιά του πλάσματος που τον κοιτούσε από το παράθυρο λίγο αργότερα. Ίσως γιατί το κεφάλι του ήταν πολύ πλατύ, ίσως γιατί δεν είχε λαιμό για να το στηρίξει, παρά ακουμπούσε κατευθείαν στους ώμους του. Κι όταν λίγο αργότερα θα αναπολούσε την ζωή που έχανε, μέσα σε μια λίμνη από το δικό του αίμα - πόσο απίστευτο του φαινόταν - οι φθινοπωρινές βροχές δεν θα του φαίνονταν πια θλιμμένες και θα έδινε ότι είχε για να μπορέσει να γευτεί λίγες ακόμα. Αλλά πια, δεν είχε τίποτα, υπενθύμισε στον εαυτό του με κάποια πίκρα κι ήταν αυτή η τελευταία σκέψη που έκανε στην ζωή του. Ακόμα και το σκουριασμένο ποδήλατο είχε ακολουθήσει τον δολοφόνο του έξω στην καταιγίδα και πια - στο σπίτι άλλο δεν είχε μείνει παρά η λίμνη αίματος και η λύση ενός μυστηρίου που δεν θα προλάβαινε να ακούσει.

1.2 Η καλύβα
“Και τότε δηλαδή, πως μπήκε εδώ μέσα, επιθεωρητά;” ρώτησε ο Φερούτσο σηκώνοντας ταυτόχρονα το ένα του φρύδι και τον δείκτη του δεξιού του χεριού - σαν κάποιον που ήξερε περισσότερα από όσα έλεγε. “Η πόρτα είναι κλειδωμένη από μέσα, τα παραθύρια κλειστά… Κι έπειτα, δηλαδή τι; Μπήκε μέσα, δολοφόνησε τον γέρο, έκλεψε ένα σκουριασμένο ποδήλατο μηδαμινής αξίας που θα μπορούσε να το αναγνωρίσει ο καθένας και έφυγε, να πάει που; Δηλαδή, θέλω να πω, ποιος ήταν ο λόγος του εγκλήματος;”
Ο επιθεωρητής Φραντσέσκο Ντε Ραγιέ έριξε μια τελευταία φευγαλέα ματιά στο πτώμα κι έκανε νόημα στον ιατροδικαστή να πλησιάσει. Έπειτα πλησίασε τον σύρτη και τον έλεγξε προσεκτικά. Έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε τον σύρτη - είχε πάνω του μια λιπαρή, μαύρη ουσία. Έφερε το μαντίλι στην μύτη του, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν κι έπειτα το δίπλωσε προσεκτικά και το έβαλε στην τσέπη του σακακιού του.
“Φερούτσο, εγώ άλλο σε ρώτησα” απάντησε στον αστυνομικό πίσω του ενώ κοίταζε το κενό που υπήρχε σε κάποια σημεία ανάμεσα στην παλιά πόρτα και την κάσα. “Όταν ήρθατε εδώ, είχαν ήδη μπει οι χωρικοί, αλλά προσπάθησε να θυμηθείς - υπήρχαν τίποτα ίχνη στο πάτωμα, κάτι που να εξηγεί πως κάποιος άλλος άνθρωπος μπήκε εδώ μέσα; Νερά μήπως;”
“Ω, επιθεωρητά, μα σας το είπα. Ο χώρος ήταν γεμάτος λάσπες. Πριν έρθουμε εμείς, εδώ μέσα ήταν σαν ουρά σε κινηματογράφο…”
“Καλά Φερούτσο, ευχαριστώ” είπε ο επιθεωρητής και έκανε να βγει έξω από την καλύβα. Το δυνατό φως τον τύφλωσε προς στιγμήν, και χρησιμοποίησε το χέρι του για να κάνει λίγη σκιά. Ο χώρος δεν έμοιαζε με κινηματογράφο, αλλά μάλλον με τσίρκο. Το μισό χωριό είχε μαζευτεί έξω από το σπίτι του νεκρού, ακόμα και κάτι πιτσιρίκια που έπαιζαν στις λάσπες, ενώ οι γονείς τους ήταν μαζεμένοι σε πηγαδάκια και ανέλυαν τις θεωρίες τους. Μια παρέα, αυτή που ήταν πιο κοντά στον επιθεωρητή, τσακωνόταν για το αν το ποδήλατο κλάπηκε γιατί ο νεκρός πρόλαβε να γράψει το όνομά του δολοφόνου με το αίμα του πάνω στον σκελετό ή γιατί στον σκελετό του έκρυβε τις χρυσές λίρες που είχε μαζέψει. Οι υποστηρικτές της δεύτερης θεωρίας μάλιστα, παρουσίαζαν σαν αποδεικτικό στοιχείο πως αφού ήταν ένας άνθρωπος χωρίς οικογένεια, θα είχε κάνει σίγουρα περιουσία. Προφανώς δεν θα κατάφερναν να εξηγήσουν γιατί ο άνθρωπος με την περιουσία επισκεύαζε ψάθες για να ζήσει, σκέφτηκε ο Ντε Ραγιέ. Λίγο πιο πέρα, μια παρέα γυναικών έδειξαν προς το μέρος του και ξέσπασαν σε χαχανητά. “Επιθεωρητής πράγμα σου λέει και κυκλοφορεί με κοντά παντελονάκια, σαν πιτσιρικάς!” είπε μια στρουμπουλή κυρία και οι υπόλοιπες έσκασαν στα γέλια. Αντανακλαστικά ο επιθεωρητής κοίταξε τα πόδια του - δεν φορούσε φυσικά κοντό παντελονάκι, αλλά είχε σηκώσει τα μπατζάκια του για να μην μπλέκονται στα γρανάζια του ποδηλάτου του όταν ερχόταν στο χωριό - και ξέχασε να τα κατεβάσει. Ένιωσε μια παρόρμηση να σκύψει και να τα φτιάξει, αλλά δεν ήθελε να τους δώσει την ικανοποίηση. Έτσι έβαλε τα χέρια στις τσέπες του και σήκωσε τα μπατζάκια του ακόμα περισσότερο, χαμογελώντας τους. Οι κυρίες σοκαρίστηκαν.
Εκείνη την στιγμή βγήκε ο ιατροδικαστής από την καλύβα και προσπάθησε κι εκείνος να προφυλάξει τα μάτια του από τον δυνατό ήλιο.
“Ώρα θανάτου;” τον ρώτησε ο επιθεωρητής.
“Δέκα το βράδυ περίπου, μέχρι τα μεσάνυχτα. Σίγουρα όχι μετά τις δώδεκα. Η αιτία θανάτου είναι χτύπημα από οξύ και αιχμηρό αντικείμενο στον λαιμό, πιθανολογώ μαχαίρι, που έχει προκληθεί από τρίτο πρόσωπο”.
“Μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι’ αυτό;”
“Το τραύμα ξεκινάει από την δεξιά πλευρά του λαιμού και συνεχίζει για λίγο προς την καρωτίδα. Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως ο νεκρός επέλεξε έναν τόσο παράξενο τρόπο για να δώσει τέλος στην ζωή του, είναι αφύσικο να σέρνει το μαχαίρι σκίζοντας τον λαιμό του και μάλιστα με σταθερό χέρι. Τέλος, ο νεκρός ήταν δεξιόχειρας και για να κρατήσει το μαχαίρι και να κόψει από δεξιά προς αριστερά, θα έπρεπε να κάνει αυτό…” και έκανε μια άβολη κίνηση με τα χέρια του.
“Ευχαριστώ” είπε ο επιθεωρητής και χαιρέτισε εγκάρδια τον γιατρό.
“Μπούρδες λέει ο επιστήμονας, να ξέρεις” είπε μια τροφαντή κυρία από το πηγαδάκι που λίγο πριν γελούσε με τα μπατζάκια του.
“Καλημέρα σας” την πλησίασε ο επιθεωρητής. “Διαφωνείτε με κάτι;”
“Αμέ!” είπε η κυρία γουρλώνοντας τα μάτια της για να δώσει έμφαση. “Λοιπόν, ακούστε. Εγώ τον νεκρό τον είδα! Φυσικά και τον είδα καλέ! Έσουρνε το ποδήλατό του κατά το χωριό, να, εκεί πάνω στο δρομάκι. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, το ξέρω γιατί με ξύπνησε κάτι που χτύπησε στα κεραμίδια του σπιτιού και επί τη ευκαιρία - με το συμπάθιο κι όλα - πήγα προς νερού μου και περνώντας, κοίταξα το ρολόι που έχουμε στο καθιστικό. Υπέροχο ρολόι, να ξέρετε, μου το έστειλε ο γιος μου από τις Αμερικές. Α, τι να σας πω αστυνόμε μου, εξαίρετο παιδί και προκομμένο. Μμμ, πως θα θέλανε όλες να έχουνε έναν τέτοιο! Είναι λέει γκάντζες και βοηθάει τις γυναικούλες κι αυτές τον πληρώνουν και στέλνει και στο σπίτι κανένα δολάριο…”
“Γκάντζες;” ρώτησε μπερδεμένος ο Ντε Ραγιέ.
“Ναι καλέ, αυτοί που προστατεύουν… Ο νονός του καλέ τον έβαλε εκεί. Έχει και πιστόλια, φοράει κοστούμια κάτι ωραία, λευκά, να τον δείτε θα μείνετε με το στόμα ανοικτό… Να έτσι…” είπε η κυρία ανοίγοντας το στόμα της και μια αποπνιχτική μυρωδιά σκόρδου προκάλεσε δυσφορία στον επιθεωρητή.
“Δεν είναι “γκάνγκστερ” μήπως…” της είπε ενώ απομακρυνόταν διακριτικά.
“Γκάνγκστζ.. Γκάνγκτζσ.. Γκάντζες είναι που σου λέω. Αλλά εγώ πολύ φοβάμαι αστυνόμε μου, να μου τον ξελογιάσει καμία από δαύτες που προστατεύει και μετά… Είναι και ανεπρόκοπες αυτές εκεί χάμω… Αφού σου λέει πως δεν μαγειρεύουν αλλά πάνε και…”
“Είδατε το ρολόι λοιπόν” την διέκοψε ο επιθεωρητής. “Έβρεχε εκείνη την ώρα;”
“Του σκοτωμού καλέ, κυριολεκτικώς απ’ ότι φαίνεται!”
“Και πως είσαστε σίγουρη πως ήταν ο Αντονίνο;”
“Καλέ με κατατρόμαξε στην αρχή, γιατί εκείνη την ώρα έριξε έναν κεραυνό και είδα την σιλουέτα του. Φορούσε ένα παλτό και ήταν κουκουλωμένος και θυμάμαι που σκέφτηκα “Ποιος είναι τούτος καλέ που κάνει ποδηλατάδες τέτοιαν ώρα και με τέτοιον καιρό!” Αλλά αναγνώρισα αμέσως το ποδήλατο κι έτσι αντιλήφθηκα ποιος ήταν. Εξάλλου, καλέ ποιος θα ερχόταν από εκεί; Το σπίτι του μακαρίτη είναι το τελευταίο στο χωριό και ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά, παρά σε μια παλιά εκκλησία που έχει χρόνια να λειτουργήσει γιατί ο πάτερ Τζάκομο τα είχε συμφωνήσει με…”
“Από την στιγμή που είδατε τον ποδηλάτη, συνέχισε να βρέχει για πολύ ώρα;”
“Όχι καλέ, σταμάτησε σχεδόν αμέσως. Μετά όμως, έγινε και κάτι άλλο παράξενο”.
“Δηλαδή;”
“Να, μόλις τελείωσε η βροχή, βγήκα να κοιτάξω το λούκι που φέρνει το νερό για το πότισμα καλέ, από την στέρνα. Αυτό βουλώνει κατά καιρούς και μετά ξεχειλίζει και μου καταστρέφει τον κήπο. Με τόση βροχή, όλο και τίποτα πέτρες θα είχαν πέσει μέσα. Ίσως μια τέτοια να με ξύπνησε! Φόρεσα λοιπόν την ζακέτα μου και βγήκα να δω. Τότε άκουσα ένα τρίξιμο και είδα άλλο ένα ποδήλατο, όρκο θα έπαιρνα αστυνόμε μου πως ήταν το ίδιο με πριν! Αλλά το κουβαλούσε ένας πολύ λεπτός άντρας, που φορούσε και καπέλο. Μα ποιος να ήταν αυτός, δεν ξέρω να σας πω. Και γιατί πήγαινε προς τα εκεί, ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο. Λέτε να ήταν ο δολοφόνος; Γιατί ο μακαρίτης τόσο κομψός δεν ήταν ούτε στον πόλεμο που όλοι πεινούσαμε να πεις και τι τραβήξαμε, αφήστε τα, που να σας τα λέω… Ω, καλέ τώρα που το σκέφτομαι, μπας και είδα τον δολοφόνο; Καλέ μισό, να πάω να το πω και στις άλλες, θα σκάσουν αυτές που θα μαζεύεται όλο το χωριό στο σπίτι μου και θα τους τα εξηγώ και θα τους κερνάω και πίτα που εγώ, φτιάχνω την καλύτερη…”
“Με βοηθήσατε πολύ, σας ευχαριστώ. Αν χρειαστώ κάτι άλλο θα στείλω τον αστυνόμο Φερούτσο”
“Καλέ, τι πράγματα είναι αυτά! να έρθω εγώ στην πόλη να σας καταθέσω τα άπαντα αν θέλετε. Γιατί έχω και αυτοκίνητο να ξέρετε, ο γιος μου ο γκάντζες βλέπετε στέλνει δολάρια με το τσουβάλι που λένε…”
“Ίσως να χρειαστώ την κατάθεσή σας. Μια τελευταία ερώτηση αν μου επιτρέπετε. Πόση ώρα θα υπολογίζατε πως πέρασε ανάμεσα στον πρώτο ποδηλάτη που πήγαινε προς το χωριό και τον δεύτερο που πήγαινε προς την καλύβα του Αντονίνο;”
“Ε, μέχρι να πάω προς νερού μου, να ξεκλειδώσω, να βγω στον κήπο… Δέκα λεπτά, όχι παραπάνω”.
“Και ήταν και οι δύο πεζοί, σωστά; Δεν ήταν κάποιος καβάλα στο ποδήλατο;”
‘Όχι καλέ, τα σούρνανε… Και τώρα πάω αστυνόμε μου, να τους πω πως είδα τον δολοφόνο και πως το απόγευμα τις περιμένω για τα λοιπά που λένε… Καλέ τι ξεφτέρι που ‘σαστε εσείς! Μόνο τα μπατζάκια να φτιάσετε, σας βλέπει έτσι το χωριό και σχολιάζει, λέει πράγματα, φαρμακόγλωσσες καλέ, πα πα πα…” είπε η στρουμπουλή κυρία και έφυγε με φόρα προς τις υπόλοιπες.

“Φερούτσο!” φώναξε ο επιθεωρητής.
“Πείτε μου επιθεώρητα” είπε ο Φερούτσο βαριεστημένα.
“Θέλω να τραβήξεις φωτογραφίες και να κλείσεις το σπίτι. Αν το θεωρείς σκόπιμο, άφησε κάποιον να το φυλάει. Ξέρω πως η σκηνή του εγκλήματος έχει προφανώς αλλοιωθεί, αλλά ίσως να μπορέσουμε να βρούμε κάτι για να μας βοηθήσει, ακόμα και τώρα. Στείλε και δύο άντρες προς τα εκεί, πίσω από το βουνό, έχει μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία. Αν οι υποψίες μου είναι σωστές, θα βρουν ένα ποδήλατο και ένα παλτό. Θέλω να μου κάνεις λεπτομερή περιγραφή του ποδηλάτου, κυρίως θέλω να μου πεις αν λείπει κάτι…”
“Επιθεωρητά, σχετικά με το ποδήλατο… Άκουσα κάτι φήμες. Ο νεκρός λέει είχε περιουσία, πολλές χρυσές λίρες και λένε πως τις έκρυβε στον σκελετό του ποδηλάτου. Τώρα, δεν λέω πως έτσι έγινε, αλλά θεωρώ πως είναι καθήκον μας να ερευνήσουμε…”
“Ναι, Φερούτσο, οι φήμες… Μόνο άκουσε, πριν τις ερευνήσεις, θέλω να κάνεις κάτι άλλο για εμένα. Υπάρχει κάποιος χώρος εδώ που θα μπορούσα να ανακρίνω κάποιον;”
“Το σχολείο υποθέτω θα ήταν μια καλή επιλογή…”
“Ωραία. Χθες το βράδυ, την ώρα που έβρεχε, υπήρχε κάτι ανοικτό, όπου θα μπορούσε να συγκεντρωθεί κόσμος; Η ταβέρνα;”
“Η ταβέρνα ήταν κλειστή. Το ξέρω γιατί τώρα τον χειμώνα ανοίγει μόνο τα Σαββατοκύριακα. Υπάρχει το μπακάλικο και το καφενείο, τέτοια ώρα δεν υπάρχει κάτι άλλο ανοιχτό”
“Εντάξει. Ρώτησε ποιοι ήταν εκεί όσο έβρεχε και αν ήρθε κανείς μετά την βροχή. Ανεξάρτητα από το τι θα σου απαντήσουν, θέλω να πεις σε όλους να έρθουν στο σχολείο το μεσημέρι. Θέλω να κάνω κάποιες ερωτήσεις σχετικά με την βροχή, τίποτα το ιδιαίτερο. Να τους το πεις αυτό. Και τώρα σε χαιρετώ Φερούτσο. Ειδοποίησε αυτούς που σου είπα και μην ξεχάσεις να στείλεις τους άντρες στην παλιά εκκλησία! Είμαι σαφής;”
Ο Φερούτσο έγνεψε καταφατικά και ο επιθεωρητής Ντε Ραγιέ προχώρησε προς τον δρόμο, έλυσε το ποδήλατό του και έφυγε προς το χωριό.

1.3 Το σχολείο
Μέχρι το μεσημέρι ο ουρανός είχε γεμίσει ξανά από μαύρα σύννεφα και το φωτεινό πρωινό έμοιαζε ήδη με μια μακρινή ανάμνηση. Στους διαδρόμους του σχολείου περίμεναν 7 άτομα. Ο κύριος και η κυρία Τζεμέτε ήταν οι ιδιοκτήτες του μπακάλικου και οι πρώτοι που είδε ο επιθεωρητής Ντε Ραγιέ. Οι δύο ηλικιωμένοι ετοιμάζονταν να κλείσουν όταν άρχισε η βροχή και αποφάσισαν να περιμένουν μέχρι να κοπάσει, για να μπορέσουν να πάνε στα σπίτια τους. Έπειτα ανακρίθηκε ο ιδιοκτήτης του καφενείου, ο οποίος έμεινε αρκετή ώρα μετά την βροχή για να μαζέψει, δύο ακόμα θαμώνες και τέλος, έμειναν ο κύριος και η κυρία Ντ’ Αλμπέτα. Λίγο πριν τους καλέσει ο επιθεωρητής στην τάξη που χρησιμοποιούσε για γραφείο, έφτασε τρέχοντας ο Φερούτσο, φέρνοντας νέα από την παλιά εκκλησία.
“Βρέθηκε το ποδήλατο επιθεωρητά. Ήταν κρυμμένο μέσα σε κάτι θάμνους, κοντά στην εκκλησία. Φυσικά στους σωλήνες του δεν υπήρχε ούτε δείγμα από τις χρυσές λίρες. Ο δολοφόνος φαίνεται πως ήταν αρκετά προσεκτικός ώστε να τις αφαιρέσει όλες. Βρήκαμε και το παλτό, σκεπασμένο με κάτι πέτρες, χαμηλά κατά το ρέμα. Στις τσέπες του βρέθηκε ένα ζευγάρι γάντια και - ακούστε αυτό - ένα κομμάτι από μια κουλούρα ψάθα, σαν την ψάθα που χρησιμοποιούσε ο μακαρίτης!”
“Α, εξαιρετικά, αυτό εξηγεί πολλά… Έλειπε κάτι από το ποδήλατο;”
“Εκτός από τις λίρες; Όχι, ή μάλλον ναι, έλειπε η αλυσίδα. Αλλά είναι πιθανόν να μπλέχτηκε στον θάμνο όπως το τραβούσαμε. Γενικά ήταν σε κακή κατάσταση, αμφιβάλλω αν μπορούσε να τσουλήσει, ούτως ή άλλως.”
“Σε ευχαριστώ καλέ μου Φερούτσο, έκανες καλή δουλειά. Έξω περιμένουν άλλοι δύο αν δεν κάνω λάθος, ένα ζευγάρι;”
“Μάλιστα, ο κύριος και η κυρία Ντ’ Αλμπέτα”.
“Πες τους να περάσουν. Και, Φερούτσο, έλα να καθίσεις δίπλα μου. Δεν θα αργήσουμε. Αν μας πιάσει η βροχή, ίσως να χρειαστεί να με κατεβάσεις με το αυτοκίνητο μέχρι την πόλη”.
Ο Φερούτσο έγνεψε καταφατικά και πήγε να φωνάξει το αντρόγυνο. Λίγο μετά, ο επιθεωρητής Ντε Ραγιέ, καθισμένος στην έδρα του δασκάλου, τους είπε:
“Σας ζητώ συγνώμη που σας έφερα εδώ, αλλά ήσασταν έξω χτες το βράδυ και όπως καταλαβαίνετε πρέπει να σας εξετάσω. Μπορεί να είδατε ή να ακούσατε κάτι που θα μας αποκαλύψει κάποια λεπτομέρεια που θα οδηγήσει στην σύλληψη του δολοφόνου. Πλησιάζει όμως η ώρα του μεσημεριανού, γι’ αυτό πιστεύω πως είναι στο συμφέρον όλων μας να κάνουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα”.
Το ζευγάρι έγνεψε καταφατικά. Ο Φερούτσο χασμουρήθηκε.
“Αντιλαμβάνομαι πως είχατε κάποια διαφωνία το βράδυ του φόνου, ένα συζυγικό καβγαδάκι που λένε. Ο κύριος Λουίτζι Ντ’ Αλμπέτα φαίνεται πως είχε σαν διασκέδαση να κάθεται στο καφενείο συνομιλώντας και πίνοντας μέχρι αργά, κάτι που η κυρία Λουίζα Ντ’ Αλμπέτα δεν εκτιμούσε. Εκείνο το βράδυ η κυρία Λουίζα πήγε να τον βρει. Ήταν περίπου την ώρα που σταματούσε η βροχή. Ακολούθησε μια - τυπική - οικογενειακή σκηνή, ο κύριος Λουίτζι έφυγε για το σπίτι και η κυρία Λουίζα έβαλε τα κλάματα. Της προσφέρανε ένα ποτηράκι γκράπα για να την ηρεμίσουν και στην συνέχεια έφυγε κι εκείνη για το σπίτι. Την στιγμή εκείνη είχε σταματήσει και η βροχή. Αυτά είναι τα γεγονότα όπως μου τα μεταφέρανε οι υπόλοιποι θαμώνες, υπάρχει μήπως κάτι που δεν συγκράτησα σωστά;”
“Κύριε αστυνόμε μου” πετάχτηκε ο Λουίτζι, “ένα ποτηράκι που και που. Και τι να κάνεις δηλαδή εδώ στο χωριό; Έρχεται ο χειμώνας, δεν μπορείς να βγεις να πας κάπου. Σκοτεινιάζει, βρέχει… Ένα ποτηράκι για να περάσει η ώρα, καταλαβαίνετε…”
“Πάλι τα ίδια βρε;” πετάχτηκε η γυναίκα του. “Άλλα δεν μου έλεγες χτες το βράδυ; Πως καταλαβαίνεις το λάθος σου, πως θα αλλάξεις, πως θα γίνεις υπόδειγμα συζύγου και άλλα τέτοια;”
“Κυρία Λουίζα” την διέκοψε ο επιθεωρητής, “κι εσείς, ένα ποτηράκι το ήπιατε χτες το βράδυ. Θέλω να πω πως, μπορείτε να τον δικαιολογήσετε έστω τόσο λίγο…”
“Ένα ποτηράκι κύριε αστυνομικέ μου, ένα! Κι έμεινα εκεί μέσα πόσο; Πέντε λεπτά; Κι ήμουν βρεγμένη, μέχρι το κόκαλο που βγήκα για να μαζέψω τούτο τον κοπρίτη. Ένα ποτηράκι και πέντε λεπτά! Δεν ξημεροβραδιάζομαι εκεί μέσα!”
“Αλήθεια, μια και το αναφέρατε, βγήκατε ενώ έβρεχε, λίγο πριν τις δώδεκα να υποθέσω;”
“Μάλιστα, νομίζω δηλαδή. Όταν έφτασα στο καφενείο η ώρα ήταν μεσάνυχτα και κάτι. Το θυμάμαι γιατί του φώναζα πως έλειπε από το σπίτι τόσες ώρες, πως πια ξημέρωνε η επόμενη ημέρα…”
Ο Λουίτζι πετάχτηκε έξαλλος. “Δώδεκα και πέντε κύριε αστυνομικέ μου και να με κατηγορεί πως ξεπόρτιζα μέχρι τα ξημερώματα! Για πέντε λεπτά! Δηλαδή αν ήταν δώδεκα παρά πέντε όλα θα ήταν καλά;”
“Θα ξενυχτούσες και θα μπεκρόπινες και πάλι, τίποτα δεν θα άλλαζε” απάντησε η Λουίζα και τύλιξε τα χέρια της στο στήθος της εκνευρισμένη.
“Ας ηρεμίσουμε τώρα” παρενέβη ο επιθεωρητής, φορώντας ένα ευγενικό χαμόγελο. “Καθίστε κύριε Λουίτζι, σας παρακαλώ, πρέπει να πάμε για το μεσημεριανό”.
Εκείνη την ώρα φωτίστηκε ο χώρος και μια στιγμή αργότερα ένα δυνατό μπουμπουνητό έκανε τα παράθυρα να τρίξουν.
“Χριστούλη μου!” ξεφώνισε η Λουίζα, προσθέτοντας αμέσως “με τρομάζουν οι αστραπές, συγνώμη”.
“Δεν χρειάζεται να απολογείστε για τέτοια πράγματα” της απάντησε με το ίδιο ευγενικό χαμόγελο ο επιθεωρητής. Δεν θα σας κρατήσω για πολύ ακόμα, πρέπει να φύγουμε, να πάμε στα σπίτια μας, να ετοιμάσουμε ένα ωραίο μεσημεριανό… Κοντεύουμε κυρία Ντ’ Αλμπέτα, κοντεύουμε. Από εσάς χρειάζομαι λίγη βοήθεια μονάχα και μετά θα φύγουμε όλοι μαζί. Προσπαθήστε να φέρετε στο μυαλό σας την νύχτα του φονικού. Μήπως είδατε ή ακούσατε κάτι παράξενο;”
“Όχι, είμαι βέβαιη πως δεν είδα ή άκουσα τίποτα”.
“Είδατε κάποιον ποδηλάτη να προχωρά μέσα στο σκοτάδι;”
“Όχι, κανέναν”
“Το ποδήλατό του ήταν σκουριασμένο, έτριζε. Προσπαθείτε να θυμηθείτε. Φανταστείτε τον ήχο. Χρίτς… Χρίτς…”
“Όχι, όχι, δεν άκουσα κάτι να τρίζει!”
Μια καινούργια αστραπή φώτισε το δωμάτιο και η γυναίκα έπιασε σφιχτά το θρανίο που είχε μπροστά της. Ο ήχος της βροντής που ακολούθησε ήταν ακόμα πιο δυνατός από τον προηγούμενο.
“Χριστούλη μου” ψιθύρισε η κυρία Λουίζα.
Οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν βαριές πάνω στο τζάμι.
“Φερούτσο, άνοιξε το παράθυρο σε παρακαλώ, νομίζω πως η κυρία Ντ’ Αλμπέτα χρειάζεται λίγο καθαρό αέρα… Τώρα, λίγη ώρα μας έμεινε ακόμα, κοντεύουμε, θα πάμε όλοι στα ζεστά μας σπίτια και όλα αυτά θα είναι ένα μακρινό όνειρο. Μόνο μια στιγμή, θυμηθείτε εκείνη την νύχτα. Προσπαθείστε να την φέρετε στην μνήμη σας. Κοντεύουμε…
Μια ξαφνική ριπή ανέμου έσπρωξε βίαια το παράθυρο που είχε μισανοίξει ο Φερούτσο, και αυτό χτύπησε στον τοίχο με έναν δυνατό κρότο.
“Χριστούλη μου!”
“Είναι βράδυ, αστραπές φωτίζουν τα θλιβερά σπίτια με τα φωτεινά παράθυρα. Η οσμή της βρεγμένης γης είναι βαριά, σας πνίγει όπως τώρα…”
“Ω, θεέ μου!”
“Ακούγεται αυτός ο ανατριχιαστικός ήχος. Χριτς… Χριτς…”
“Σταματήστε”.
“Κάνει κρύο. Κοντεύουμε Λουίζα, φτάσαμε σχεδόν, σε λίγο όλα θα τελειώσουν. Θα κρυφτείς στο ζεστό σπιτικό σου… Κοντεύουμε..”
“Μα…” πήγε να πεταχτεί από την καρέκλα του ο Λουίτζι, αλλά η βαριά παλάμη του Φερούτσο τον έσπρωξε πάλι στην θέση του βίαια.
“Το ποδήλατο τρίζει, το ακούς το ποδήλατο Λουίζα; Σε λίγο θα έχουν όλα τελειώσει. Όλα. Ακούς το ποδήλατο;”
“Σταματήστε…”
“Είσαι βρεγμένη, κρυώνεις. Το παλτό που φοράς έχει κρατήσει μακριά την βροχή, αλλά και πάλι…”
“Ναι.. Όχι, όχι, το παλτό είναι βρεγμένο… Εγώ, δεν έχω παλτό, δεν ξέρω… Κρυώνω…”
Άλλη μια βροντή τάραξε την μισοσκότεινη αίθουσα.
“Κοντεύουμε Λουίζα, είμαστε στο τέλος, όλα θα τελειώσουν τώρα, θα είναι ζεστά και πάλι, στο σπίτι, θα είναι μέρα και δεν θα βρέχει πια… Είναι βρεγμένα τα γάντια σου Λουίζα; Νιώθεις τα δάχτυλά σου παγωμένα;”
“Ναι, είναι παγωμένα, τα γάντια είναι μούσκεμα… Σταματήστε, σταματήστε σας λέω, σας παρακαλώ…”
Η γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα. Δυνατοί λυγμοί τάραζαν το στήθος της.
“Αφού ξέρετε… Σταματήστε…”
Ο επιθεωρητής σηκώθηκε όρθιος και πήγε μπροστά στην γυναίκα που είχε καλύψει τα χέρια με τα μάτια της και έκλαιγε με λυγμούς. Δεν χαμογελούσε πια. Το βλέμμα του ήταν αυστηρό και βαθύ. Έπιασε τα χέρια της γυναίκας και τα τράβηξε κάτω, έπειτα σήκωσε με τον αντίχειρά του το πηγούνι της, ώστε να τον κοιτάξει στα μάτια. Η φωνή του ήταν ψυχρή, άχρωμη, σαν τα ραδιοφωνικά προγράμματα που αναγγέλλουν την επόμενη εκπομπή.
“Βρέχει, κι η βροχή είναι καλό πράγμα, καλύπτει τα ίχνη, η βροχή ξεπλένει το έγκλημα, αλλά όχι την ψυχή. Φοβάμαι, τον κοιτάζω από το παράθυρο της καλύβας κι ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου αν έχω την δύναμη να το κάνω. Θα του μιλήσω, θα του πω πράγματα άσχετα. Αν έχω την δύναμη θα το κάνω. Αν πάλι δεν την έχω, θα φύγω. Φοράω ένα παλτό που έχει ήδη μουσκέψει, το κεφάλι μου είναι κουκουλωμένο…
Έτσι χτυπάω την πόρτα. Του μιλάω. Με αναγνωρίζει, μου ανοίγει. Δεν ξέρει. Τον βλέπω ψυχρά, όσο περνάει η ώρα αποκόπτομαι από τις αναμνήσεις μου, βγάζω εκείνον έξω από αυτές. Έχω την δύναμη. Ίσως όχι. Δεν θα το μάθει κανείς. Αν το κάνω, δεν θα το μάθει κανείς! Βρίσκω δικαιολογίες. Εκείνος είναι γέρος. Δεν του αξίζει να ζήσει. Εγώ έχω μια ζωή που χάνεται, μια ζωή που δεν την αξίζω. Βρίσκω δικαιολογίες και σπρώχνω τον εαυτό μου να τις πιστέψει. Σφίγγω το μαχαίρι στην τσέπη μου. Εκείνος έχει γυρισμένη την πλάτη. Έχω την δύναμη; Τώρα, που δεν κοιτάει. Θα πάρει μια στιγμή. Μια στιγμή και μετά όλα θα έχουν τελειώσει. Θα γυρίσω στο σπίτι. Στο ζεστό σπίτι. Με το ζεστό φως της ημέρας που θα έρθει. Είναι μονάχα μια στιγμή.
Μα σαν σηκώνω το μαχαίρι, ο Αντονίνο γυρνά το κεφάλι του. Με είδε ίσως ή με ένιωσε. Το μαχαίρι τον χτυπά στον λαιμό. Προσπαθεί να τραβηχτεί. Το δέρμα του σκίζεται, τα γάντια μου λούζονται στο αίμα…”
“Σταματήστε…” εκλιπαρεί η Λουίζα. Δεν μπορεί να αρνηθεί τίποτα, έχουν όλα πια τελειώσει. Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο. Ακόμα κι ο σύζυγος της έχει βουλιάξει στην καρέκλα του και παρακολουθεί ανήμπορος την σκηνή. Ο επιθεωρητής συνεχίζει την διήγησή του, πάντα σε πρώτο πρόσωπο.
“Είχα μια στιγμιαία έμπνευση ή μπορεί και να το είχα σχεδιάσει πριν από αιώνες, όταν ήμουν ένας τίμιος άνθρωπος, όταν τα χέρια μου ήταν καθαρά από αίμα. Αν άφηνα την πόρτα ανοιχτή, αύριο, μεθαύριο το πολύ, κάποιος θα έβρισκε το πτώμα. Αν όμως την κλείδωνα, όποιος και να ερχόταν, θα πίστευε πως ο Αντονίνο λείπει κι αυτό θα μου κέρδιζε λίγο χρόνο. Έτσι πήρα ένα κομμάτι ψάθα, το πέρασα στο δαχτυλίδι του σύρτη και βγήκα έξω από την καλύβα, κλείνοντας την πόρτα. Αλλά τα βρεγμένα γάντια, η λεπτή ψάθα, όσο κι αν προσπάθησα να τραβήξω τον σύρτη απ’ έξω, δεν τα κατάφερα. Μπήκα ξανά μέσα, προσπαθώντας να βρω κάτι άλλο. Το μάτι μου έπεσε στην αλυσίδα του σκουριασμένου ποδηλάτου. ήταν κομμένη. Ένα καινούργιο σχέδιο έλαμψε στο μυαλό μου που δούλευε πυρετωδώς.
Έσυρα έξω το ποδήλατο, έβγαλα την κομμένη αλυσίδα, την πέρασα στον σύρτη και μετά από το λιγοστό άνοιγμα της πόρτας. Τράβηξα με δύναμη τις δύο άκρες, μέχρι που ένιωσα την πόρτα να ασφαλίζει. Έπειτα τράβηξα την αλυσίδα και την έβαλα στην τσέπη μου, πήρα το ποδήλατο και το έσυρα μέχρι το χωριό. Όλο και κάποιος θα έβλεπε το ποδήλατο να πηγαινοέρχεται. Για να σιγουρευτώ, πέταξα μια πέτρα στο τζάμι της κουτσομπόλας του χωριού. Καλύτερη επιλογή δεν θα μπορούσα να έχω κάνει. Το χωριό θα μάθαινε πως ο μακαρίτης γυρνούσε με το ποδήλατό του πριν ακόμα βρουν το πτώμα. Όταν άναψε το φως, έφυγα βιαστικά, προσέχοντας να έχω το ποδήλατο από την μεριά του παραθύρου. Μέσα στα σκοτάδια η κουτσομπόλα θα νόμιζε πως έβλεπε τον μακαρίτη. Το κεφάλι μου καλυπτόταν από την κουκούλα. Θα νόμιζε πως είδε τον μακαρίτη… Όταν μπήκα στο χωριό, έκρυψα το ποδήλατο και πήγα να κάνω σκηνή στο καφενείο, όπως ήταν το σχέδιο. Όταν θα βρίσκαν το πτώμα, εμείς θα είχαμε ένα ακλόνητο άλλοθι. Την ώρα που ο μακαρίτης έκανε βόλτες με το ποδήλατο, εμείς τσακωνόμασταν στο καφενείο…”
Η Λουίζα έγνεψε καταφατικά. Έμοιαζε τόσο αδύναμη που ο Ντε Ραγιέ, σχεδόν την λυπήθηκε.
“Ο Λουίτζι πήρε το ποδήλατο και το λερωμένο με αίμα παλτό με την κομμένη αλυσίδα και τις αιματοβαμμένες ψάθες στις τσέπες του και το πήγε από την αντίθετη πλευρά εκεί που δεν θα έψαχνε η αστυνομία. Τέλος της ιστορίας. Παρόλα αυτά, ακόμα δεν ξέρω το γιατί… Μην σκεφτείτε να μου το αποκρύψετε, είμαι σίγουρος πως όποιος κι αν ήταν ο λόγος, βρίσκεται στο σπίτι σας αυτή την στιγμή..”
Ο Φερούτσο σήκωσε τον Λουίτζι για να του περάσει χειροπέδες. Η Λουίζα είχε ένα βλέμμα που κοιτούσε το άπειρο. Το χρώμα της ήταν κάτωχρο. Ο επιθεωρητής τον πλησίασε και τον ρώτησε: “Λοιπόν;”
“Ο γέρος είχε ένα μεταλλικό κουτί που έγραφε “κόλλα” απ’ έξω. Εκεί έβαζε όσα χρήματα μάζευε. Ήταν τσιγκούνης ο παλιόγερος. Ζούσε σαν ζητιάνος κι όσα κέρδιζε τα έκανε λίρες και τα έβαζε σε εκείνο το κουτί. Μου το είπε ένα βράδυ ο Πιέτρο, ο κοσμηματοπώλης πίσω στην πόλη, όπου πήγαινε ο Αντονίνο και άλλαζε τις δεκάρες του σε λίρες. Εκείνος μου πρότεινε την δουλειά. Σκέφτηκα πως αν δεν το έκανα εγώ, θα έβρισκε κάποιον άλλο. Το συζητήσαμε με την Λουίζα. Κανείς δεν θα υποψιαζόταν μια γυναίκα κι εγώ είχα άλλοθι. Τελικά αποφασίσαμε να κάνουμε αυτόν τον τσακωμό για να είμαστε σίγουροι πως όλοι θα θυμούνται πως εκείνο το βράδυ ήμασταν στο καφενείο. Η ιστορία με το ποδήλατο και την κλειστή πόρτα, ήταν δική της έμπνευση. Μετά που συζητούσαμε, το βρήκαμε μεγαλοφυές. Κι όμως, το ψέμα μας δεν κράτησε παραπάνω από λίγες ώρες… Πως το ανακαλύψατε λοιπόν; Ποιο ήταν αυτό το μεγάλο λάθος που μας πρόδωσε;”
Ο επιθεωρητής επέστρεψε στην έδρα και κάθισε στην καρέκλα του.
“Ένας άνθρωπος βρίσκεται νεκρός, αμπαρωμένος μέσα στο σπίτι του κι όμως, ο θάνατός του δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτοκτονία. Για ποιόν λόγο λοιπόν ο δολοφόνος ξόδεψε τόση ώρα για να το κάνει να φανεί ως τέτοια; Μπορεί η κλειστή πόρτα να μην ήταν τελικά αυτό που φαινόταν. Μπορεί απλά να ήθελε να σιγουρευτεί πως θα αργούσε να ανακαλυφθεί το πτώμα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε ο δολοφόνος θα ήταν από το χωριό. Αν ήταν κάποιος ξένος, τι τον ένοιαζε; Ούτως ή άλλως το πτώμα δεν θα το έβρισκε κανείς μέχρι το επόμενο πρωί τουλάχιστον, οπότε και ο δολοφόνος θα ήταν μακριά….
Έπειτα μου έκανε εντύπωση πως το ποδήλατό του νεκρού περιφερόταν στο χωριό μετά τον θάνατό του. Το ποδήλατο ήταν ενοχοποιητικό στοιχείο, για ποιόν λόγο λοιπόν κάποιος να διακινδυνέψει να πιαστεί; Πολύ περισσότερο αν ήταν από το χωριό και ήταν δηλαδή γνωστός στους υπόλοιπους. Με μπέρδεψε αυτό που είπε η γριά κουτσομπόλα τότε. Το ίδιο ποδήλατο πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση λίγα λεπτά αργότερα, με διαφορετικό συνοδό. Και τότε η απάντηση έλαμψε στο μυαλό μου! Κάποιος προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα άλλοθι!
Τα δεδομένα λοιπόν ήταν τα εξής: Ο δολοφόνος (ή οι δολοφόνοι) είναι από το χωριό. Προσπαθούν να δημιουργήσουν άλλοθι. Αυτό σημαίνει πως εκείνη την ώρα θα ήταν κάπου όπου υπήρχαν μάρτυρες. Και δεν θα ήταν και οι δύο μαζί. Και θα έφευγαν με λίγα λεπτά καθυστέρηση. Όπως καταλαβαίνετε, όταν έμαθα για τον τσακωμό σας ήξερα τα πάντα. Ακόμα και που θα βρω το ποδήλατο - ο συνεργός του δολοφόνου δεν είχε κανέναν λόγο να επιστρέψει στην καλύβα, άρα πήγαινε εκεί που πάει ο δρόμος. Μια παλιά εκκλησία όπου κανείς δεν πηγαίνει πια, τέλειο μέρος! Παρόλα αυτά, δεν ήξερα ακόμα την αιτία της δολοφονίας.
Ο αστυνόμος Φερούτσο μου μετέφερε τις φήμες που υπήρχαν σχετικά με το ποδήλατο που ήταν κούφιο και μέσα ο νεκρός έβαζε τις λίρες του. Η όλη ιστορία μου φαινόταν απίστευτη, αλλά μπορεί να είχε δίκιο σε κάτι. Για ποιον λόγο να κατηγορηθεί κάποιος πως έχει λίρες ενώ ζει τόσο φτωχικά; Κάτι στην συμπεριφορά του και στον τρόπο ζωής του θα έχει δώσει το δικαίωμα για μια τέτοια εικασία. Όταν είπα στην Λουίζα πως η αιτία της δολοφονίας βρίσκεται στο σπίτι σας αυτή την στιγμή, μπλόφαρα. Εκ του ασφαλούς φυσικά. Αν ήταν ένα έγκλημα εκδίκησης παραδείγματος χάριν, μπορεί ο λόγος να ήταν μια φωτογραφία. Αν ο λόγος ήταν η ληστεία, που θα κρύβατε την λεία σας;
Βλέπετε, το λάθος που κάνατε, ήταν πως προσπαθήσατε τόσο πολύ να κρύψετε την αλήθεια, ώστε ήταν μονόδρομος η ανακάλυψη της. Φερούτσο, φώναξε σε παρακαλώ δυο άντρες να τους συνοδέψουν στο τμήμα!”

1.4 Επιστροφή
Ο επιθεωρητής Ντε Ραγιέ σήκωσε τα μπατζάκια του και καβάλησε το ποδήλατό του.
“Είσαι σίγουρος επιθεωρητά πως δεν θέλεις να σε πετάξω με το υπηρεσιακό; Θα βραδιάσει όπου να ‘ναι!”
“Το αποφεύγω το αυτοκίνητο καλέ μου Φερούτσο, με κάνει να ζαλίζομαι. Έχει και στροφές ο δρόμος…”
“Όπως επιθυμείς. Αλλά είναι μακριά, θα σε πιάσει η νύχτα! Τελοσπάντων, επιθεωρητά, να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο;’
“Ότι επιθυμείς Φερούτσο”.
“Πως το κατάλαβες αυτό με την κλειδωμένη πόρτα;”
“Καλέ μου Φερούτσο, ο μόνος τρόπος να κλείσεις μια πόρτα με τον σύρτη, είναι να τον τραβήξεις απέξω. Ο σύρτης είχε πάνω του λίγο λάδι και υπολείμματα σκουριάς και αφού έλειπε ένα ποδήλατο… Σε χαιρετώ τώρα! Αντίο!”
Ο επιθεωρητής κατέβηκε τον δρόμο με δυσκολία, αφού η μεσημεριανή βροχή είχε αφήσει πίσω της ένα παχύ στρώμα φρέσκιας λάσπης…

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Τώρα καταδυναστεύω την διάθεσή μου για δέκα θαυμαστικά, γιατί φοβάμαι πως θα με μαλώσεις...

kastellopower
Απών/απούσα

Fantom's return!

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact