Η Μαρία είχε απορροφηθεί να κοιτάζει την μύτη της εξαδέλφης της από την Γαλλία. Η μύτη έμοιαζε με διακόπτη ρεύματος, τόσο μικρή ήταν. Σκέφτηκε για μια στιγμή πως αν την πάταγε, τότε το κεφάλι της ξαδέρφης της θα φωτίζονταν σαν την υδρόγειο που αφήνει το βράδυ αναμμένη στο δωμάτιό της. Δεν φοβάται το σκοτάδι. Όχι. Αλλά, της αρέσει πολύ να αποκοιμιέται κοιτάζοντας την υδρόγειο. Με έναν μαγικό τρόπο μόλις πατήσεις τον διακόπτη εξαφανίζονται όλα τα σύνορα απ΄όλες τις χώρες και μπορείς τότε να δεις βουνά, θάλασσες, ερήμους, πεδιάδες. Αναρωτήθηκε, αν πάταγε αυτή την μύτη-διακόπτη της ξαδέρφης της τι θα εμφανιζόταν.
Η Σοφί μίλαγε ακατάπαυστα. Μάλλον πίστευε, πως θα θέλανε να ξέρουν όλα όσα έκανε στην Γαλλία ή πως όλα όσα συνέβαιναν στην Γαλλία ήταν σημαντικά. Η μαμά της Μαρίας άκουγε ακουμπισμένη στο ένα χέρι και πιο πολύ απολάμβανε την ανηψιά που είχε να την δει από τότε που ήταν πέντε χρονών. Ντυμένη με λουλουδάτο, ανάερο φόρεμα λεπτά σανδάλια και μια εσάρπα αραχνοΰφαντη, όμορφα βαμμένα τα μάτια της και τα μάγουλά της, έκανε μεγάλη αντίθεση με την μαμά της που τέτοια ώρα ήταν πάντα κουρασμένη και άβαφτη, και φόραγε ρούχα αγορασμένα από μαγαζιά που φωτίζονταν από λάμπες φθορίου.
Δεν ήταν πολύ ωραίο να πηγαίνεις σε αυτά τα μαγαζιά να ψωνίζεις. Μύριζαν παράξενα, οι πωλήτριες ήταν πάντα μελαγχολικές και η Μαρία πίστευε πως το φως από τις λάμπες είχε μια σατανική δύναμη και κατάφερνε και διαπότιζε με την χλωμάδα του όλα τα ρούχα του καταστήματος. Έτσι όταν φόραγες ρούχο αγορασμένο από εκεί η χλωμάδα πέρναγε σε σένα. Και η μαμά της έπαιρνε κάτι από την χλωμάδα αυτή. Θάθελε η Σοφί να έδινε ένα από τα φορέματά της στην μαμά, να την φωτίσει λίγο, κάπως σαν να της άναβε ένα φως εσωτερικά, να κάνει όπως το κεφάλι-υδρόγειο της ξαδέρφης της που όμως είχε μικρή μύτη και αυτό μάλλον ήταν σημαντικό σε ό,τι αφορά την μελαγχολία.
Ο μπαμπάς της Σοφί λεγόταν Ανσέλμ και αυτό της θύμιζε μουστάρδα. Φανταζόταν τον θείο Ανσέλμ ολότελα φαλακρό και στο χρώμα της μουστάρδας. Στο μεταξύ ένα κίτρινο τρίτροχο ποδήλατο μπαινόβγαινε από το ένα αυτί της Σοφί στο άλλο. Για την ακρίβεια, εμφανιζόταν απ΄το αριστερό αυτί, έκανε μια στροφή ξανάμπαινε στο κεφάλι, έβγαινε απ΄το δεξί έκανε άλλη μια στροφή και ξανάμπαινε. Το ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα κοριτσάκι που έκανε ποδήλατο στη πλατεία πίσω από το κεφάλι της Σοφί, λίγο την ενδιέφερε.
Η Γαλλία ήταν ένας σπουδαίος τόπος. Αλλιώς η Σοφί δεν θα μίλαγε τόσο πολύ χωρίς να ρωτήσει τίποτε γι αυτούς, για εδώ, για την προηγούμενη πατρίδα της. Το κίτρινο ποδήλατο χάθηκε. Η Σοφί συνέχιζε να μιλάει. Η μαμά της αναστέναξε. Μια φωνή στο τηλέφωνο για δύο λεπτά στις ονομαστικές εορτές και στις «επίσημες αργίες» σε ζεσταίνει και είναι τόσο λίγο που γίνεται πολύτιμη, γοητευτική. Ο άπλετος χρόνος όμως που μέσα του απλωνόταν η ίδια φωνή απλώς έκανε τα πράγματα βαρετά. Μα πού ήταν το κίτρινο ποδήλατο;
Αν έμενε στην Γαλλία θα την φώναζαν Μαρί. Και ίσως μίκραινε και η μύτη της. Τώρα δηλαδή ήταν μεγάλη; Όχι. Δεν ήταν όμως και σαν διακόπτης. Ενώ εκεί, στην Γαλλία, θα την πάταγε απαλά μπροστά στον καθρέφτη, θα φωτιζόταν το κεφάλι της και θα έβλεπε τις σκέψεις τις να κάνουν ποδήλατο μέσα στο μυαλό της.
Η Σοφί επέμεινε να πληρώσει τον λογαριασμό, η μαμά δέχτηκε κοιτάζοντας κάτω και την έπιασε απ΄ το χέρι. Η Σοφί της έπιασε το άλλο χέρι και της άρεσε που περπάταγε ανάμεσα στις δυό τους. Στο σκαλοπάτι έκαναν «ωωωωπ» και την σήκωσαν για δύο μόνον δευτερόλεπτα στον αέρα (τι κρίμα που είχε ένα μόνον σκαλοπάτι…) και με τον τρόπο αυτό βγήκαν στον δρόμο. Έψαξε το κίτρινο ποδήλατο. Το κοριτσάκι έτρωγε καθαρισμένο αχλάδι από πλαστικό ταπεράκι με μάτια που έλαμπαν έχοντας το χέρι του ακουμπισμένο στο τιμόνι. Μετά, στο λεωφορείο έξυσε την μύτη της που την έτρωγε και το χέρι της μύριζε χίλια λουλούδια. Ήταν το άρωμα της Σοφί-Γαλλίδας, εκείνη όμως προτίμησε να σκεφτεί πως κάτι άνθιζε στην χούφτα της.
Το βράδυ όταν η μαμά την έβαλε για ύπνο, σηκώθηκε και πήγε σιγοπατώντας στην ντουλάπα, την άνοιξε και κάθισε κάτω κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη που όλα τα όχι και τόσο καινούργια σπίτια έχουν στην θέση αυτή. Πίεσε ελαφρά την μύτη της και είδε τον εαυτό της να κάνει κίτρινο ποδήλατο και να μπαινοβγαίνει στο κεφάλι της Σοφί, εκείνη να γαργαλιέται και να γελάει, να γελάει και να ευχαριστιέται, να ευχαριστιέται τόσο που να της κάνει δώρο ένα κίτρινο ποδήλατο.
Μας έλειψες!
...και μένα μούλειψει το όλον τούτο, είπα να επανέλθω, Άβε!
...και μένα μούλειψει το όλον τούτο, είπα να επανέλθω, Άβε!
Τα 'πε όλα ο Βασίλης.
Τα 'γραψε όλα ο ofios.
Η αλήθεια είναι πως, αφού διάβασα την μύτη της εξαδέλφης, άρχισε να με τρώει κι η δικιά μου μύτη αλλά φοβήθηκα ακόμα και να την ξύσω, γιατί δεν μοιάζει σαν απλός διακόπτης ρεύματος αλλά σαν διακόπτης μετασχηματιστή υποσταθμού της ΔΕΗ και φοβήθηκα μήπως προκαλέσω μεγάλο κακό στην περιοχή μου. Παρόλα αυτά ομολογώ πως πολύ το χάρηκα που ξανάρθες γιατί πραγματικά μας έλειψαν κείμενα σαν τα δικά σου.
Πάλιν απολαμβάνω ένα κείμενό σου που με μαγεύει!
Να ζήσης, Όφιε!