Ντε Ραγιέ: Η απαγωγή του ποδηλάτου

2.1 Ξενοδοχείο “Εουρόπα”

Ο επιθεωρητής Φραντσέσκο Ντε Ραγιέ είχε φροντίσει ιδιαίτερα την εμφάνισή του για εκείνο το ραντεβού. Αιτία ήταν ο Αντριάνο, ο πρώτος του φίλος και - μέχρι σήμερα - ο σημαντικότερος. Βέβαια η ζωή, η δουλειά και οι υποχρεώσεις ανάγκασαν τους δύο νέους να χωρίσουν και - παρότι αλληλογραφούσαν συχνά - είχαν να συναντηθούν περισσότερα από πέντε χρόνια. Όπως ήταν φυσικό, ο επιθεωρητής φώναξε από χαρά όταν διάβασε στο τηλεγράφημα “Ξενοδοχείο Εουρόπα, Τετάρτη, 6 απόγευμα. Συγκλονιστικά νέα. Αντριάνο.”

Πέρασε τις τρεις ώρες που του απέμεναν μέχρι τις έξι, κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες και γράμματα, αναπολώντας την παιδική του ηλικία - άρρηκτα συνδεδεμένη με τον φίλο του. Λίγο πριν την καθορισμένη ώρα, φόρεσε το καλό του κουστούμι, γυάλισε τα παπούτσια του, πασάλειψε το μαλλί με μπριγιαντίνη και ανέβηκε στο ποδήλατό του. Στην διαδρομή μέχρι το κέντρο της πόλης, όπου και βρισκόταν το πολυτελές “Εουρόπα”, αναρωτιόταν ποια να ήταν αυτά τα συγκλονιστικά νέα που είχε να του πει ο Αντριάνο. Ήταν ευαίσθητος και αισθηματικός τύπος, επομένως αν έπρεπε να σχηματίσει μια υπόθεση, θα κατέληγε σε κάποιο ρομαντικό ειδύλλιο. Ίσως όμως και να μην ήταν τίποτα πραγματικά συναρπαστικό - ο φίλος του ήταν φανατικός οπαδός του προγράμματος και της τάξης, επομένως οτιδήποτε απρόσμενο (όσο μικρό κι ασήμαντο κι αν ήταν) θα το χαρακτήριζε φυσικά ως “συγκλονιστικό” ή θα χρησιμοποιούσε την αγαπημένη του λέξη. “Χάος”. Άφησε το ποδήλατο ένα στενό πριν το ξενοδοχείο, ξεσκόνισε με προσοχή το παντελόνι του και έστρωσε το μαλλί του. Αλλά όταν έφτασε έξω από την είσοδο, ο πορτιέρης τον σταμάτησε ευγενικά.

“Συγνώμη, αλλά…” είπε και τέντωσε το κεφάλι του προς τα κάτω, σαν να προσπαθούσε να καταπιεί.

“Μα έχω ραντεβού αγαπητέ! Και τέλοσπάντων, ποιο είναι το πρόβλημά σας;” απάντησε ο επιθεωρητής με την αυστηρή φωνή του.

“Να, ξέρετε, υπάρχουν κάποιοι κανόνες ενδυμασίας και…”

“Και τι καλέ μου άνθρωπε; Το καλύτερο κοστούμι μου φοράω. Τρεις μισθούς μου κόστισε και δεν προσθέτω σε αυτά τα μανικετόκουμπα, την γραβάτα και τις κάλτσες. Πεντακάθαρο δε, από το καθαριστήριο. Μα, αλήθεια, τι σας ενοχλεί;”

“Να, ξέρετε…” είπε ο πορτιέρης και τέντωσε ξανά το κεφάλι του προς τα κάτω, κοιτώντας τον επιθεωρητή με νόημα στα μάτια.

“Όχι δεν ξέρω. Και δεν θα καθίσω εδώ για αρκετή ώρα προκειμένου να μάθω. Κοιτάξτε εδώ!” είπε και έβγαλε την αστυνομική ταυτότητά του, τοποθετώντας την στην βάση της μύτης του αναιδή υπαλλήλου. “Πρόκειται περί αστυνομικής υποθέσεως. Στην άκρη αγαπητέ! Στην άκρη!”

Ο επιθεωρητής μπήκε φουριόζος μέσα στην αίθουσα υποδοχής και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Λίγο πριν περάσει την πόρτα, σταμάτησε μπροστά σε έναν ολόσωμο καθρέφτη, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που έκανε τον αναιδή υπάλληλο να του απαγορέψει την είσοδο. Αν εξαιρέσει κανείς το αναψοκοκκινισμένο χρώμα στα μάγουλα - σημάδι της ταραχής του - όλα ήταν τέλεια. Το μαλλί στρωμένο, το κουστούμι καθαρό και σιδερωμένο, το πουκάμισο δίχως μια ζάρα. Ένα βοηθητικό τραπεζάκι του έκοβε την θέα λίγο κάτω από την μέση, αλλά και το παντελόνι φαινόταν μια χαρά. Ο επιθεωρητής ίσιωσε τον γιακά του και προχώρησε προς την αίθουσα, μην δίνοντας σημασία σε έναν σερβιτόρο που κοιτούσε με το ένα φρύδι σηκωμένο τα σηκωμένα μπατζάκια του βιαστικού επισκέπτη, πιασμένα με τις κάλτσες για να μην μπλέκονται στα γρανάζια του ποδηλάτου…

“Καλέ μου φίλε Φραντσέσκο! Πόσος καιρός, πόσος καιρός αλήθεια!” ακούστηκε μια γνώριμη φωνή από ένα τραπέζι στο κέντρο της αίθουσας. Ο Αντριάνο, ένας πολύ ψηλός και γεροδεμένος άντρας που φορούσε ένα ριγέ κοστούμι με ένα φωτεινό κόκκινο παπιγιόν, σηκώθηκε με τα χέρια απλωμένα προς την μεριά του επιθεωρητή.

“Καλέ μου Αντριάνο!”

Οι δύο άντρες αγκαλιάστηκαν για λίγη ώρα.

“Σου ζητώ συγνώμη για την αργοπορία μου, ξέρω πόσο εκτιμάς την ακρίβεια, αλλά ένας αγενέστατος υπάλληλος στην πόρτα…” δικαιολογήθηκε.

“Μα, δεν πρόσεξα καν πως καθυστέρησες. Κι έπειτα, καλέ μου φίλε, τόσο καιρό έχω να σε δω, δεν θα το κάνουμε θέμα για εφτά λεπτά… Αλλά κάθισε, κάθισε κοντά μου, έχουμε τόσα πράγματα να προλάβουμε! Καταρχήν, να σου δώσω αυτό” είπε, βγάζοντας έναν φάκελο από το εσωτερικό του σακακιού του.

Ο επιθεωρητής κάθισε και πήρε τον φάκελο στα χέρια του.

“Συγχαρητήρια Αντριάνο, μπράβο! Να υποθέσω πως το όνομα της τυχερής είναι Μαρία;”

“Μα, πως…”

“Ε, αγαπητέ μου, έχεις τόσα χρόνια να με δεις και σχεδόν το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να μου δώσεις έναν λευκό φάκελο από ακριβό χαρτί που στην μια του πλευρά έχει ανάγλυφα τα αρχικά Α και Μ. Προφανώς πρόκειται για μια πρόσκληση γάμου, το Α αντιστοιχεί το δικό σου όνομα και το Μ θα μπορούσε να είναι Μικαέλα ή Μαργκερίτα ή κάποιο από τα 22 ονόματα που ξεκινούν από Μ, αλλά αλήθεια, ποιες είναι οι πιθανότητες; Το 45% των γυναικείων ονομάτων στο ληξιαρχείο είναι Μαρία ή τα υποκοριστικά του. Και πρόσεξε, 45% εδώ, γιατί αν ψάξει κανείς στην νότια Ιταλία, το ποσοστό ανεβαίνει μέχρι και το 73% σε κάποιες περιπτώσεις…”

“Εντυπωσιάστηκα, πραγματικά εντυπωσιάστηκα!” αναφώνησε ο Αντριάνο. “Λέγεται πράγματι Μαρία λοιπόν και είναι η πιο όμορφη γυναίκα που γνώρισα ποτέ μου!”

“Ω, πάνω σε αυτό, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Είμαι χαρούμενος για εσένα παλιέ μου φίλε, πραγματικά χαρούμενος. Σε παρακαλώ, εξιστόρησέ μου τα γεγονότα όμως. Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στις ιστορίες που οδηγούν τους φίλους μου στην ευτυχία…”

“Φυσικά! Θα στα πω όλα! Εξάλλου, σαν αστυνομικός που είσαι, νομίζω πως θα έχεις έναν επιπλέον λόγο να γοητευθείς από την ιστορία που θα σου διηγηθώ. Γιατί όλα ξεκίνησαν από ένα έγκλημα!”

“Μην μου πεις!” φώναξε χαρούμενα ο επιθεωρητής και βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα του.

“Έγκλημα όταν λέμε… Κλοπή, μια κλοπή ήταν με λίγο εκβιασμό, αλλά κι αυτό έγκλημα είναι, σωστά; Λοιπόν, κάποιος μου έκλεψε το ποδήλατο. Όταν το βρήκα ξανά, βρήκα μαζί και την αγάπη. Πραγματικά, δεν ξέρω από που να ξεκινήσω…”

“Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή! Μου έχεις εξάψει την φαντασία καλέ μου φίλε, άφησέ με να γευτώ μέσα από τα λόγια σου, το έγκλημα που άλλαξε με τόσο όμορφο τρόπο την ζωή σου…”

2.2 Λύτρα

Ο Αντριάνο παρήγγειλε τσάι, μπισκότα και τσιγάρα κι έπειτα έγειρε στην πολυθρόνα του.

“Όπως γνωρίζεις καλέ μου επιθεωρητή, είμαι ένας άνθρωπος που λατρεύει το πρόγραμμα, την τάξη και φυσικά την ρουτίνα. Η ρουτίνα μας κάνει πλούσιους, η επανάληψη σπρώχνει τον κόσμο μπροστά, ωθεί στο τέλειο αποτέλεσμα ή αν θες σε ένα οποιοδήποτε αποτέλεσμα! Επανάληψη και ακρίβεια. Με αυτές τις δύο αρετές ο κόσμος μας προοδεύει. Με αυτές τις αρετές πορευόμουν κι εγώ σε όλη μου την ζωή.

Δεν θα σε κουράσω με τις λεπτομέρειες της ρουτίνας μου. Χρειάζεται να γνωρίζεις πως ξυπνάω πάντα συγκεκριμένη ώρα, παίρνω το ίδιο πρωινό, ντύνομαι με συγκεκριμένα ρούχα ανάλογα με την ημέρα και τον καιρό, παίρνω το ποδήλατό μου και πάω στην δουλειά. Όπως γνωρίζεις, εργάζομαι σε ένα δικηγορικό γραφείο. Κάνω δύο διαλείμματα στις 11.15 και στις 15.15. Τα απογεύματά μου έχουν πάντα συγκεκριμένες ασχολίες. Το Σάββατο θα πάω στον κινηματογράφο, την Τετάρτη θα διαβάσω το περιοδικό ιστορίας στο οποίο είμαι συνδρομητής, την Παρασκευή θα πάω στην λέσχη κ.ο.κ. Αν κάποιος εγκληματίας ήθελε ποτέ να μου κάνει κακό και χρειαζόταν το πρόγραμμά μου, θα αρκούσε να με παρακολουθήσει λίγες ώρες και θα ήξερε τα πάντα. Ποτέ δεν παρεκκλίνω από το πρόγραμμά μου, ποτέ δεν το αλλάζω - εκτός βέβαια από καταστάσεις που δεν μπορώ να ελέγξω, όπως μια ασθένεια ή μια απεργία των τυπογράφων.

Υπάρχουν μόνο δύο πράγματα που εμείς, οι εραστές της τάξης και της ακρίβειας, δυσκολευόμαστε να κατακτήσουμε στην ζωή. Τον έρωτα και το χιούμορ. Ναι καλέ μου Φραντσέσκο, ο έρωτας είναι το μόνο ωραίο πράγμα στον κόσμο που λειτουργεί σωστά όταν είναι άναρχος. Και το χιούμορ είναι από την φύση του γεμάτο εκπλήξεις, ανατροπές, και πράγματα αναπάντεχα! Ότι δηλαδή, γοητεύει την καρδιά μιας γυναίκας.
Η καρδιά της Μαρίας, δεν ήταν διαφορετική.

Η Μαρία είναι μια από τις δακτυλογράφους της εταιρείας. Μικρόσωμη, έξυπνη, εργατική. Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο εκ πρώτης όψεως. Αλλά, καλέ μου Φραντσέσκο, λίγο αν την πλησιάσεις ένα πρωινό, με το μυαλό σου ακόμα χαμένο στις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τις βαρετές υποθέσεις της ημέρας για να της ζητήσεις τα πρακτικά της προηγούμενης ημέρας, έτσι όπως θα διασταυρωθούν τα βλέμματά σας, θα ξεχάσεις σε μια στιγμή τα πάντα! Όταν θα σε κοιτάξουν τα μεγάλα μαύρα της μάτια θα δεις σε μια στιγμή τον κόσμο ολόκληρο να μένει στάσιμος γύρω σου. Η καρδιά σου θα χτυπά σαν τρελή και η ανάσα σου θα χορεύει στον ίδιο ακανόνιστο ρυθμό. Γιατί ποτέ δεν έχεις νιώσει τόση τρυφερότητα, απλότητα και ομορφιά. Η φωνή σου θα τρέμει, το μέτωπό σου θα ιδρώνει και το μόνο που θα θέλεις να της πεις είναι πως, θα έκανες τα πάντα για να είσαι εσύ η αντανάκλαση στα μάτια της σε κάθε της στιγμή, όταν θα γελά ευτυχισμένη ή όταν λυπημένη θα αναζητά μια αγκαλιά…”

“Ομολογώ πως με εντυπωσιάζεις καλέ μου Αντριάνο!” τον διέκοψε ο Ντε Ραγιέ. “Ήξερα πάντοτε πως ήσουν ευαίσθητος άνθρωπος, αλλά η περιγραφή σου είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή”.

“Είμαι ευαίσθητος, τόσο όσο χρειάζεται για να ανοίγω την καρδιά μου στην ομορφιά των συναισθημάτων. Η Μαρία είναι αυτή η ομορφιά που τόσο πολύ περίμενα… Αλλά, φίλε μου, όπως σου είπα και πριν, η τάξη και η ακρίβεια μπορεί να σπρώχνουν μπροστά στον κόσμο, όμως δεν μπορούν να αναστατώσουν μια γυναικεία καρδιά. Προσπάθησα πολλές φορές να πω κάτι πνευματώδες, κάτι που θα την έκανε να χαμογελάσει, να με προσέξει! Αλλά κάθε φορά ήταν μια καταστροφή! Αν κάποτε με θεωρούσε έναν βαρετό άνθρωπο -ω! καλέ μου Φραντσέσκο μην διαμαρτύρεσαι, το γνωρίζω πως ένας τέτοιος είμαι - με τις λίγες φορές που της μίλησα κινδύνευα να με θεωρήσει και αφελή - για να μην χρησιμοποιήσω κάποιον πιο βαρύ χαρακτηρισμό. Έτσι οι μέρες περνούσαν και με κάθε καινούργια αποτυχία μου έχανα λίγο από το ήδη μηδαμινό θάρρος μου. Ήμουν δυστυχισμένος τότε. Κι όταν νιώθω δυστυχισμένος, γαντζώνομαι ακόμα περισσότερο στην τάξη και την ακρίβεια. Λες και προσπαθώ να νιώσω ασφάλεια, να πείσω τον εαυτό μου πως υπάρχω και πως ο κόσμος λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Τα πάντα άλλαξαν στις 14 Μαρτίου, την ημέρα που μου έκλεψαν το ποδήλατο!”

“Α, υπέροχα, φτάσαμε και στο έγκλημα λοιπόν!” είπε ο επιθεωρητής χαμογελώντας και πήρε ένα τσιγάρο από την τσιγαροθήκη.

“Λοιπόν, φαντάσου. Ξυπνάω ένα πρωί, ντύνομαι, φοράω τα ρούχα της Τετάρτης - γιατί Τετάρτη ήταν - και βγαίνω στην αυλή για να ξεκλειδώσω το ποδήλατο. Η κλειδαριά είναι εκεί όπως και η αλυσίδα, αλλά λείπει το μεγαλύτερο μέρος του ποδηλάτου”.

“Τι εννοείς “το μεγαλύτερο μέρος”; Είχε μείνει κάτι πίσω;” ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον ο επιθεωρητής.

“Μάλιστα. Το τιμόνι”.

“Δηλαδή για να καταλάβω· κάποιος παραβίασε την κλειδαριά, πήρε το ποδήλατο και μετά σταμάτησε για να ξεβιδώσει το τιμόνι και να στο αφήσει πίσω;”

“Ναι, ναι, πολύ σωστά. Για την ακρίβεια δεν ξέρω αν την παραβίασε, γιατί η κλειδαριά ήταν κλειδωμένη! Κάποιος ξεκλείδωσε, πήρε το ποδήλατο, έλυσε το τιμόνι και ξανακλείδωσε την κλειδαριά. Κι αν αυτό σου φαίνεται παράξενο, άκουσε και αυτό: Είχε τυλίξει ένα σημείωμα στα κερατάκια του τιμονιού!”

“Θυμάσαι τι έγραφε το σημείωμα;”

“Κάτι καλύτερο καλέ μου φίλε, το έχω εδώ μαζί μου. Ορίστε!” είπε και έτεινε ένα τσαλακωμένο χαρτί προς την μεριά του επιθεωρητή.

“Έχω το ποδήλατό σου. Αν θες να το ξαναδείς πρέπει να κοιτάξεις το παρελθόν. Όταν στο τόξο του καλοκαιριού δεις να λαμπυρίζουν τα απομεινάρια του πρώτου βασιλιά, θα βρείς τον σκελετό των δικών σου πραγμάτων, το απόγευμα της ομορφότερης ημέρας της εβδομάδας. Υστερόγραφο: Είμαστε αδυσώπητοι. Μην καλέσεις την αστυνομία” διάβασε το σημείωμα ο επιθεωρητής. Έπειτα σήκωσε ψηλά το χαρτί και το εξέτασε στο φως της λάμπας.

“Λοιπόν, πως σου φάνηκε;” ρώτησε όλο περιέργεια ο Αντριάνο.

“Το σημείωμα είναι δακτυλογραφημένο και το χαρτί είναι απλό χαρτί του εμπορίου, πιο λεπτό από το χαρτί που χρησιμοποιούν στα βιβλία οι εκδοτικοί οίκοι. Είναι κομμένο με χαρτοκόπτη, μπορείς να δεις την χαρακτηριστική γραμμή στο κάτω μέρος του. Όποιος το έγραψε, είχε πρόσβαση σε γραφομηχανή, χαρτί αλληλογραφίας και άλλα είδη γραφείου, επομένως δεν πρόκειται για τον κοινό αλητάκο - κλέφτη ποδηλάτων που συναντά κανείς στις υποβαθμισμένες συνοικίες των πόλεων. Σε αυτό συνηγορεί το γεγονός πως δεν έχει ορθογραφικά λάθη. Έχει όμως ένα, νοηματικό θα το χαρακτήριζα και πολύ ενδιαφέρον. Στην αρχή γράφει “έχω το ποδήλατό σου” και στο υστερόγραφο “είμαστε αδυσώπητοι”. Προσπερνώ την πομπώδη λέξη - η επιλογή της είναι ιδιαίτερα σημαντική, αλλά χρειάζομαι περισσότερα στοιχεία πριν διατυπώσω μια θεωρία. Η αίσθηση που αποκομίζω παρόλα αυτά είναι πως το υστερόγραφο γράφτηκε απλά για να σε μπερδέψει. Να δώσει δηλαδή την εντύπωση πως πρόκειται για πολλούς, ενώ είναι μόνο ένας. Και πάλι, είναι περίεργο που κάποιος - τόσο οργανωμένος στον τρόπο δράσης του, δεν πρόσεξε ένα τόσο εξώφθαλμο λάθος, σαν να μην διάβασε το σημείωμα δεύτερη φορά…”

“Ακριβώς! Το λάθος αυτό το πρόσεξα κι εγώ! Και να σου πω την αλήθεια, αυτός είναι και ο λόγος που δεν πήγα στην αστυνομία. Θεώρησα πως ήταν απλά μια φάρσα από κάποιο ανόητο παιδαρέλι. Έπειτα, ήταν το περιεχόμενο του κειμένου αυτό που την δεδομένη στιγμή μου εξάπτει την φαντασία. Ένας γρίφος!”

“Περίπου, ένας εύκολος γρίφος θα έλεγα. Μένεις μόνιμα στην Αόστα, επομένως ο γρίφος μπορεί να αναλυθεί ως εξής:
Αν θες να το ξαναδείς πρέπει να κοιτάξεις το παρελθόν.
Προφανώς σε ωθεί να το αναζητήσεις σε κάποιο ιστορικό μνημείο ή ένα μέρος που να σχετίζεται με την αρχαία ιστορία.

Όταν στο τόξο του καλοκαιριού…
“Τόξο” όπως λέμε “αψίδα”. Το καλοκαίρι προφανώς αναφέρεται στον Αύγουστο, τον πρώτο αυτοκράτορα της Ρώμης. Υπάρχει μια αψίδα αφιερωμένη στον αυτοκράτορα Αύγουστο στην Αόστα αν δεν κάνω λάθος. Εξάλλου συνεχίζει λέγοντας:

δεις να λαμπυρίζουν τα απομεινάρια του πρώτου βασιλιά…
άρα εννοεί ξεκάθαρα τον Αύγουστο. Με τον όρο “λαμπυρίζουν” εννοεί προφανώς την φωταγώγηση του μνημείου από τον δήμαρχο - κάτι που αν δεν με απατά η μνήμη μου έγινε σχετικά πρόσφατα. Και συνεχίζει:

θα βρείς τον σκελετό των δικών σου πραγμάτων, το απόγευμα της ομορφότερης ημέρας της εβδομάδας.
Υποθέτω πως πρόκειται για τον σκελετό του ποδηλάτου που είναι “δικό σου πράγμα”. Η ομορφότερη ημέρα της εβδομάδας δεν μπορεί παρά να είναι η Παρασκευή (Venerdi στα ιταλικά) που πήρε το όνομά της από την Αφροδίτη (Venere). Πολύς απλός γρίφος αλήθεια, όποιος τον σκαρφίστηκε ήθελε με κάθε τρόπο να τον λύσεις, γι’ αυτό και χρησιμοποίησε ένα τόσο γνωστό μνημείο που συζητήθηκε πολύ τον τελευταίο καιρό ώστε να το διαβάσω εγώ σε μια εφημερίδα της Ρώμης - φαντάσου οι κάτοικοι της Αόστα. Χρησιμοποίησε τουλάχιστον δυο αναφορές στον Αύγουστο (καλοκαίρι και πρώτος βασιλιάς). Θέλω να πω, ήταν ένα πολύ απλό κείμενο, τυλιγμένο με μια δήθεν δυσκολία, τόση όση χρειάζεται για να σε κάνει να “τσιμπήσεις” αν μου επιτρέπεις την έκφραση”.

“Εκπληκτικό! Να λοιπόν γιατί έγινες αστυνομικός! Κόβει το μυαλό σου βλέπεις. Εμένα μου πήρε ολόκληρη την ημέρα να το καταλάβω”.

“Επιθεωρητής είμαι αγαπητέ μου φίλε - σταμάτα να με αποκαλείς αστυνομικό. Αστυνομικοί γίνονται μόνο οι σκύλοι και πιο συγκεκριμένα οι συναχωμένοι σκύλοι. Υποθέτω πως τελικά, πήγες στο μνημείο την Παρασκευή πάντως…”

“Εκείνη η μέρα που έλαβα το σημείωμα ήταν εφιαλτική αγαπητέ μου φίλε, χειρότερα ακόμα - χαοτική θα την αποκαλούσα. Άργησα να πάω στο γραφείο αφού έπρεπε να πάω με τα πόδια. Κι επιπλέον έβρεχε. Έφτασα στο γραφείο μίζερος, βρεγμένος, δυστυχισμένος… Αχ, αν είχα στα χέρια μου τον παλιάνθρωπο, χίλια κομματάκια θα τον έκανα, ακούς; Χίλια! Κι επιπλέον, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα. Το μυαλό μου γύριζε συνέχεια στο τόξο του καλοκαιριού και την ομορφότερη ημέρα της εβδομάδας… Δεν μπορούσα να λύσω τον γρίφο, μην κοιτάς εσύ που είσαι συνηθισμένος υποθέτω σε τέτοιες παλιοδουλειές εγκληματικών διανοιών. Εγώ ο κακομοίρης είμαι ένας απλός δκηγόρος κι επιπλέον η όλη ιστορία με είχε ταράξει τρομερά!”

“Το αντιλαμβάνομαι φυσικά” έκανε ο επιθεωρητής με προσποιητή κατανόηση, προσπαθώντας να κάνει την φωνή του όσο πιο τρυφερή μπορούσε.

“Τελικά την λύση στο μυστήριο μου την έδωσε κατά λάθος η Μαρία. Αργότερα θα αποτελούσε την λύση κάθε προβλήματός μου, αλλά φυσικά τότε δεν το ήξερα. Καθόμασταν λοιπόν στο γραφείο, η ώρα ήταν περίπου έξι και ετοιμαζόμασταν να πάμε στα σπίτια μας. Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς. Η Μαρία τελείωσε με την τακτοποίηση των εγγράφων και πλησίασε το γραφείο μου, δίπλα στο οποίο είναι ο καλόγερος, για να πάρει το παλτό της. Εγώ κοίταζα το σημείωμα, απελπισμένος που δεν είχα καταφέρει να βρω την λύση, όταν με πλησίασε και κοιτάζοντας την βροχή έξω από το παράθυρο, μονολόγησε κάτι σχετικά. Ήμουν τόσο απορροφημένος που δεν την πρόσεξα παρά μόνο σαν με πλησίασε κοιτάζοντας το σημείωμα με ενδιαφέρον. Ντροπιασμένος το έκρυψα - μου φαινόταν τόσο παιδικό που προσπαθούσα να λύσω έναν γρίφο για να ξαναπάρω το ποδήλατο που μου είχε κλέψει κάποιος πιτσιρικάς. Το μετάνιωσα σχεδόν αμέσως, όταν είδα στο βλέμμα της την απογοήτευση - ίσως να πίστεψε πως προσπαθούσα να της κρατήσω κάποιο μυστικό. Τελικά με αποχαιρέτησε, λέγοντάς μου πως ήταν τόσο φριχτό να περπατά κανείς μόνος μέσα στην βροχή μέχρι το σπίτι της που ήταν και μακριά - στην πλατεία της Αψίδας του Αυγούστου. Όπως κάθε φορά που μιλούσα με την Μαρία ετοιμάστηκα να γνέψω γιατί είχα χάσει τα λόγια μου, όταν μέσα στο μυαλό μου έλαμψε η λύση.

“Μα φυσικά!” αναφώνησα ενώ πεταγόμουν όρθιος. “Το τόξο του καλοκαιριού - η αψίδα του Αυγούστου!”

Αντιλαμβάνεσαι πως με κοίταξε έκπληκτη, νομίζω μάλιστα πως πρέπει να με πέρασε για τρελό. Το θέμα είναι πως της πρότεινα να την συνοδεύσω - κάτι που δεν θα τολμούσα να κάνω σε καμιά άλλη περίπτωση - αλλά πλέον σκεφτόμουν τον “σκελετό που λαμπύριζε” και όχι την ίδια την Μαρία. Ήουν δε τόσο περήφανος για την ανακάλυψή μου, που στην διαδρομή δεν άντεξα και της εξιστόρησα όλη την παλαβή ιστορία με την απαγωγή του ποδηλάτου μου. Και θες να μάθεις το καλύτερο; Όχι μόνο δεν της φάνηκε αστείο και παιδιάστικο, αλλά το βρήκε συναρπαστικό! Η απόσταση από το γραφείο μέχρι την αψίδα είναι περίπου δυόμισι χιλιόμετρα και σε πληροφορώ πως καθόλη την διαδρομή δεν σταματήσαμε να μιλάμε. Ούτε μια στιγμή αμηχανίας, τίποτα! Φτάσαμε στην πλατεία πριν καν το καταλάβω, ψάξαμε μαζί για τον σκελετό και τελικά τον βρήκαμε κρυμμένο μέσα σε έναν θάμνο! Φόρεσα τον σκελετό όπως οι ταχυδρόμοι φορούν τον σάκο τους - και να έβλεπες πόσο παράξενα μας κοιτούσαν οι περαστικοί! Αλλά εμάς δεν μας ένοιαζε. Της υποσχέθηκα μάλιστα πως την επόμενη φορά που θα λάμβανα έναν αντίστοιχο γρίφο θα το μοιραζόμουν μαζί της. Κι όταν φτάσαμε στο σπίτι της, την ώρα που την χαιρετούσα, εκείνη κράτησε το χέρι μου στα δικά της. Μπορεί να φορούσαμε γάντια και να μην είχα την ευτυχία να αισθανθώ το δέρμα της, αλλά τα τόσο μικροκαμωμένα δάχτυλά της τα ένιωθα να καίνε την παλάμη μου. Τόσο τέλεια, τόσο τρυφερά, τόσο… γυναικεία! Ω! καλέ μου φίλε, οι γυναίκες είναι γεμάτες από λεπτομέρειες που μπορούν να απογειώσουν την ψυχή, γεμάτες από πράγματα τόσο συνηθισμένα κι όμως, με τον δικό τους τρόπο γίνονται όλα τόσο ζωντανά, λαμπερά, υπέροχα!
Δεν ξέρω αν ήμουν πραγματικά ερωτευμένος μέχρι εκείνη την στιγμή, αλλά μπορώ να σου πω με σιγουριά πως από εκείνη την στιγμή ζούσα κι ανέπνεα για την Μαρία και τους γρίφους!”

“Συναρπαστικό!” δήλωσε ενθουσιασμένος ο επιθεωρητής, παίρνοντας άλλο ένα τσιγάρο.

“Συναρπαστικό πράγματι” συμφώνησε ο Αντριάνο. Το επόμενο σημείωμα μου ήρθε την Τρίτη. Ήταν αρκετά σκοτεινό αυτό και δυστυχώς δεν το έχω μαζί μου αλλά έλεγε πως την επόμενη ημέρα του πολέμου θα βρω αυτό που ωθεί τους ανθρώπους να προχωρούν στο στομάχι αυτού που ουρλιάζει από πείνα. Ή κάπως έτσι τελοσπάντων. Εκείνο το απόγευμα, μετά την δουλειά, πήγαμε με την Μαρία σε ένα κοντινό καφέ και προσπαθήσαμε επί ώρες να βρούμε την λύση. Θα έχεις ακούσει υποθέσω για τον πύργο του Brafaman, όπου κατοικούσαν κάποιοι απόγονοι των Σαβόια, της βασιλικής οικογένειας. Brafaman λοιπόν σημαίνει “αυτός που ουρλιάζει από πείνα”, η Τρίτη (Martedi) είναι η μέρα του πολέμου εξαιτίας του θεού Άρη (Mars) και αυτό που σπρώχνει τους ανθρώπους να πάνε μπροστά δεν είναι άλλο από τα πετάλια. Χάος καλέ μου Φραντσέσκο, μόνο αυτό μπορώ να σου πω. Για να μπούμε στο “στομάχι αυτού που ουρλιάζει” χρειάστηκε να διαρρήξουμε τον πύργο! Μα το φαντάζεσαι; Εγώ, που ήμουν λάτρης της ρουτίνας, της ηρεμίας, του προγραμματισμού, να μπαίνω παράνομα σε πύργους, ακολουθώντας σκοτεινούς γρίφους, παρέα με το πιο όμορφο, το πιο ερωτικό πλάσμα στον κόσμο! Κι από πάνω να φλέγομαι από την επιθυμία να βρω τον επόμενο γρίφο, να ζήσω την επόμενη περιπέτεια! Να ζήσω Φραντσέσκο, αυτό μόνο του αρκεί! Να ζήσω!

Κι άλλαξα, ω! πόσο άλλαξα! Έκανα τους ανθρώπους να γελάνε, στο δικαστήριο εκφωνούσα πύρινους λόγους γεμάτους πάθος, ξυπνούσα αργά, κοιμόμουν αργά - ένα χάος - ο έρωτας και το ποδήλατο!

Την φίλησα κάτω από τον καθεδρικό ναό την ημέρα που το φεγγάρι που ήταν γεμάτο και συμπτωματικά ήταν Δευτέρα (Lunedi - η μέρα του φεγγαριού) ενώ κρατούσα τον μπροστινό τροχό και της έκανα πρόταση να αρραβωνιαστούμε γονατιστός στα σκαλιά του μουσείου κρατώντας στο ένα μου χέρι το δικό της και στο άλλο τον δίσκο με την αλυσίδα… Ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα να αγοράσω τα υπόλοιπα εξαρτήματα, ήθελα τα δικά του, ήθελα την περιπέτεια, το χάος, τον έρωτα, τα βράδια μας στην βιβλιοθήκη ανάμεσα στους τόμους της ιστορίας της Αόστα… Την σέλα - που ήταν και το τελευταίο κομμάτι που έλειπε - την βρήκαμε μια Κυριακή (Domenica - η ημέρα του σπιτιού) λίγο έξω από την πόλη, ενώ έκανα σπίτι μου το σώμα της…
Το τελευταίο σημείωμα, το βρήκα στην αυλή του σπιτιού μου την επόμενη ημέρα. Ήταν μια ερώτηση, όχι ένας γρίφος. Έλεγε: “Βρήκες αυτό που αναζητούσες;” Ε λοιπόν ναι, ναι καλέ μου απαγωγέα, το βρήκα! Ψάχνοντας το ποδήλατο βρήκα την ευτυχία!”

Ο επιθεωρητής αναγκάστηκε να τραβήξει τον φίλο του από το σακάκι γιατί πάνω στην χαρά του είχε σηκωθεί όρθιος και φώναζε, προκαλώντας το ενδιαφέρον των υπόλοιπων επισκεπτών. Πόσο όμορφο ήταν να τον βλέπει έτσι, ζωηρό με κατακόκκινα από την έξαψη μάγουλα να υμνεί την ζωή και τον έρωτα! Πόσο… χαοτικό για εκείνον.

“Φυσικά” ολοκλήρωσε την διήγησή του ο Αντριάνο, δεν έμαθα ποτέ ποιός ήταν αυτός ο παράξενος κλέφτης. Μα αν μου τύχαινε ποτέ να τον βρω, να το ξέρεις, όχι μόνο δεν θα τον κυνηγούσα για το έγκλημα που διέπραξε, αλλά θα αναλάμβανα δωρεάν την υπεράσπισή του για την υπόλοιπη ζωή μου!”

“Αυτό ακριβώς έκανες καλέ μου φίλε. Θα προστατεύεις τον κλέφτη για όλη την υπόλοιπη ζωή σου…” έκανε ο επιθεωρητής και παρήγγειλε ένα μπουκάλι κονιάκ, πριν ο φίλος του προλάβει να καταλάβει τι είπε.

2.3 Η ευτυχία

Η λύση του αινίγματος ήταν εύκολη - πολύ εύκολη είναι η αλήθεια. Το χαρτί αλληλογραφίας, η έλλειψη ορθογραφικών λαθών, η “πομπώδης” λέξη στο υστερόγραφο από αυτές που ακούσει κανείς στις δικαστικές αίθουσες, το πρώτο μέρος στο οποίο βρέθηκε ο σκελετός όπου ο “απαγωγέας” θα επέλεγε σαν ένα μέρος που του παρέχει ασφάλεια… Πάνω σε αυτή την υπόθεση ταίριαξαν αργότερα και άλλα στοιχεία της αφήγησης του φίλου του, όπως η τυχαία αναφορά της αψίδας του Αυγούστου εκείνο το απόγευμα, η προτροπή της Μαρίας να λύνουν μαζί τους γρίφους… Προφανώς η Μαρία είχε καταλάβει το ενδιαφέρον του Αντριάνο και προσπάθησε να του κεντρίσει το ενδιαφέρον, να εκτροχιάσει την ζωή του, να τον κάνει να περάσει λίγη ώρα μαζί της ώστε να αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο. Ο επιθεωρητής δεν μπορούσε να ξέρει αν πράγματι ήταν τόσο όμορφη όσο υποστήριζε ο φίλος του, αλλά σίγουρα ήταν από τις πιο έξυπνες και θαρραλέες γυναίκες για τις οποίες είχε ακούσει ποτέ. Και τι τύχη αλήθεια που ένα τόσο ζωηρό μυαλό ασχολήθηκε με τον έρωτα, αντί για το έγκλημα!

Ο Αντριάνο θα έμενε περίπου μια εβδομάδα στην Ρώμη, μέχρι να τελειώσει τις υποθέσεις του και θα επέστρεφε στην Αόστα, για να προετοιμαστεί για τον γάμο που θα γινόταν τον επόμενο μήνα. Ο επιθεωρητής έδωσε τον λόγο του πως θα τον τιμούσε με την παρουσία του. Ακόμα κι αν η πιο ευτυχισμένη στιγμή του φίλου του δεν ήταν αρκετή δικαιολογία, ήθελε πολύ να γνωρίσει την μυστηριώδη Μαρία. Οι έξυπνοι άνθρωποι σπανίζουν εξάλλου, η γνωριμία όσων υπάρχουν ήταν για τον Ντε Ραγιέ τόσο σημαντική όσο η συλλογή σπάνιων αντικειμένων από έναν συλλέκτη. Πέραν αυτού, ήθελε να επιβεβαιώσει πως η Μαρία πήρε τα κλειδιά του Αντριάνο ενώ έπαιρνε το παλτό της, από τον καλόγερο δίπλα στο γραφείο, για να τα επιστρέψει αργότερα έχοντας βγάλει αντικλείδι, πάλι με τον ίδιο τρόπο.

Ο υπάλληλος του ξενοδοχείου καληνύχτισε ευγενικά τους δύο άντρες, τον θηριώδη Αντριάνο με το κόκκινο παπιγιόν και τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα εξαιτίας του έρωτα, του κονιάκ και του χάους και τον παράξενο αστυνομικό με τα μπατζάκια ακόμα μέσα στις κάλτσες…

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

Μπράβο σου, μου έκανες μεγάλη χαρά, να ζήσεις

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...ποιος θα μου δώσει δυο ώρες,
ένα πολύ ζεστό καφέ
και να μη μου μιλάει κανείς [κανείς όμως],
να μπω μέσα στο κείμενό σου
και να μη θέλω να βγω...

Προσωπική μου δυσκολία
να διαβάσω τα γραπτά σου,
αν και θα το ήθελα.

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact