Είχε κρατήσει ένα κομμάτι σίδερο, ούτε που θυμόταν πιά από ποιό μέρος του ποδηλάτου είτανε, είχαν περάσει και τόσα χρόνια...
Κι' έπειτα, δεν ήθελε να κάνει καμμία προσπάθεια να θυμηθεί, ήθελε μόνο να τόχει, να ξέρει πως είναι 'κει και να το κυττάει όταν ήταν ολομόναχος, κλεισμένος στην αποθήκη με το τρακτέρ, το παληό Ρενώ του μακαρίτη του παππού Ζεράρ.
Εκείνος τούχε πάρει το πρώτο του ποδήλατο σαν έγινε τεσσάρων χρονών, ένα βαθυκόκκινο Gitane με κάτι τεράστιες βοηθητικές ρόδες, που δεν πρόλαβαν να μείνουν πάνω στο ποδήλατο πάνω από τρεις μέρες. Είχε μάθει να στέκεται χωρίς αυτές τόσο γρήγορα, σαν νάχε γεννηθεί πάνω στο βαθυκόκκινο Gitane.
Τόχε 'κείνο το κομμάτι μπερδεμένο μέσα σε κάτι εργαλεία, να μη φαίνεται, μην τύχει και τόβρισκε εκείνος και τότε...
Πολλά βράδυα είχε μείνει στην αποθήκη με μισόσβηστη την λάμπα πετρελαίου, να μη φαίνεται απ' το σπίτι, εξ' άλλου στο δωμάτιό του δεν θα τον έψαχνε κανείς.
Όλη τους η φροντίδα περιοριζόταν στο νάναι τα χοντροπάπουτσά του καλά μπαλωμένα και τα θεόφαρδεια πουκάμισά του νάχουν όλα τα κουμπιά τους, για να μην λείψει ούτε μια μέρα απ' το χωράφι δίχως λόγο...
Εκείνα τα βράδυα στην αποθήκη, που ξεκίναγαν σαν γλύκαινε αρκετά ο καιρός και μπορούσε ν' αντέξει την ακόμη ψυχρή βραδυά, ήταν όλη του η ζωή, τα περίμενε σαν γιορτή, άντεχε τα πάντα για να μπορέσει νάχει τα δικά, τα ολόδικά του βράδυα που θα τα περνούσε στην σκοτεινή αποθήκη.
Όχι βέβαια, πως του τάχαν παραχωρήσει αυτά τα βράδυα...
Απλώς, έκανε πως ανέβαινε στο δωμάτιό του, πάταγε δυνατά στα τρία-τέσσερα πρώτα σκαλοπάτια τόσο ώστε να τρίξουν και να ξεγελάσει τους άλλους, εκείνους που τους είχε για τόσο ξένους πιά μετά από 'κείνη τη μέρα, και έστριβε αθόρυβα στον διάδρομο, άνοιγε την πόρτα κι' έτρεχε στην αποθήκη.
Απλώς, δεν τον αναζητούσε κανείς, τους ήταν εξίσου ξένος...
Έψαχνε τότε μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα στα εργαλεία μέχρι το χέρι του ν΄αναγνωρίσει το αγαπημένο του κομμάτι και μόλις τόβρισκε, έπιανε στα χέρια του το κρύο σίδερο και τόσφιγγε δυνατά στα χέρια του τόσο, που εκείνο ζεσταινότανε σαν μικρή ερωμένη και θαρρείς πως ζωντάνευε το ξεθωριασμένο κόκκινο με τα τέσσερα λευκά γράμματα: GΙΤΑ.., που είχανε μείνει εκεί για να τον τυρρανάνε και αγωνιζόταν πολύ για να κρατήσει πίσω απ' τα μάτια του τα δάκρυα.
Δεν ήθελε να κλάψει όχι από ντροπή. Δεν ήθελε να κλάψει για να μη λυτρωθεί ποτέ, για να μείνει μέσα βαθειά το κατάμαυρο μίσος για τον αδύνατο χαρακτήρα του...
Θάπρεπε νάχε βρει την δύναμη να αντιδράσει τότε κι' ας έτρωγε ξύλο, πόσο ξύλο θα τούδινε εκείνος, θα τούσπαγε τα πόδια, θα τούσπαγε τα χέρια;
Μα πώς θα πήγαινε μετά στα χωράφια να του δουλέψει, πόσο βλάκας ήταν, πόσο εύκολα παραδόθηκε στον φόβο κι' έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα για τα δέκα ατελείωτα λεπτά, που το παληό Ρενώ τρακτέρ πέρναγε και ξαναπέρναγε πάνω απ' το ποδήλατό του την ίδια μέρα που είχε πεθάνει ο παππούς Ζεράρ.
Την ίδια μέρα που τόφερε η τύχη να γίνεται κι' ο ίδιος δεκατεσσάρων χρονών και που εκείνος, είχε αποφασίσει πως δεν υπήρχε χρόνος στην πιό φτωχή οικογένεια της Beauvais για να παίζουν τα παιδιά της με ποδήλατα και μάλιστα, να ξεθαρρεύουν και να κάνουν όνειρα για το Tour de France παίρνοντας στα σοβαρά τα σχόλια των αργόσχολων της πλατείας, που τον θαύμαζαν σαν πέρναγε βολίδα στον δρόμο για την Compiegne και με ορθάνοιχτα μάτια τον έβλεπαν σε λίγα μόνο λεπτά να επιστρέφει ανεμίζοντας χαμογελαστός το φουλάρι της Giselle, της μικρής φουρνάρισσας που για τα λακκάκια στα μάγουλά της μίλαγε όλη η επαρχία της Picardie.
Πώς ν' άντεχε ο ίδιος στην θέα του ταχυδρόμου που διέσχιζε με το κατάμαυρο, γυαλιστερό Matra του τους δρόμους που ο ίδιος είχε χαράξει πρώτος με τα λάστιχά του...
Με τίποτα δεν μπορούσε να πιστέψει πως εκείνος ο άνθρωπος είχε σαν επάγγελμά του το να καβαλάει ένα ποδήλατο και να μοιράζει γράμματα!
Τόσο ξένοιαστος, τόσο γαλήνιος, τόσο χαμογελαστός...
Δεν χαμογελούσε πιά ο ίδιος και μόνο σπάνια έσβηνε η μελαγχολία απ' το πρόσωπό του όταν έβλεπε τα πολύ μικρά παιδιά στην πλατεία να προσπαθούν να σταθούν στα πετάλια και το πρόσωπό τους έπαιρνε τότε μια έκφραση γεμάτη μαζί έκπληξη και αγωνία.
Δεν χαμογελούσε ούτε ο ταχυδρόμος τώρα πιά.
Ή τουλάχιστον, δεν ήξερε κι' ο ίδιος κανέναν πνιγμένο να χαμογελάει από τα βάθη του ποταμού Garonne, πόσο μάλλον δεμένος στο κατάμαυρο Matra μαζί με όλα του τα καταραμένα γράμματα, μαζί και τα δικά του, που διαρκώς επέστρεφαν από την Compiegne στον παραλήπτη αδιάβαστα, χωρίς ούτε καν να έχει ανοιχτεί ο φάκελλος απ' την μεγάλη τώρα πιά Giselle, που είχε θελήσει ν' αρραβωνιαστεί τον ευτυχισμένο ταχυδρόμο με το κατάμαυρο Matra.
Ξεκίνησα να γράψω κάτι σαν "μπράβο", "ωραίο" ή κάτι αντίστοιχο. Μου φαίνεται τελικά λίγο για αυτό που διάβασα .
αν δεν είσασταν όλοι εσείς, δεν θα είχα γράψει τίποτα, ποτέ.
και για μένα λες???
ειδικά για όσους έχουν χιούμορ και αντοχή στον αυτοσαρκασμό, άρα, ναι!
Η αληθεια είναι οτι μας ταξίδεψες... Μπράβο σου ρε φίλε είσαι πολύ καλός!
Ποιός μιλάει...
Και να μην ξεχνιόμαστε, χρωστάς το σημερινό, το Δευτεριάτικο. Δεν πήρα την fotonio-δόση μου ακόμα...