ΛΕΒΕΝΤΗΣ...

«Εεεε, Καπτα-Θωμά!»

Καπετάνιος σίγουρα δεν ήταν. Τώρα για το «Θωμάς», μάλλον έτσι θάταν το όνομά του ή, καλύτερα, σ΄ αυτό είχε γυρίσει το κεφάλι του όταν μικρό τον είχαν βρει στου Τσέκα την αμμουδιά πλάι σ΄ένα τουμπανιασμένο πτώμα ενός αντρός που το λίκνιζε το κύμα ανάμεσα στα τσακίδια και τις σκλήθρες μιας παληόβαρκας. Νάχαν κινήσει απ απέναντι, νάταν σε κανέναν παραδιπλανό νησί το σπίτι του ορφανού; Ποιος νάξερε και μάλιστα ποιος να τόλμαγε να ρώταγε μην έβρισκε κανέναν μπελά. Κείνοι κει τότε οι συνταγμαρχαίοι κι οι ενωμοταρχαίοι και οι κανοναρχαίοι άλλο που δεν έιχαν στον νου τους παρά να βάζουν κόσμο στα μπουντρούμια για νάχουν να στέλνουν αναφορά στο τέλος κάθε μηνού για το πόσους εχτρούς της πατρίδος συνέλαβον και τι θηριώδεις κινδύνους απεσώβησαν.

«Εεεπά!» αποκρίθηκε ο περί ου ο λόγος κι’ έσπρωξε το κασκέτο πιο ψηλά στο ξέξασπρο φαλακρό του κεφάλι ώσπου είδε τον κατραμόκωλο τον Γιωσήφη του Πασσά να κάμει τα χέρια χωνί προς το μέρος του.

«Θα πα να πεις του Γιάννη του Θεριουλά και του Μαθιού του Μίσαλου να θούνε από δω να σύρουμε το μπριγκαντίνι ως μέσα να δγιούμε άμα βάζει;»

Ο Θωμάς έγνεψε ναι με το κεφάλι, τίναξε μια το κασκέτο στην ανάστροφη του χεριού, ξέσουρε το σκοινί της βάρκας από τον κάβο κι΄άρχισε να λάμνει κατά τη μπούκα του λιμανιού. Μπουνάτσα ο καιρός, ως να κάμει έτσι ο ήλιος να σπρώξει τον ίσκιο της μουριάς ως το πρώτο τραπέζι του καφενέ θάχε πάει και θάχε γυρίσει.

Κει πάνω στην απογυρίδα του καρνάγιου ψήλωνε ξαφνικά ένα γκρεμνό και ήταν εκεί τα χαλάσματα απ το καλύβι του Πατηκιώτη πούπεσε μια μέρα απ΄το βράχο και τονε πήρε η θάλασσα κι αφήκε πίσω γυναίκα με τρία παιδιά που τα δύο τα πήρε έναν χειμώνα η αρρώστεια και το τρίτο καθόταν τώρα δας εκεί κορφή-κορφή σαν άγουρος βατσιμάνης και του κούναγε το χέρι.

«Εεε, από τη βάρκα!!!» έκαμε ο μικρός που ταλαντεύονταν σύγκορμος απ το κούνημα του χεριού του πούλεγες τώρα θα το ξεκολλήσει σύρριζα απ΄ τον ώμο.

«Εεεπααα!» αποκρίθηκε ο Θωμάς και ύψωσε το χέρι με το κασκέτο να ανεμίζει.

Ο μικρός, θάτανε ως δεκατριώ, κάτι είπε μα παρά την μπουνάτσα η φωνή δεν έφτασε ως κάτω. Ο Θωμάς έδωσε δυο τρεις γερές στ’ αριστερό κουπί αφήνοντας το δεξί ξαποσταμένο κι η βάρκα έστρεψε προς το γκρεμνό να τονε φέρει κοντά ν΄ακούσει τι έχει να πει ο μικρός, δε θυμόταν τ’ όνομά του, που να πάρει ο οξαποδώς τα γεράματα που ‘ρχονται λίγα-λίγα και δεν τ ‘ανοιώθεις παρά στην ανάγκη...
Να μην απαντάς σε κάποιον μεγαλύτερο δεν είναι τίποτις, θα τονε δεις το βράδυ στον καφενέ θα μάθεις. Μα να μην έχεις έννοια τους μικρούς δεν είναι σωστό, αγριεύουν από νωρίς και μετά σφαλίζει ο στόμας τους και δεν είναι καλό.

Όσο ζύγωνε η ακτή στη βάρκα τόσο ο Θωμάς έσκιαζε τα μάτια του να δει τι κράταγε ο μικρός και πού καθόταν έτσι πού χε λυγισμένα τα γόνατα. Μα κατάλαβε όταν πήγε πολύ κοντά, τόσο που οι κροκάλες του βυθού φαινόταν σα κεράσματα σε πιατέλα.

Πανάθεμά τονα τον μικρό, στεκόταν στην άκρια στον γκρεμό πάνω σ΄ένα ποδήλατο!
«Ώ, να πάρει η ευκή!» φώναξε ο Θωμάς μοναχός του και παρατώντας τα κουπιά χτύπησε με απόγνωση τα μεσομήρια του με τις δυό παλάμες.
«Ω, να πάρει ο αδόξαστος! Μοναχό του παιδί τι κάμει απάνου κει, να ρθει από κάτου σαν τον πατέρα του να χάσει η μάνα του το φως της! Φεύγα, βρε κακοχρονισμένο, από κει! Φεύγα μη σε βρει το κακό!» μα ο μικρός έκαμε χάζι τον Θωμά και γέλαγε.

«Εεεε! Καπταν Θωμά! Έχω και γω το δικό μου μέσο τώρα! Δγες εδώ! Ολόδικό μου! Και κάμω και θελήματα και πάω σε δουλειές! Άμα μεγαλώσω θα σας φέρνω και τα γράμματα και τα πακέτα με τα τσιγαρόχαρτα και…»

«Κάμε πίσω! Κάμε πίσω, βρε πώς σε λένε! Κάμε πίσω μην έχεις τα χαΐρια του πατρού σου! Άμε στη μάνα σου, κάμε πίσω, άμε να μη σε χάσει και χαθεί η έρμη!» φώναζε όλος απόγνωση ο Θωμάς.

«Άειντε, βρε καπταν-Θωμά! Η μάνα μου πάει, έφυγε για πέρα!» είπε ο μικρός κι έκαμε με το χέρι μια κίνηση που έδειχνε απέναντι ποιος ξέρει πού.

Ο Θωμάς έψαξε μέσα του και βρήκε όση δύναμη τούθελε για να βάλει μια τελευταία φωνή: «Άμε πιο μέσα, το παλλικαράκι μου, άμε να χαρείς, να πάω και ‘γω στη δουλειά μου, άμε μη σ΄έχω έννοια!»

Ο μικρός για μιάς έστρεψε και χαιρετώντας πίσω απ΄την πλάτη του κύλησε στο μονοπάτι και χάθηκε.
Έλαμνε ο Θωμάς κι΄όλο και σκεφτόταν τη μάνα πού φυγε κι΄αφήκε το παιδί μονάχο του. Ώσπου βρήκε τους άλλους και πήγαν όλοι μαζί να δούν πού ήθελε πίσσωμα το σκαρί του Γιαννιά του Μπερμπαντάκη, το μυαλό του άλλο δεν είχε παρά το μικρό παρατημένο απ΄τη μάνα του. Κι ο φόβος του το παράσταινε συνέχεια άκρη-άκρη στο γκρεμό κι΄όλο σταυροκοπιόταν κι΄όλο έφτυνε τον κόρφο του και μουρμούριζε «Φύλα το τ’ αρφανό Παναγιά του Κόσμου! Φύλα το τ’ αρφανό!»

Βρήκε τον παπα-Αλέξη στον καφενέ, καθούτανε κάτω απ΄το λουξ με τα πόδια απλωμένα σε μια σαπουνοκασέλα και σιγομουρμουραγε ένα τροπάρι σα νάτανε ζεμπέκικο.
«Ευλογείτε, ήλιος και σελήνη, άστρα του ουρανού, τον Κύριον.
Τον Κύριον υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.»
Ούτε που σταμάτησε σαν είδε τον Θωμά με το κασκέτο στο χέρι να στέκει δίπλα του κι’ ενώσω τούκαμε νόημα να κάτσει σιμά του, συνέχισε μ’ ένα ζεμπέκικο σα νάτανε τροπάρι.
«Θεέ μου, μεγαλοδύναμε,
που 'σαι ψηλά εκεί απάνω
ρίξε λιγάκι απαυτό,
Θεούλη μου,
στον αργιλέ μου απααάνωωωω..."
Και μετά από μια παύση κι΄ένα βλέμμα στον ορθό ακόμα Θωμά:
«Κάτσε βλογημένε, που θες παράκληση
για να στρώσεις τον απαυτό σου κάτουουουου!»

Ο Θωμάς κάθησε, στριφογύρισε δυό τρεις πάνω στον απαυτό του κι άμα βολεύτηκε κι όταν ο καφετζής του σερβίρισε το ρακί με το μεζέ, έστρεψε στον παπά που μασούλαγε ένα ξερόχορτο: «Παπά, της Ασημίνας το παιδί, ‘κειό το τελευταίο, που τα’ αφήκε η Ασημίνα και έφυγε και πού να πήγε η φτενή η γυναίκα, ‘κειό το έρμο λέω…»
«Ε, τι;» ρώτησε ο παπάς και γύρισε να τονε δει στα μάτια. «Τι έκαμε ο σκύλος ο μαύρος;»
«Δεν έκαμε, παπά, δεν έκαμε! Τίποτα δεν έκαμε τ’ αρφανό!» διαμαρτυρήθηκε ο Θωμάς σα να του βρίσανε το δικό του το παιδί. «Μόνο, να…» μαζεύτηκε ο Θωμάς «…μοναχό του θα μεγαλώνει..;»

Ο παπάς έπαψε το κομπολόι και γύρισε την καρέκλα του προς τον Θωμά: «Και τι θα κάμωμε, βρε Θωμά; Σάμπως θα το πάρεις εσύ να το μεγαλώσεις ή είναι το μόνο που το βρήκε η ορφάνεια; Καλό δεν είναι, μα φαΐ και παστρικό ρούχο βρίσκει απ τις γειτόνισσες κι΄όσο για τον ύπνο, έχει μια γωνιά στο θάλαμο του κατηχητικού και στρώνει το γιατάκι του και κοιμάται. Κρίμα είναι, μα τι μπορεί να γενεί…»

Ο Θωμάς κύτταξε δειλά τον παπά στα μάτια: «Ήταν σήμερο το πρωί στου γκρεμνού τη ράχη εκεί απ΄όπεσε ο πατέρας του και το φοβήθηκα, παπά… Γι΄αυτό σου λέω και μη το πάρεις στραβά. Έχει ένα ποδήλατο και όλο γυρνάει, ρώτησα εγώ κι έμαθα, όλο γυρνάει και κάμει θελήματα, κι΄είν’ άξιο το παλλικαράκι, μα δεν φοβάσαι ΄συ παπά μου μη τόβρει κανα κακό..;»

Ο παπάς απόμεινε σκεφτικός όσην ώρα μοιραζότανε το κατρουτσάκι και το μεζέ του με τον Θωμά. Βέβαια, πρόβλημα ήταν να πάει το δύστυχο να σωριαστεί σε καμμιά γωνιά με ‘κεινο του διαόλου το σίδερο, και κρίμα θα τόχαν όλοι και πιο πολύ εκείνος που τώρα ήξερε γιατί του τόπε ο Θωμάς.

Μετά δυό μέρες ο Θωμάς μολις είχε πάρει και ξέβγαινε την απογυρίδα στου Πατηκιώτη το γκρεμό και τράβαγε ως μέσα σε ένα φρατσέζικο φριγκορίφικο που είχε αράξει αρόδου (λάτζα είχε μόνο στο μέσα λιμάνι), όταν είδε πάλι το μικρό και σα να του φάνηκε πως τον επερίμενε τούτη τη φορά. Έκαμε ανάποδα και μανουβράρισε νάρθει ως πιο κοντά ώσπου ο ίσκιος της μπάντας φέγγισε στον άμμο. Μα πώς τον ελέγανε το μικρό..; ούτε ήξερε, ούτε κι είχε ρωτήσει να μάθει.
«Εεεε, παιδί!» είπε αντί γι΄ άλλο. Έσκιασε τα μάτια του με την απαλάμη και είδε τα μάτια του παιδιού να τον κυττούν αποψηλά αγριεμένα, με μίσος μέσα τους, σαν με κλάμα, με αγανάχτηση θαρρείς. Κι΄όσο να γυρίσει να ποδίσει για λίγο, το παιδί είχε χαθεί απ΄την κορφή.

Κι΄ύστερα ήρθε μια μέρα, που το καρνάγιο όλο γέλαγε με τον Θωμά που έτρεχε σαν τον παλαβό πάνω κάτω στο μουράγιο ψάχνοντας τη βάρκα του. Μα από δω η βάρκα μα από κει η βάρκα, πουθενά η βάρκα! Βρε ρώτησε, βρε σιχτίρισε, βρε έταξε σε αγίους και μετά τους μαγάρισε, τίποτα, πουθενά η βάρκα…

Είχε πάρει να βραδυάζει όταν αποφάσισε να πάει στον καφενέ και να ρωτάει όποιον έβρισκε μπροστά του μπας και κάποιος χριστιανός ήξερε κάτι για την βάρκα του. Έμεινε ως αργά, όσοι γελάσανε γελάσανε, μα μετά άρχισαν απ΄την μια να τονε λυπούνται κι΄απ΄την άλλη αρχίνισε να τους χαλάει και τα κέφια η γρίνα του, μπούρου-μπουρου τόσες ώρες και τι θ’ απογίνω και σάματις πώς θα δουλέψω να ζήσω και τι θα γενώ εγώ τώρα… Μα τι να πουν, στραβοκύτταγε ο παπάς απ΄τη γωνιά του και ποιος ήθελε να μείνει ακοινώνητος την Κυριακή στην εκκλησιά!

Ώσπου μόλις βαρέθηκε θες, κουράστηκε θες κι’ έκατσε σε μια γωνιά, νάσου και σκάει μύτη ο Αντώνης. Αντώνης, λοιπόν, ήταν το όνομα του ορφανού.
«Τη βάρκα σου θες;» ρώτησε για μιας χωρίς περιστροφές ως έφτασε κοντά. Ο Θωμάς σήκωσε το κεφάλι κ’ είδε το μικρό στα μάτια. Μα τώρα τα μάτια γελάγανε μέσα-μέσα χωρίς ίχνος κακίας.
«Τι..; Ξέρεις βρε συ παιδί;»
«Ξέρω.» αποκρίθηκε ο μικρός. «Έλα» είπε και τράβηξε για το τραπέζι του παπά. Ο Θωμάς σηκώθηκε σαν το χαζο και μπατάροντας δεξιά αριστερά ακολούθησε το παιδί.

Ο παπάς στήλωσε τα μάτια του σκοτεινιασμένα στο παιδί. Όσο καθάριζε στο μυαλό του μέσα τι είχε συμβεί, τόσο θόλωνε η ματιά του. Μα δε μίλησε, κουβέντα δεν είπε.

«Το ποδήλατο για τη βάρκα.» είπε και κύτταξε στα μάτια τον παπά. Τι είχε να χάσει εξάλλου… Ο Θωμάς ήταν σα σε όνειρο, ούτε μιλούσε ούτε λαλούσε, κύτταζε μια το μικρό και μια τον παπά.
«Τη βάρκα για το γιατάκι σου» αποκρίθηκε κοφτά.
«Το ποδήλατο για τη βάρκα» ξανάπε ο μικρός.
«Και πού θα στρώνεις απ΄αύριο;» ρώτησε ο παπάς.
«Στου Θωμά.» είπε χωρίς να διστάσει ο μικρός.
«Τι..;» ψέλλισε ο Θωμάς.
«Μη μιλάς εσύ!» έκαμε ο παπάς κι ο Θωμάς λούφαξε. Ξαναγύρισε στον μικρό: «Αντίχριστος είσαι βρε κακοχροναμηνέχεις;»
«Όχι, παπά, λεβέντης είμαι.» είπε ο μικρός χωρίς να σκεφτεί.
Για μια στιγμή έλεγες νάχα ένα μαχαίρι να κόψω στα δυό τη σιωπή.
Κι’ ολόξαφνα, ο παπάς σκάει στα γέλια, σηκώνεται ορθός κι αγκαλιάζει το μικρό απ΄τους ώμους και λέει «Λεβέντης είσαι ρε μικρέ, λεβέντης είσαι!» κι΄ο Θωμάς άρχισε να γελάει κι΄αυτος χωρίς να ξέρει γιατί, και όλοι μαζευτήκαν κοντά και ‘τα ‘πο λίγο γελάγαν όλοι και αγκαλιάζαν τον λεβέντη.

Έφυγα την άλλη μέρα το πρωί απ΄το νησί με μετάθεση σε άλλο χωριό, σε άλλο νησί. Ούτε που ξανάκουσα για κανένα τους, μα ως σήμερα που προσπαθώ να μεγαλώσω το παιδί μου, δεν έχω βρει τρόπο να το κάνω να νιώσει λεβέντης από μόνος του, για κάτι που τόφερε πέρα μοναχός του, με ρίσκο, άφοβα κι΄απλά.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

το κείμενό σου, Όφιο.

Να ζήσεις

georgevr
Απών/απούσα

πολύ όμορφο!

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια