"ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΔΗΛΑΤΟ..."

«Δεν υπάρχει το ποδήλατο», είπε στο κινητό «Όχι, όχι, δεν υπάρχει... Δυστυχώς...» είπε κι΄έκλεισε. Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα πάνω στο λευκό ποδήλατο. Γιατί δεν αγάπαγε τον πατέρα του; Να ήταν το μουστάκι που τον τσίμπαγε όταν τον φίλαγε στον ύπνο του αργά που γύριζε απ΄τη δουλειά; Να ήταν η άσπρη στολή και το πηλίκιο που του θύμιζαν νοσοκομείο; Ίσως να ήταν η ανάσα που μύριζε κρασί κάθε Σάββατο βράδυ... Θάθελε νάχε αγαπήσει τον πατέρα του. Απλώς, δεν μπόρεσε. Αυτός, που έφευγε χαράματα και γύρναγε αφότου είχε αποκοιμηθεί, ήταν ο πατέρας του. Αυτός όμως, θάθελε νάχει κάποιον άλλον για πατέρα.
Έναν υπάλληλο που θα περίμενε το λεωφορείο όπως όλος ο κόσμος και το μεσημέρι θα γύρναγε με την εφημερίδα διπλωμένη κάτω απ΄τη μασχάλη. Θάταν πιό εύκολο από το να προσπαθήσει να αγαπήσει αυτόν. Υπάλληλος. Σε μια εταιρεία ανάμεσα σε άλλους, χωρίς κάποια συγκεκριμένη ευθύνη, μια απλή γενικότητα στον αριθμό των απασχολουμένων.

Όπως ο ίδιος. Που δεν είχε καμμία κλίση προς ο,τιδήποτε. Έτσι ήταν το καλούπι του. Δεν ήθελε να κατηγορήσει κανέναν γι’ αυτό, δεν έφταιγε κανένας γι΄αυτό. Ήθελε να περνάει απαρατήρητος, να μην τραβάει κανένα βλέμμα, η προσωπική του ζωή να είναι σα να μην υπάρχει για τους άλλους. Να παίζει με τα παιχνίδια του καθισμένος στο πλατύσκαλο της πολυκατοικίας στο Κουκάκι, στο αδιέξοδο της οδού Ευρώπης. Μια σακκούλα πλαστική ο κόσμος του όλος, με παράταιρα παιχνίδια από όλες του τις ηλικίες, κάποια γίγαντες σωστοί μπροστά στα μικρά στρατιωτάκια, κάποια μωρουδίστικα δίπλα στα ξύλινα αρθρωτά που του έστελνε η νονά του κάθε χρόνο στην γιορτή του, ινδιάνοι μαζί με τσολιάδες, τρώες κοντά σε πειρατές. Στον κόσμο του όλα ταίριαζαν. Φτάνει νάχε εκείνες τις πολύτιμες ώρες μοναξιάς, για να μπορεί να ακούει τις φωνές τους, τους ήχους από τα όπλα και τα αυτοκίνητα, να βλέπει το δάσος που τα τύλιγε και το ποτάμι που δεν τ΄άφηνε να περάσουν.

Και η μαμά να μην είχε ώρα ελεύθερη από το ράψιμο για να τον πηγαίνει στο παρκάκι στον Ιλισσό, στο περιβολάκι, όπως το λέγανε οι Κουκακιώτες. Δεν του άρεσε που δεν είχε παγκάκια και η μαμά καθόταν όρθια και περίμενε να παίξει για να τον πάρει να φύγουν, ούτε που είχε παντού χώματα και λερωνόταν τα χέρια και τα παπούτσια του. Και δεν του άρεσε καθόλου όταν έβλεπε τα παιδιά να τρέχουν προς την άκρη της οδού Αγλαύρου μόλις ακούγονταν το γνώριμο κουδουνάκι για να πάρουν παγωτό από τον πλανόδιο παγωτατζή που τσούλαγε τους τρεις κάδους του πάνω στο λευκό του ποδήλατο.
Τον έπιανε μια απόγνωση τότε. Να είναι ο πατέρας του που πούλαγε παγωτό στους συμμαθητές του... Ήθελε να φύγει από κει, να τρέξει να χαθεί μέσα στα στενά, να βρεθεί στου Φιλοπάππου, ν’ ανεβεί στον ψηλότερο βράχο, να πηδήξει κάτω, να πάψει να υπάρχει, να μην βλέπει άλλο τα παιδιά με τα χωνάκια στο χέρι και τον πατέρα του να του χαμογελάει χαρούμενος όταν τον εντόπιζε μέσα στ΄άλλα παιδιά. Και του ‘γνεφε να πάει κοντά, να του βάλει παγωτό, να ξεχωρίζει, που θάταν ο μόνος που μπορούσε νάχει όσο παγωτό ήθελε χωρίς τις δύο δραχμούλες που κόστιζε στους άλλους. Και άπλωνε το χέρι του μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο και του χάιδευε τα μαλλιά με μιά στοργή που την ένιωθε ακόμη και πίσω από όλη τη ντροπή που τον τύλιγε σαν κόκκινο πέπλο και για μια στιγμή ντρεπόταν διπλά.

Κι΄ενόσω οι άλλοι ήταν βουτηγμένοι στη βανίλια και στο καϊμάκι και το λευκό ποδήλατο είχε πάρει κατεύθυνση προς την Δημητρακοπούλου, άνοιγε τα δάχτυλά του αργά κι΄άφηνε το χωνάκι να πέσει στο χώμα, κι’ εκεί έμενε να το κυττάει με μια ένοχη ανατριχίλα, να λειώνει και να γίνεται ένα απαίσιος πολτός από χώμα και γάλα, μια κρυφή εκδίκηση για αυτόν που ήτανε πατέρας του. Ήθελε να περιφρονεί αυτό για το οποίο οι άλλοι έδιναν το χαρτζηλίκι τους, να αδιαφορεί για την γεύση που μάγευε τους συμμαθητές του, ήθελε μόνο να μην το θέλει.

Ο Σωτηρόπουλος, ο καλύτερος μαθητής της τάξης που μπορούσε να γίνεται και όσο κακός ήθελε, του είχε πει πως αυτοί, οι φίλοι του, του πλήρωναν τα ρούχα, τα τετράδια και τα βιβλία και πως, άμα ερχόταν κάποιος άλλος να πουλάει παγωτό στο Κουκάκι να δούμε τότε που θα τάβρισκε τα λεφτά ο πατέρας του. Τ’ άλλα παιδιά φώναζαν πως όποιος και ναρχόταν αυτοί θα έπαιρναν πάντα παγωτό απ΄τον κυρ-Φώτη και τότε αισθάνθηκε δάκρυα ν' ακροστέκουν στα μάτια του κι΄ο Γιώργος ο Πατρινός τον αγκάλιασε με τό ‘να χέρι ενώ στο άλλο κράταγε το υπόλοιπο παγωτό του και τού πε «μη τον ακούς τον βλάκα!». Θέλησε κείνη τη στιγμή να τρέξει να βρει το λευκό ποδήλατο, να πει στον πατέρα του να του δώσει άλλο ένα και τούτη τη φορά θα το ρούφαγε μέχρι την τελευταία σταγόνα, μα στάθηκε ακίνητος και κύτταγε τον Σωτηρόπουλο να γλείφει τα δάχτυλά του κριτσανίζοντας το χωνάκι που είχε μπουκώσει και μετά να τρέχει στη μπάλα.

Λες και ήταν δέκα λεπτά πριν όλα αυτά. Το ίδιο πόναγε. Και τώρα ήταν και οι ενοχές. Τί εύκολη λέξη... Ενοχές. Μέσα ‘κει κρύβονταν όλη η απελπισία του και η μηδαμινή του κατανόηση, ο χαμένος χρόνος και η σωρευμένη οργή, τα Σαββατιάτικα πρωινά των δέκα χρόνων του στα τριανταπέντε τετραγωνικά του ημιυπόγειου σπιτιού, τα χιλιοδιαβασμένα παραμύθια με τα φθαρμένα εξώφυλλα, η κούτα με τα ρούχα του πατέρα του που είχε δώσει στην εκκλησία για τους άπορους, η φωτογραφία του πάνω στο ποδήλατο που είχε σκίσει σε δυό κομμάτια και την είχε περάσει προσεκτικά από τις γρίλιες του υπονόμου. Ενοχές. Για κάποιο λόγο δεν ένιωθε άσχημα που ήταν έτσι. Ήταν σαν μια ανέξοδη εξιλέωση, που η καθημερινή της επανάληψη όμως, την έκανε επώδυνη.

Το λευκό ποδήλατο είχε περάσει το νοητό όριο της σκουριάς που θα επέτρεπε οποιαδήποτε επισκευή. Οι κάδοι έχασκαν αδειανοί από χρόνια. Και μόνον στη μνήμη του ήταν λευκό. Η σέλλα είχε ανοίξει στη μέση και έφτυνε ένα κιτρινισμένο αφρολέξ που μάδαγε στο παραμικρό άγγιγμα. Προσπάθησε να βάλει με την φαντασία του τον πατέρα του εκεί πάνω. Εκείνος αρνιόταν επίμονα και ήθελε να στέκεται ορθός εμπρός του, με τό ‘να χέρι στη δεξιά μανέτα και τ’ άλλο απλωμένο σαν σε χειραψία. Το πρόσωπο, θολό και ασαφές, θα μπορούσε να ανήκει και στον θείο του τον Κώστα, που συνέχισε να δουλεύει το παγωτό όταν έπεσε άρρωστος ο πατέρας του, για να μην πεινάσουν και νάχουν και για τα φάρμακα. Τη μέρα της κηδείας είχε μείνει αποβραδίς στο σπίτι του Γιώργου του Πατρινού και μετά, το απόγευμα στο περιβολάκι όλοι τον αγκάλιαζαν και τούλεγαν κουβέντες.

Η πόρτα πίσω του έτριξε κι΄άνοιξε. Ο θείος του ο Κώστας τούφερε στο δίσκο έναν ελληνικό με κουλουράκι, τον απόθεσε στο περβάζι του παραθύρου και τον άγγιξε στον ώμο.
«Δεν ήξερα τί να το κάμω. Τόβαλα κάτω από το υπόστεγο να μη το τυρρανάει η βροχή, μα δε γλύτωσε. Δεκατρείς χρόνους ο αδερφός μου κι΄άλλους έντεκα εγώ, ε, πόσο ν' αντέξει.. Στόμα νά 'χε, θα μας είχε σιχτιρίσει...» Το κινητό χτύπησε. «Ναι;» ρώτησε με τη φωνή κάποιου άλλου, κάποιου απόντα από όλο το παρελθόν. «Όχι, όχι...δεν υπάρχει το ποδήλατο, έκανα λάθος. Λυπάμαι, δεν θα μπορέσω να εξυπηρετήσω την εταιρεία...» είπε και τόβαλε στην τσέπη του παλτού του.
«Τί τόθελαν το ποδήλατο;» ρώτησε ο θείος του ο Κώστας με ένα λεπτό χαμόγελο.

Ακούμπησε το φλυτζανάκι στο πιατάκι και έτριψε τα χείλια του μεταξύ τους.
«Έχουν μια φωτογράφηση και ψάχναν ένα τέτοιο, με κάδους παγωτού και τέντα». Το ποδήλατο είχε τέντα, λοιπόν... Πώς ήρθε επάνω αυτή η μνήμη... Ο πατέρας είχε βάλει μια ριγωτή τέντα, τόχε ξεχάσει εντελώς. «Σ’ αγάπαγε ο συχωρεμένος» είπε ο θείος του, «Τον είχαν φάει οι δρόμοι.... Μα ακόμη και τώρα αν πας στο Κουκάκι και βρεις κανένα της ηλικίας σου, θα σου πει πως τέτοιο παγωτό δεν ξανάφαγε κανείς! Πας καθόλου από ‘κεί..;». Όχι, δεν πήγαινε στο Κουκάκι, ήταν χρόνια που είχε να περάσει απ΄το σπίτι. «Περνάω καμμιά φορά...» είπε.

Έπρεπε να πάει. Η γκαρσονιέρα είχε πάντα πληρωμένο νερό και ρεύμα, και η μικροσκοπική αυλή, που ήταν ένα κομμάτι του ακάλυπτου, θάταν καθαρή από φύλλα και σκουπίδια. Θυμήθηκε τη γυριστή σκάλα και το εξωτερικό αποθηκάκι από κάτω της. Εκεί μέσα φύλαγε ο πατέρας τις κουτάλες, τις λεκάνες, τα σύρματα και τη μπαλάτζα με τα ζύγια. Πριν καν μπει στο σπίτι άνοιξε την ξυλόπορτα της αποθήκης και τα βρήκε όλα κρεμασμένα σε μια ντουζίνα στραβόκαρφα. Η μπαλάτζα σ΄ένα ράφι έγερνε στη μια μπάντα με ένα κάρτο επάνω της. Γύρισε το κλειδί και μπήκε στο σπίτι. Ένας καναπές, δυό καρέκλες με ψάθα, δυό πολυθρόνες με γυμνά τα ξύλινα μπράτσα της, το τραπέζι που το θυμόταν μεγαλύτερο, η λάμπα στη μέση του δωματίου που έφεγγε όπως και τότε, το λουτρό με την στενή μπανιέρα με κάθισμα, η ντουλάπα ακουμπισμένη στον τοίχο.

Πλησίασε και έπιασε το μεταλλικό της πόμολο, τράβηξε δυνατά την λεπτή πόρτα που πάντα σφήνωνε στο κάτω μέρος, αυτή άνοιξε μ΄ένα ταλάντωμα κι΄ είδε τον εαυτό του πάνω της στον ενσωματωμένο καθρέφτη. Μια γραββάτα και δυό τρεις ζώνες ήταν πεταμένες κάτω. Οι κρεμάστρες κρέμονταν άδειες στο σίδερο εκτός από μία στην αριστερή πλευρά. Άπλωσε το χέρι του και τράβηξε το κιτρινισμένο κουστούμι με το πηλίκιο. Είδε τον Σωτηρόπουλο να κλαίει τη μέρα της κηδείας του πατέρα του και να ζητάει συγγνώμη. Οι ενοχές, που δεν ήταν ποτέ αρκετές, δεν ήταν εδώ. Το λευκό φώτιζε εκτυφλωτικά τα τριανταπέντε τετραγωνικά κι΄έσβηνε τα πάντα από μπρος του.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
scrabler
Εικόνα scrabler
Απών/απούσα

παίρνουν χρόνια και χρόνια να τις ξεπεράσεις,
αν βέβαια σταθείς τυχερός.

Ζωντανή και λευκή η σημερινή σου μοιρασιά...

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

θα το σκεφτώ ξανά, το ωραίο σου διήγημα. Να ζήσεις

papi
Εικόνα papi
Απών/απούσα

Ουφ... Τι να σχολιασει κανεις, τι να πρωτοπει...

αιθεροβάμων
Εικόνα αιθεροβάμων
Απών/απούσα

φχαριστω...

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...από τα κείμενα που έχεις γράψει.
Με έβαλες μέσα στο συναίσθημα του παιδιού αυτού...καταπληκτικό-
Όσο για τις ενοχές, αν κάποιος έχει ιδέα τι κάνουμε μ αυτές, να το πει και σε μένα.
Τις κουβαλάμε σα βαριές αλυσίδες κάτω από τα ρούχα μας, τις έχουμε συνηθίσει και λιγάκι.

Vale
Απών/απούσα

Ρε συ.
Αγαπητέ ofios.

(είδες πως αλλάζω το συναίσθημα; Τρομερός;)

Λοιπόν. Αγαπητέ ofios, δεν διάβασα ούτε μια γραμμή. Δεν ξέρω γιατί. Θα το διαβάσω άλλη ώρα. Και το προηγούμενο έτσι το πήγα. Δεν μπορούσα να δω ofios στα μάτια μου. Θέλω ηρεμία για να σε διαβάσω, δεν μπορώ στο πόδι. Τρέχω σαν τον ομοφυλόφιλο.

Φοβερός, ακόμα κι έτσι.

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

Vale wrote:
Θέλω ηρεμία για να σε διαβάσω, δεν μπορώ στο πόδι. Τρέχω σαν τον ομοφυλόφιλο.

Ρε Βάλε, τι εννοείς; Τρέχει ο ομοφυλόφιλος για να μήν πιαστεί;
Ή μήπως είναι ίδιωμα που δεν τ'όχω ξανακούσει;

Vale
Απών/απούσα

Γεια σου καλή μου Κωστάνζα.

Είναι έκφραση αλητήριων...

Αντί να πω: Τρέχω,τρέχω ασταμάτητα / έχω πολλές δουλειές / βιάζομαι / δεν προλαβαίνω /

λένε οι αλητήριοι: Τρέχω σαν τον πούστη.

Columbus discov...
Εικόνα Columbus discovers Cro-moly
Απών/απούσα

Οτι γραφεις, ξεχωριζει.
Αυτο ομως, ξεχωριζει αναμεσα στα αλλα.
Και δεν ειναι αναγκη να μπουμε σε αναλυσεις, και λοιπα. Ουτε χρειαζεται.

Vale
Απών/απούσα

Το διάβασα.
Είδα τις απαντήσεις και μπήκε η περιέργεια μπροστά (είχα σκοπό να σε διαβάσω αύριο, μεθαύριο).

Δεν συμφωνώ με τα παραπάνω καθόλου.
Φτωχή μου γνώμη:
Αυτό που βγαίνει πρώτο, είναι το έντονο συναίσθημα στον αναγνώστη, απ' το τρελό ταλέντο σου. Από πίσω όμως κρύβεται δουλειά, δουλειά, δουλειά.

Αν σε προσέξει κάποιος, απ΄ την αρχή μέχρι το τέλος, δεν πρέπει να ξεχωρίζει κάτι με μεγάλη ευκολία -τουλάχιστον εγώ ζορίζομαι.

Μαγεία.
Κωλόφαρδοι οι podilates.

bp
Εικόνα bp
Απών/απούσα

"ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΔΗΛΑΤΟ Ofios..."

"ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ..."

"ΔΕΝ ΥΠ ΆΡΧΕΙ ..."

Καταπληκτικός!

VAkt
Εικόνα VAkt
Απών/απούσα

Θα συμφωνήσω κα εγώ, είναι από τα καλύτερα σου…
Να σαι πάντα καλά και να μοιράζεσαι μαζί μας τον εσωτερικό σου κόσμο…

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια